Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Francis Poulenc (1899-1963): Aubade. Χορογραφικό κοντσέρτο για πιάνο και 18 όργανα, opus 51

Ο χαρακτηρισμός “χορογραφικό κοντσέρτο” υποδηλώνει την διπλή λειτουργία που το έργο αυτό μπορεί να επιτελέσει, ως μουσική συνοδεία για το ανέβασμα ενός μπαλλέττου αλλά και ως αυτούσιο μουσικό έργο στο πλαίσιο ενός συναυλιακού προγράμματος. Η Aubade (Εωθινό) υπήρξε παραγγελία του υποκόμη του Noailles και της συζύγου του στον Poulenc, ο οποίος συνέθεσε την μουσική μεταξύ Μαΐου και Ιουνίου του 1929, έτσι ώστε στις 19 Ιουνίου του ιδίου έτους να είναι ήδη σε θέση να συμμετάσχει ως πιανίστας στην πρώτη (ιδιωτική) εκτέλεση του έργου του, που δόθηκε στην οικία των Noailles στο Παρίσι κατά την διάρκεια μιας χοροεσπερίδας. Η παρτιτούρα, που είναι αφιερωμένη επίσης στους Noailles, προβλέπει – πέραν του πιάνου – την σύμπραξη δεκαοκτώ σολιστικών οργάνων (δύο φλάουτων, δύο όμποε, δύο κλαρινέττων, δύο φαγγόττων, δύο κόρνων, μίας τρομπέτας, τυμπάνων, δύο βιολών, δύο τσέλλων και δύο κοντραμπάσσων), τα οποία ουσιαστικά συγκροτούν μια ορχήστρα δωματίου χωρίς βιολιά. Την 1η Δεκεμβρίου του 1929 το έργο παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά δημοσίως στην συναυλιακή του εκδοχή, ενώ ακολούθησε στις 21 Ιανουαρίου 1930 η πρώτη δημόσια σκηνική ερμηνεία του στο Θέατρο των Ηλυσίων Πεδίων στο Παρίσι.

Η μουσική της Aubade διαιρείται σε δέκα μέρη-σκηνές που βασίζονται σε μια σύντομη ιστορία από την αρχαία μυθολογία. Η χρονική απόσταση υποδηλώνεται μέσω της τροπικότητος της αρχικά υποβλητικής και έπειτα στοχαστικής εισαγωγής (Τοκκάτα: Lento e pesante), ενώ η αμφιταλάντευση ανάμεσα στον παιχνιδιάρικο και τον καταθλιπτικό χαρακτήρα του έργου διαφαίνεται ήδη στην ακόλουθη ενεργητική καντέντσα του πιάνου (molto animato) – ένα από τα λίγα σημεία της παρτιτούρας με πληθωρική και αρκετά δεξιοτεχνική πιανιστική γραφή, δεδομένου του ότι σε γενικές γραμμές το πιάνο δεν προβάλλεται ιδιαίτερα έναντι των υπολοίπων οργάνων (αντιθέτως μάλιστα, συχνά περιορίζεται σε συνοδευτικό ρόλο).

Το σκηνικό για την εκτύλιξη της υπόθεσης είναι ένα ξέφωτο την αυγή. Οι Συντρόφισσες της Αρτέμιδος ξυπνούν η μία μετά την άλλη από τον ύπνο τους, αλλά τις κατατρύχει ένα κακό προαίσθημα, το οποίο στο πρώτο Ρετσιτατίβο (Larghetto) αποδίδεται με παρεστιγμένο, βαρύθυμο ρυθμό καθώς και με μιαν υπέροχη ελεγεία του κλαρινέττου. Η Άρτεμις, κυριευμένη από έντονο πάθος και έχοντας ασυγύριστη την εσθήτα της, βηματίζει ανάμεσά τους, απομακρύνεται και επιστρέφει πάλι με σαφή σημάδια ανίας. Το μουσικό θέμα της θεάς, που παρουσιάζεται στο τρίτο μέρος του έργου, Ροντώ: Η Άρτεμις και οι συντρόφισσές της (Allegro), είναι απλό και μελωδικό· γεμάτο λυρισμό και ευφάνταστα ενορχηστρωμένο επανέρχεται επίσης στο πέμπτο μέρος, Έξοδος της Αρτέμιδος (Céder un peu), έπειτα από την Είσοδο της Αρτέμιδος (Più mosso), που χαρακτηρίζεται από πλούσιες εναλλαγές μεταξύ κινητικών φιγούρων και στιγμών χαλάρωσης.

Στην σκηνή όπου οι ακόλουθές της προθυμοποιούνται να την στολίσουν (Στολισμός της Αρτέμιδος: Presto), η μουσική γίνεται πολύ ανάλαφρη και αποκτά μάλλον ειρωνική απόχρωση (μάλιστα ο Poulenc δανείζεται εδώ μια φράση από το περίφημο μπαλλέττο του Οι ελαφίνες). Η Άρτεμις ενδίδει στο κάλεσμα αυτό και ο ρυθμός μεταβάλλεται σε χορευτικό, οι συνεχείς όμως μεταπτώσεις της μουσικής διαθέσεως υπογραμμίζουν το γεγονός ότι η θεά δέχεται τις φροντίδες αυτές με απροθυμία. Εν τω μεταξύ, σφίγγει στο χέρι της ένα τόξο – συνοδευόμενη από σπασμωδικές μουσικές χειρονομίες καθώς και από μιαν ενδιαφέρουσα αρμονική περιπλάνηση στο δεύτερο Ρετσιτατίβο: Εισαγωγή στην παραλλαγή της Αρτέμιδος (Larghetto) – και έπειτα χορεύει σε έναν μελαγχολικό ρυθμό, που παρουσιάζεται με μια “μοτσάρτια” μελωδία στα εξωτερικά τμήματα του ογδόου μέρους (Παραλλαγή της Αρτέμιδος: Andante), ενώ ενδιάμεσα η ρυθμική κίνηση ζωντανεύει κάπως και έπειτα καταλαγιάζει, προσδίδοντας στην μουσική έναν νοσταλγικό τόνο.

Μόλις τελειώσει τον χορό της η Άρτεμις πετά το τόξο της, ξαπλώνει και εγκαταλείπεται στον εαυτό της γεμάτη απογοήτευση. Ξαφνικά σηκώνεται και διαφεύγει στο δάσος, σχεδόν αμέσως όμως επιστρέφει ξανά στις συντρόφισσές της, που την περιστοιχίζουν ενόσω εκείνη τις ικετεύει να την αφήσουν μόνη. Η νεότερη από αυτές της δίνει πάλι το τόξο της, αλλά η Άρτεμις το απωθεί με μια κίνηση κατήφειας και εξακολουθεί να δείχνει απογοητευμένη. Όλα αυτά εξελίσσονται παράλληλα με το σύντομο ένατο μουσικό μέρος, Απελπισία της Αρτέμιδος (Allegro féroce), το οποίο χαρακτηρίζεται από “άγριες” συνηχήσεις, παράφορο ρυθμό και δυναμικό χαρακτήρα. Κατόπιν, η Άρτεμις, επωφελούμενη από την αναστάτωση των συντροφισσών της που ανταλλάσσουν μεταξύ τους βλέμματα γεμάτα απορία, ξεφεύγει πάλι από αυτές και κατευθύνεται προς το δάσος. Στο τελευταίο μέρος του έργου – Κατάληξη: Αποχαιρετισμός και αναχώρηση της Αρτέμιδος (Adagio) – οι ακόλουθές της τρομαγμένες κοιτούν προς το δάσος, αλλά το μόνο που διακρίνουν πια είναι τα χέρια της θεάς να τους γνέφουν έναν αποχαιρετισμό (στο σημείο αυτό η μουσική επαναφέρει το θέμα της σολιστικής καντέντσας του πρώτου μέρους, κατά τρόπον όμως πιο στατικό). Καταβεβλημένες αυτές, πέφτουν στο έδαφος και σιγά-σιγά σταματούν να κινούνται βυθιζόμενες σε απελπισία (πράγμα που αποτυπώνεται μουσικά στην αποκλιμάκωση και την μετέπειτα διάλυση του προηγούμενου επίμονου θέματος). Τα πάντα λοιπόν είναι ήσυχα, όταν μετά την αυγή αποκαλύπτεται το φως της ημέρας και η αυλαία πέφτει απότομα με μια κοφτή πιανιστική χειρονομία.

21.02.2003


© Ιωάννης Φούλιας