Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Francis Poulenc (1899-1963): Συμφωνιέττα για ορχήστρα, opus 141

Ένα από τα χαρακτηριστικότερα δείγματα της “νεορομαντικής” γραφής του Poulenc συνιστά η – όχι και τόσο αμελητέων διαστάσεων – συμφωνιέττα για ορχήστρα, η σύνθεση της οποίας έλαβε χώραν από τον Αύγουστο του 1947 μέχρι τον Σεπτέμβριο του επομένου έτους. Το έργο αυτό υπήρξε παραγγελία του Γ΄ προγράμματος του Βρεταννικού Ραδιοφωνικού Ιδρύματος και παρουσιάσθηκε σε πρώτη εκτέλεση λίγο μετά την ολοκλήρωσή του, στις 24 Οκτωβρίου 1948 στο Λονδίνο, από την Ορχήστρα Philharmonia υπό την διεύθυνση του Roger Désormière. Η αφιερωμένη στον Georges Auric παρτιτούρα απαιτεί ζεύγη φλάουτων, όμποε, κλαρινέττων, φαγγόττων, κόρνων και τρομπετών, τύμπανα, μία άρπα και έγχορδα, επομένως ανάγεται στην λιτή εκδοχή της ορχήστρας του γαλλικού ύστερου ρομαντισμού, όπως εξ άλλου και η τεχνοτροπία του έργου.

Το πρώτο μέρος (Allegro con fuoco) αρχίζει στην σολ-ελάσσονα με ένα μάλλον αυστηρού χαρακτήρος θέμα, το κύριο μοτίβο του οποίου (μια φιγούρα δεκάτων-έκτων) αναπτύσσεται διεξοδικά, περιπλανώμενο σε διάφορες τονικότητες. Αντίθεση σε αυτήν την “αυστηρή” σύνθεση δημιουργεί η πλάγια θεματική ομάδα, οι ιδέες της οποίας είναι ως επί το πλείστον μελωδικές, λυρικές, με πλούσια ορχηστρικά ηχοχρώματα, περιλαμβάνουν όμως και ένα στατικό χορικό στην μι-ελάσσονα. Η επεξεργασία συνδυάζει κατ’ αρχάς μελωδικές ιδέες της πλάγιας θεματικής ομάδος με νέες, στην συνέχεια όμως επανέρχονται τόσο το χαρακτηριστικό μοτίβο δεκάτων-έκτων του κυρίου θέματος – που αναπτύσσεται περαιτέρω – όσο και το χορικό. Η επανέκθεση ξεκινά επίσης με τις ιδέες της πλάγιας θεματικής ομάδας, αφού το κύριο θέμα μοιάζει να έχει πλέον εξαντληθεί και ως εκ τούτου περιορίζεται σε μια εξαιρετικά σύντομη και παροδική υπόμνηση, ενώ το χορικό απουσιάζει εντελώς από την μακροδομική αυτή ενότητα! Κατ’ ουσίαν, στο τέλος του πρώτου μέρους (σε προφανή αντίθεση με την έναρξή του) προβάλλεται πρωτίστως το στοιχείο της – δομικώς χαλαρής – μελωδικής εξύφανσης που οδηγεί σε ένα γαλήνιο κλείσιμο.

Το παραδοσιακό scherzo (Molto vivace), που ακολουθεί ως δεύτερο μέρος, ξεκινά με ένα σπινθηροβόλο θέμα στην Φα-μείζονα. Σε αντίθεση όμως με αυτό, το πρώτο τρίο χαρακτηρίζεται από πλατιές μελωδικές γραμμές που εναλλάσσονται με ρυθμούς εμβατηρίου. Μια συντομότατη μνεία του αρχικού θέματος του scherzo οδηγεί κατόπιν άμεσα στο δεύτερο τρίο, όπου αναπτύσσονται θεματικά στοιχεία του πρώτου μέρους, με έμφαση στο κύριο θέμα που μάλιστα προσλαμβάνει εδώ καινοφανή ηχητική και ρυθμική υπόσταση και τελικά παράγει μια νέα μελωδική ιδέα! Εξίσου σύντομη με την ενδιάμεση είναι και η καταληκτική αναφορά στο αρχικό θέμα του δεύτερου μέρους, το οποίο ωστόσο ολοκληρώνεται με την επαναφορά της νέας μελωδικής ιδέας του δεύτερου τρίο καθώς και με μια ζωηρή κατακλείδα.

Στο αργό τρίτο μέρος (Andante cantabile), μια αιθέρια εισαγωγή προηγείται του κυρίου θέματος στην Λα-ύφεση-μείζονα, το οποίο παραπέμπει έντονα στο ύφος του Brahms. Η μεσαία ενότητα, τουναντίον, αφιερώνεται στην επαναφορά και την ανάπτυξη μέσα από ποικίλα τονικά κέντρα της τελευταίας από τις μελωδικές ιδέες της εκθέσεως του πρώτου μέρους. Έπειτα, μια ελαφρώς παρηλλαγμένη (σε ενορχηστρωτικό επίπεδο) εκδοχή του αρχικού θέματος αποπερατώνει κυκλικά την τριμερή μορφή του μέρους αυτού, μέσα σε απόλυτη ηρεμία.

Το Finale (Prestissimo et très gai) σε Φα-μείζονα είναι το πιο προβληματικό μέρος της συμφωνιέττας. Αρχικά δίνει την εντύπωση ενός γαλλικού ροντώ, με ένα παιχνιδιάρικο θέμα που περιφέρεται σε διάφορες τονικότητες και εναλλάσσεται με άλλες δευτερεύουσες ιδέες, ενώ το χιουμοριστικό πνεύμα ενός Haydn ανακαλείται στις απρόσμενες παύσεις ή τις ξαφνικές ενορχηστρωτικές και υφολογικές αλλαγές. Η εύθυμη διάθεση μεταβάλλεται περαιτέρω σε αλλόκοτη, όταν παρακάτω ο Poulenc παρωδεί την ελαφρά παρισινή μουσική· στην συνέχεια ωστόσο, μια υπερβολικά εκτενής ενότητα λυρικού χαρακτήρος (με περιορισμένη αναφορά στην μελωδική ιδέα του πρώτου μέρους που είχε επανεμφανισθεί και στο αργό τρίτο μέρος) μεταβάλλει άρδην την ατμόσφαιρα του τελικού αυτού μέρους, που δεν είναι πλέον εφικτό να αποκατασταθεί μέσω της μίας και μοναδικής επανεμφάνισης του αρχικού του θέματος που ακολουθεί! Έχοντας λοιπόν χάσει τον υφολογικό του προσανατολισμό, το finale ολοκληρώνεται με μια φαινομενικά πομπώδη coda, η κενότητα και σπασμωδικότητα της οποίας, σε συνδυασμό και με την αδυναμία ουσιαστικής ενσωμάτωσής της στο υπόλοιπο έργο, αφήνουν τελικά στον ακροατή μια “πικρή” γεύση, ανάξια οπωσδήποτε ενός κατά τα λοιπά καλογραμμένου συμφωνικού έργου, με αρκετές ωραίες στιγμές και εμπνεύσεις.

21.02.2003


© Ιωάννης Φούλιας