Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Πέτρος
Πετρίδης (1892-1977): Κοντσέρτο γκρόσσο
για ξύλινα πνευστά, χάλκινα και τύμπανα, opus 11
Ο Πέτρος Πετρίδης υπήρξε ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής. Γεννήθηκε το 1892 στην Νίγδη της Καππαδοκίας και μεγάλωσε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε και τα πρώτα μαθήματα μουσικής. Το 1911 μετέβη στο Παρίσι για νομικές σπουδές, τις οποίες όμως διέκοψε με το ξέσπασμα των Βαλκανικών Πολέμων, προκειμένου να καταταγεί ως εθελοντής στις δυνάμεις του ελληνικού στρατού και να λάβει μέρος σε επιχειρήσεις στην ευρύτερη περιοχή της Ηπείρου. Έχοντας πλέον αποκτήσει και την ελληνική υπηκοότητα, το 1913 επέστρεψε στο Παρίσι για να συνεχίσει τις σπουδές του, αλλά τον αμέσως επόμενο χρόνο τις εγκατέλειψε οριστικά για να αφοσιωθεί στην μουσική. Τα πρώτα του μουσικά έργα είδαν το φως παράλληλα με την περιστασιακή του μαθητεία κοντά στους Albert Wolff και Albert Roussel, γι’ αυτό και ο ίδιος ο Πετρίδης θεωρούσε τον εαυτό του αυτοδίδακτο στην σύνθεση. Από το 1915, επίσης, ξεκινά την μακρόχρονη δραστηριότητά του ως μουσικοκριτικός και μουσικός αρθρογράφος, για λογαριασμό πολλών ελληνικών, γαλλικών, αγγλικών αλλά και αμερικανικών εφημερίδων και περιοδικών εντύπων. Μετά το 1922 διέμενε πότε στην Αθήνα και πότε στο Παρίσι, ενώ την διετία 1958-1959 απέσπασε δύο πολύ σημαντικές διακρίσεις, καθώς εξελέγη αντεπιστέλλον μέλος της γαλλικής Ακαδημίας Καλών Τεχνών και τακτικό μέλος της Ακαδημίας Αθηνών. Μέχρι τον θάνατό του το 1977 συνέθεσε σημαντικό αριθμό έργων, ως επί το πλείστον ορχηστρικών, έχοντας διαμορφώσει από νωρίς ένα ιδιότυπο προσωπικό ιδίωμα, που συνδυάζει την τροπικότητα με μιαν απέριττη και “αυστηρή” μελωδικότητα αλλά και με την συστηματική και εμφαντική χρήση ποικίλων αντιστικτικών τεχνικών.
Το Κοντσέρτο γκρόσσο για ξύλινα πνευστά, χάλκινα και τύμπανα, opus 11, γράφηκε το 1929 (ή λίγο νωρίτερα), αλλά για άγνωστους λόγους παρέμεινε στην αφάνεια μέχρι τον θάνατο του Πετρίδη. Εντούτοις, η ανακάλυψη της παρτιτούρας του έργου στα κατάλοιπα του συνθέτη επέτρεψε αργότερα την ηχογράφησή του από το σύνολο πνευστών «Μάντζαρος» υπό την διεύθυνση του Βύρωνος Φιδετζή και την κυκλοφορία του σε δίσκο, γεγονός που κατέστησε αυτομάτως προνομιακή την θέση του Κοντσέρτου γκρόσσο στο πλαίσιο της ελάχιστα διαδεδομένης συνολικής δημιουργίας του Πετρίδη. Το σχετικά νεανικό αυτό έργο είναι αντιπροσωπευτικό της ιδιαίτερης μουσικής γλώσσας του έλληνα συνθέτη αλλά και του νεοκλασσικού – και δη αντιρομαντικού – πνεύματος που κυριαρχούσε στην γαλλική μουσική τέχνη του μεσοπολέμου και το οποίο συχνά επικαλείτο την καθαρότητα και την “αντικειμενικότητα” του ύφους και των μορφών του μπαρόκ. Έτσι, στο εναρκτήριο μέρος (Allegro), τα όργανα κατανέμονται σε δύο ομάδες, κατά την πρακτική του είδους του concerto grosso που καθιέρωσε περί το 1700 ο Arcangelo Corelli: η ομάδα των σολιστικών οργάνων (concertino) περιλαμβάνει φλάουτο, όμποε, κλαρινέττο και τρομπέτα, ενώ το “ορχηστρικό” σύνολο (ripieno ή tutti) αποτελείται από piccolo φλάουτο, (δεύτερο) κλαρινέττο, μπάσσο-κλαρινέττο, φαγγόττο, δύο κόρνα, (δεύτερη) τρομπέτα, δύο τρομπόνια και τύμπανα. Έπειτα λοιπόν από την αρχική ομοφωνική παρουσίαση της ζωηρής, τροπικής και δημοτικοφανούς βασικής μελωδικής ιδέας του μέρους απ’ όλο το οργανικό σύνολο, οι δύο αυτές ομάδες οργάνων εναλλάσσονται (είτε αναμειγνύονται) μεταξύ τους, ανακαλώντας και εξυφαίνοντας περαιτέρω το θεματικό υλικό αναφοράς σε πληθώρα διαφορετικών τονικών κέντρων, αλλά και εδραιώνοντας την δυναμική και ηχοχρωματική τους αντιπαράθεση στην βάση της σαφούς υφολογικής διάστασης που παρατηρείται ανάμεσα στον πρωτίστως αντιστικτικό – ενίοτε δε και ολότελα φουγκοειδή – χειρισμό των τεσσάρων σολιστικών γραμμών και την κατά κανόνα συμπαγέστερη αρμονική γραφή των τμημάτων tutti. Τουναντίον, το αριστουργηματικό αργό μέρος του έργου (Largo) αποστασιοποιείται από την λογική των απότομων αντιθέσεων και αναπτύσσει σε μεγάλη έκταση μιαν αψιδωτή μορφή, λαμβάνοντας ως αφετηρία του τους λαϊκότροπους ελεγειακούς μονολόγους του αγγλικού κόρνου (που αντικαθιστά εν προκειμένω το όμποε) και του κλαρινέττου καθώς και τον βαθύτατα εκφραστικό διάλογο των δύο αυτών σολιστικών οργάνων, με λιτότατη ή καμμιάν απολύτως συνοδεία! Η είσοδος του φλάουτου με έναν παρεμφερή μελωδικό “στοχασμό” δίνει κατόπιν το έναυσμα για την σταδιακή προσθήκη και των υπολοίπων οργάνων σε μια λυρική κεντρική ενότητα που οδηγείται βαθμιαία σε κλιμάκωση, προτού η διαδοχή των μουσικών γεγονότων οπισθοδρομήσει, αναπολώντας την θρηνητική μελωδία του φλάουτου, τον σπαραξικάρδιο διάλογο του κλαρινέττου με το αγγλικό κόρνο αλλά και το μοναχικό “μοιρολόι” του τελευταίου. Η ζοφερή αυτή εξέλιξη αίρεται πάντως με την έλευση του τελικού μέρους (Allegro vivace), η βασική ιδέα του οποίου παρουσιάζεται με – μάλλον κωμική – εμβατηριακή πυγμή κατά τις σύντομες παρεμβάσεις του “ορχηστρικού” συνόλου και εξυφαίνεται με μελισματική χάρη και ανάλαφρη διάθεση σε μια σειρά εκτενέστερων σολιστικών τμημάτων πυκνής μιμητικής γραφής. Αναπάντεχα, όμως, η ύστατη σολιστική μετάπλαση του διαθέσιμου μοτιβικού υλικού προσλαμβάνει εξαιρετικά ήπιο χαρακτήρα (Lento) και αργοσβήνει γαλήνια μέχρι την διαυγή καταληκτική συγχορδία ολόκληρου του έργου.
17.12.2008
© Ιωάννης Φούλιας