Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Niccolò Paganini (1782-1840): Καπρίτσια για σόλο βιολί, opus 1 αρ. 1, 4, 9, 14, 15 και 24

Ένα από τα βασικά γνωρίσματα της μουσικής παραδόσεως του ρομαντισμού συνίσταται στην επίδειξη υψηλής εκτελεστικής δεξιοτεχνίας, δραστηριότητα η οποία προωθήθηκε ιδίως με την οργάνωση των ρεσιτάλ, των ειδικών εκείνων συναυλιών όπου έκαναν την εμφάνισή τους μεγάλοι βιρτουόζοι του πιάνου και του βιολιού, ως επί το πλείστον. Το ρεπερτόριο αυτών των ιδιαίτερων εκδηλώσεων περιέλαβε εξ αρχής μεγάλο αριθμό συνθέσεων των ιδίων των ερμηνευτών, οι οποίοι, προβάλλοντας στα κομμάτια αυτά μια πληθώρα εξαιρετικά απαιτητικών τεχνικών προδιαγραφών, επιτύγχαναν την πρόκληση θαυμασμού εκ μέρους του ακροατηρίου και αποκτούσαν τεράστια φήμη, την οποία κατόπιν εξαργύρωναν στο πλαίσιο μιας ολοένα και πιο έντονα εμπορευματοποιημένης σχέσης του “μουσικού αστέρα” με το κοινό.

Αρχετυπική φιγούρα ενός τέτοιου είδους δεξιοτέχνη αποτέλεσε ο ιταλός βιολονίστας Niccolò Paganini, οι περιοδείες του οποίου κατ’ αρχάς στον ιταλικό χώρο και έπειτα στην Αυστρία, την Γερμανία, την Γαλλία και την Μεγάλη Βρετανία υπήρξαν τόσο επιτυχείς, ώστε να δημιουργηθεί γύρω από το όνομά του ένας προσωπικός μύθος, ανάλογος του πιανίστα Liszt λίγο αργότερα. Ως συνθέτης υπήρξε αρκετά παραγωγικός, με ευάριθμα έργα για βιολί και συνοδεία ορχήστρας (6 κοντσέρτα, μεταξύ άλλων), βιολί και πιάνο, βιολί και κιθάρα, σόλο βιολί κ.ά.

Τα 24 καπρίτσια για σόλο βιολί, σύνθεση του 1805 περίπου, τα οποία δημοσιεύθηκαν ως opus 1 μόλις το 1820, αποτελούν επιτομή των τεχνικών απαιτήσεων που προέβαλε ο Paganini στο παίξιμό του, όπου και αν εμφανιζόταν. Στο πρώτο από αυτά (Andante σε Μι-μείζονα) η συνεχής ανιούσα και κατιούσα κίνηση τριακοστών-δευτέρων σε πολύ ευρεία τονική έκταση παραχωρεί ενίοτε την θέση της σε τρίφωνες συγχορδίες και περάσματα με παράλληλες τρίτες. Αν η ελευθερία της δομής του πρώτου κομματιού ταιριάζει στον εν γένει εισαγωγικό του χαρακτήρα στο πλαίσιο της συλλογής, το τέταρτο καπρίτσιο (Maestoso σε ντο-ελάσσονα) αποδεικνύει ότι η δεξιοτεχνία μπορεί σε ορισμένες ευτυχείς περιπτώσεις να συνδυαστεί και με δεσμευτικότερες μορφές, όπως η διμερής “προκλασσική” σονάτα: στην πρώτη ενότητα εκτίθενται κατά σειράν ένα κύριο θέμα ελεγειακού χαρακτήρος, μια περισσότερο αποφασιστική μεταβατική περίοδος, ένα ακόμη πιο ενεργητικό πλάγιο θέμα στην σχετική Μι-ύφεση-μείζονα, καθώς και μια εμφανώς πολυφωνική κατακλείδα· ακολούθως, η δεύτερη ενότητα περιλαμβάνει την επεξεργασία του πολυφωνικού αυτού υλικού αλλά και του κυρίου θέματος, καθώς επίσης την επανέκθεση στην ντο-ελάσσονα μόνο του πλαγίου θέματος και της κατακλείδας. Ένα απλό ρόντο, του τύπου Α Β Α Γ Α, αποτελεί την βάση του κομματιού αρ. 9 (Allegretto σε Μι-μείζονα). Στην επωδό διακρίνονται δύο εκφραστικά επίπεδα, το πρώτο σε υψηλή περιοχή που μιμείται το φλάουτο, ενώ το δεύτερο σε χαμηλή περιοχή που μιμείται το κυνηγετικό κόρνο. Η κίνηση κατά τρίτες παράλληλες δίνει την θέση της στο πρώτο μεν επεισόδιο σε τρίφωνες συγχορδίες, στο δε δεύτερο σε γρήγορα περάσματα σε μεγάλη έκταση και τεράστια άλματα· στην τελευταία εμφάνιση της επωδού, εξ άλλου, οι μιμήσεις φλάουτου μπορούν εναλλακτικά να εκτελεσθούν ως αρμονικοί. Στο καπρίτσιο αρ. 14 (Moderato σε Μι-ύφεση-μείζονα) κυριαρχούν τρίφωνες (έως και τετράφωνες) επαναλαμβανόμενες συγχορδίες σε ρυθμό εμβατηρίου. Ενδιαφέρον επίσης παρουσιάζει ο συνδυασμός στοιχείων από τις δύο πρώτες αντιθετικές μεταξύ τους ενότητες στην τελευταία. Το αμέσως επόμενο καπρίτσιο (αρ. 15, Posato σε μι-ελάσσονα) είναι ένα τριμερές κομμάτι γεμάτο λυρισμό. Η ένδειξη αναφέρεται στην τεχνική της κινήσεως του αριστερού χεριού πάνω στην ταστιέρα που έχει ως αποτέλεσμα ένα πολύ legato παίξιμο της μελωδίας που διπλασιάζεται στην οκτάβα. Στην συνέχεια, η ίδια μελωδία εμφανίζεται παρηλλαγμένη σε ροή τριακοστών-δευτέρων, ενώ στο μεσαίο αντιθετικό τμήμα λαμβάνουν χώραν ταχύτατα περάσματα και ξαφνικές αλλαγές θέσεως σε μεγάλες αποστάσεις. Το 24ο και τελευταίο καπρίτσιο (Tema: Quasi presto σε λα-ελάσσονα) αποτελείται από ένα δημοφιλέστατο διμερές θέμα (το οποίο αξιοποίησαν κατόπιν πολλοί άλλοι συνθέτες, μεταξύ των οποίων οι Liszt, Brahms, Ραχμάνινωφ, Lutosławski) και 11 παραλλαγές, στις οποίες επιδεικνύεται το απόθεμα της τεχνικής δεξιότητος του Paganini: αρπεζοειδείς συγχορδίες, legato δέκατα-έκτα, μελωδική κίνηση σε παράλληλες οκτάβες, χρωματικά περάσματα, γρήγορες αλλαγές θέσεων, τρίτες και δέκατες παράλληλες, τρίηχα δεκάτων-έκτων με αλλαγές ηχητικών επιπέδων, τρίφωνες συγχορδίες, εναλλαγή pizzicato και φθόγγων παιγμένων με το δοξάρι, παίξιμο στην πολύ υψηλή ηχητική περιοχή του οργάνου, αντιπαράθεση αλμάτων με δεξιοτεχνικά περάσματα· μια σύντομη κατακλείδα, που έρχεται ως προέκταση της τελευταίας παραλλαγής, οδηγεί τελικά στο απόγειο της υπερβατικής βιολιστικής ερμηνείας.

25.03.2002


© Ιωάννης Φούλιας