Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Johann Pachelbel (1653-1706): Χορική παρτίτα “Was Gott tut, das ist wohlgetan”

Η καθοριστική συμβολή του Johann Pachelbel στην σύσταση και την ανάπτυξη του είδους της χορικής παρτίτας, δηλαδή του συνδυασμού της έντεχνης επεξεργασίας μελών του λουθηρανικού δόγματος με την μορφή των παραλλαγών, τεκμηριώνεται επαρκώς στα επτά ή οκτώ έργα του είδους αυτού που οφείλουν την δημιουργία τους στον σπουδαίο αυτόν εκπρόσωπο της μουσικής για πληκτροφόρα του ύστερου 17ου αιώνος. Στην προκειμένη περίπτωση, το πεντάστροφο χορικό άσμα του Severus Gastorius Was Gott tut, das ist wohlgetan” («Ό,τι ο Θεός πράττει, καλώς έχει ποιηθεί») παρουσιάζεται από τον Pachelbel αρχικά σε απλή τετράφωνη εναρμόνιση, προκειμένου στην συνέχεια να χρησιμεύσει ως θέμα για εννέα παραλλαγές.

      Η πρώτη παραλλαγή διατηρεί μεν την χορική μελωδία στην υψηλότερη φωνή, αλλά συγχρόνως προβάλλει ιδιαίτερα μιαν έμμονη βηματική φιγούρα δεκάτων-έκτων που παρουσιάζεται εκ περιτροπής σε μία από τις τέσσερεις διαθέσιμες φωνές. Τουναντίον, στην δεύτερη παραλλαγή η ροή δεκάτων-έκτων παραλλάσσει σταθερά μόνο την βασική μελωδική γραμμή, καθιστώντας έτσι τον ρόλο των δύο χαμηλότερων φωνών εμφανώς υποδεέστερο. Η τρίτη παραλλαγή συνιστά έναν – ούτως ειπείν – “αντικατοπτρισμό” της προηγούμενης, στον βαθμό που η ακατάπαυστη ρυθμική ροή ενεργοποιείται τώρα στην γραμμή του μπάσσου, κάτω από την αυτούσια μελωδική παράθεση του χορικού καθώς και από μια δεύτερη, σχεδόν εξίσου λιτή συνοδευτική φωνή. Τρίφωνη είναι και η τέταρτη παραλλαγή, μόνο που σε αυτήν τίθεται πλέον στο επίκεντρο το στοιχείο της αρμονικής επιτήδευσης, χάρη στην χρωματική κίνηση που ενσωματώνεται άλλοτε στην βασική μελωδική γραμμή και άλλοτε σε κάποια από τις δύο χαμηλότερες. Την αντιστικτική ύφανση αυτής της πολύ ενδιαφέρουσας και κάπως εκκεντρικής παραλλαγής διαδέχεται άμεσα η ομοφωνικά συγκροτημένη πέμπτη παραλλαγή, η οποία διέπεται από την διαλογική εναλλαγή γρήγορων δεξιοτεχνικών περασμάτων στις δύο εξωτερικές φωνές υπό την συνοδεία αμιγώς συγχορδιακών σχηματισμών.

Η έκτη παραλλαγή είναι η μοναδική για την οποία προβλέπεται χρήση των ποδοπλήκτρων (τα οποία ως επί το πλείστον αξιοποιούνται με φειδώ στο νοτιογερμανικό μπαροκικό ρεπερτόριο του οργάνου): σε αυτά παρατίθεται το χορικό μέλος εν είδει cantus firmus, παρέχοντας έτσι την ελευθερία στις δύο εξωτερικές φωνές που εκτελούνται στα μανουάλια να αναπτύξουν έναν μιμητικό διάλογο επί τη βάσει ευέλικτων μελωδικών φιγούρων. Πολύ εντυπωσιακή, από εκεί και ύστερα, είναι η έβδομη παραλλαγή, η οποία “αναλύει” το μέλος σε μιαν ακολουθία ταχύτατων αρπισμών (που παραπέμπουν πρωτίστως σε τεχνικές του βιολιού) με την αποκλειστική υποστήριξη ενός απέριττου βασίμου. Η τετράφωνη όγδοη παραλλαγή, εν συνεχεία, διαθέτει τον δικό της ιδιαίτερο χαρακτήρα, καθ’ ότι παραλλάσσει το χορικό προσδίδοντάς του τα τυπικά γνωρίσματα μιας gigue: τον ζωηρό χορευτικό παλμό σε μέτρο 12/8, την μιμητική είσοδο των φωνών αλλά και την διατήρηση της αντιστικτικής υφής μέχρι τέλους. Έντονη υφολογική διαφοροποίηση επέρχεται έπειτα και κατά την εμφάνιση της δίφωνης ένατης παραλλαγής, με την ρευστοποίηση του χορικού μέλους σε δέκατα-έκτα στο δεξί χέρι και την παράλληλη αντιστικτική συνοδεία του στο αριστερό χέρι. Είναι βέβαια προφανές ότι η “σπουδή” αυτή δεν είναι και τόσο κατάλληλη για την περάτωση του συνολικού έργου· ως εκ τούτου, η da capo επανάληψη του θέματος θεωρείται εν προκειμένω αυτονόητη για την κυκλική ολοκλήρωση της πολύπτυχης αυτής χορικής παρτίτας.

02.02.2008


© Ιωάννης Φούλιας