Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Johann
Pachelbel (1653-1706): Χορική παρτίτα “Ach, was soll ich Sünder machen”
Ο Pachelbel είναι ένας από τους κύριους εκπροσώπους του γερμανικού νότου όσον αφορά στην μουσική για πληκτροφόρα του μπαρόκ. Η συμβολή του στην εξέλιξη διαφόρων τύπων παραλλαγών υπήρξε πολύ σημαντική, γι’ αυτό και αρκετές σακόν του καθώς και η περίφημη συλλογή Hexachordum Apollinis (του 1699) εντάσσονται ακόμη και σήμερα στο βασικό ρεπερτόριο ενός οργανίστα είτε τσεμπαλίστα· παραδόξως όμως, οι 7 ή 8 χορικές παρτίτες που αποδίδονται στον ίδιο (τέσσερεις από αυτές είναι γραμμένες έως το 1683, ενώ για τις υπόλοιπες δεν υφίσταται τεκμηριωμένη χρονολόγηση) παραμένουν ελάχιστα γνωστές στις μέρες μας.
Το είδος της χορικής παρτίτας καλλιεργήθηκε αποκλειστικά στο πλαίσιο της μουσικής για όργανο στον γερμανικό χώρο, αφού ως θέμα παραλλαγών λαμβάνεται στην παρούσα περίπτωση μια μελωδία χορικού της λουθηρανικής εκκλησίας. Έτσι, στο συγκεκριμένο έργο του Pachelbel το εξάστροφο χορικό Αχ, τί να κάνω εγώ ο αμαρτωλός παρουσιάζεται αρχικά σε απλή τετράφωνη εναρμόνιση και στην συνέχεια ακολουθείται από έξι, τρίφωνες ως επί το πλείστον, παραλλαγές. Στην πρώτη, η μελωδία του χορικού εμφανίζεται στην ψηλότερη φωνή, παρηλλαγμένη με ρυθμικές φιγούρες που αναπτύσσονται μιμητικά και στις δύο χαμηλότερες φωνές· παράλληλα, η εναρμόνιση εμπλουτίζεται κατά τι. Αυτός ο ισορροπημένος ρόλος μεταξύ των τριών φωνών ανατρέπεται στην δεύτερη παραλλαγή, όπου το χορικό παραλλάσσεται στην άνω φωνή σε συνεχή κίνηση δεκάτων-έκτων, ενώ οι δύο χαμηλότερες φωνές περιορίζονται σε συνοδευτικό ρόλο. Πολύ εντυπωσιακή είναι η τρίτη παραλλαγή, με εναλλαγές μιμητικής και ομοφωνικής γραφής, γρήγορα περάσματα και ένα επανερχόμενο χαρακτηριστικό ρυθμικό μοτίβο· η ίδια η μελωδία του χορικού εξακολουθεί να βρίσκεται στην άνω φωνή, αλλά τροποποιείται άλλοτε ελάχιστα και άλλοτε σε σημαντικό βαθμό. Η τέταρτη παραλλαγή δίνει την εντύπωση ενός αντικατοπτρισμού της δεύτερης, καθώς εδώ είναι η γραμμή του μπάσσου εκείνη που κινείται γρηγορότερα από τις υπόλοιπες, με ροή δεκάτων-έκτων, ενώ η μελωδία του χορικού παρουσιάζεται αναλλοίωτη στην ψηλότερη φωνή. Παρόμοια είναι η υφή και της πέμπτης παραλλαγής, μόνο που σε αυτήν μεταβάλλεται το μέτρο (σε 12/8 από 4/4) και η χαμηλότερη φωνή επενδύεται με ένα χαρακτηριστικό ρυθμικό μοτίβο· κατ’ εξαίρεσιν, εξ άλλου, στην τρίτη φράση παρουσιάζονται δύο μόνο φωνές και η μελωδία του χορικού κρύβεται μέσα σε μια σειρά αρπισμάτων. Η τελευταία παραλλαγή διακρίνεται από τις προηγούμενες, αφού είναι η μόνη που προβλέπει την χρήση και των ποδόπληκτρων: καθώς λοιπόν η μελωδία του χορικού εκτελείται με τα πόδια, στα χέρια παρουσιάζονται είτε δύο φωνές με πρωτίστως παράλληλη κίνηση δεκάτων-έκτων (στις φράσεις 1-3 και 5) είτε τρίηχα δεκάτων-έκτων και όγδοα (στις φράσεις 4 και 6), πράγμα που αφ’ ενός μεν επιταχύνει τον ρυθμό, παράλληλα όμως συνεπιφέρει και μια κάποια υφολογική απλούστευση.
31.03.2003
© Ιωάννης Φούλιας