Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Σόλων Μιχαηλίδης (1905-1979): Βυζαντινό αφιέρωμα, για ορχήστρα εγχόρδων & Αρχαϊκή σουΐτα, για φλάουτο, όμποε, άρπα και ορχήστρα εγχόρδων

Έπειτα από πολυετείς σπουδές στο Λονδίνο και το Παρίσι, ο Κύπριος Σόλων Μιχαηλίδης ανέπτυξε την έντονη και πολύπτυχη μουσική του δραστηριότητα στην Λεμεσό (1934-1956) και την Θεσσαλονίκη (1956-1979) ως συνθέτης, αρχιμουσικός, παιδαγωγός, θεωρητικός και μουσικολόγος, δίνοντας έμφαση στην μελέτη τόσο της σύγχρονης όσο και της αρχαίας ελληνικής μουσικής, που τον γοήτευε ιδιαίτερα. Απτό δείγμα της λιτής συνθετικής του γραφής αποτελεί το Βυζαντινό αφιέρωμα, ένα σύντομο έργο για ορχήστρα εγχόρδων που γράφηκε το 1944 στην Λεμεσό. Παρά την απουσία άμεσων αναφορών στην βυζαντινή μουσική παράδοση, ο (συγκρατημένος) μελισματικός εμπλουτισμός, τα τροπικά πτωτικά σχήματα αλλά και το γενικότερο ύφος των δύο βασικών θεματικών ιδεών του εν λόγω κομματιού παραπέμπουν – έστω και αμυδρά – σε κατανυκτικά βυζαντινά μέλη. Επιπλέον, η σολιστική παρουσίαση της δεύτερης ιδέας (από ένα βιολί) υποβάλλει – σε συσχετισμό και με την αμιγώς “ορχηστρική” πρώτη – την ακουστική εντύπωση της απαγγελίας ενός μονωδού που αντιπαρατίθεται προς τον υπόλοιπο χορό ψαλτών και συνοδεύεται από ένα σύνολο “ισοκρατών”. Από εκεί και ύστερα, βέβαια, η δεύτερη αυτή ιδέα αναπτύσσεται περαιτέρω με πολυφωνικότερη ύφανση και εναλλάσσεται με βραχύτερες αναδρομές στην πρώτη ιδέα, η οποία – απεναντίας – διατηρεί μέχρι τέλους τον ομοφωνικό της χαρακτήρα.

Η Αρχαϊκή σουΐτα, για φλάουτο, όμποε, άρπα και ορχήστρα εγχόρδων, συνετέθη δέκα χρόνια αργότερα, το 1954, και πάλι στην Λεμεσό, ενώ η πρώτη της εκτέλεση έλαβε χώραν τον αμέσως επόμενο χρόνο στην Αθήνα, υπό την διεύθυνση του Αντίοχου Ευαγγελάτου. Η διατονική τροπικότητα της γραφής της, αλλά και οι ιδιωματικές της αναφορές στην αρχαία ελληνική μουσική, την καθιστούν ιδιαιτέρως αντιπροσωπευτική του συνθετικού ύφους του Μιχαηλίδη. Το αργό πρώτο μέρος (Lento) επιγράφεται ως “Απλή προσφορά” και επιχειρεί με τα απέριττα μελωδικά και αρμονικά μέσα του βασικού θεματικού του στοιχείου να αναπαραστήσει μια τελετουργία που χάνεται στην αχλή της ιστορίας. Από την πλευρά τους, τα τρία σολιστικά όργανα – συμβολικοί εκπρόσωποι ισάριθμων οργάνων της αρχαιότητος, ήτοι του αυλού (όμποε), της λύρας (άρπα) και της σύριγγος (φλάουτο) – εισάγουν και εξυφαίνουν ελεύθερα μια δεύτερη μελωδική ιδέα, την οποία τα έγχορδα αναπτύσσουν αργότερα και μιμητικά, πριν την καταληκτική επαναφορά της ομοφωνικής τους αφετηρίας. Το επόμενο μέρος της σουΐτας (Allegro) αφιερώνεται στην μούσα του χορού, την Τερψιχόρη, γι’ αυτό και ο χορευτικός παλμός και η ανέμελη διάθεση κυριαρχούν εδώ απόλυτα, ενόσω τα ευέλικτα περάσματα των σολιστικών οργάνων εναλλάσσονται με τις συχνές παρεμβάσεις των εγχόρδων της ορχήστρας. Στο τρίτο μέρος (Lento) “μεταφερόμαστε” στο ανάκτορο του μυθικού βασιλιά των Φαιάκων Αλκίνοου, όπου ο τυφλός ραψωδός Δημόδοκος κρούει την λύρα του (άρπα), συνοδεύοντας με αυτήν το ελεγειακό του τραγούδι (μια μελωδία του όμποε). Ακολούθως, τα έγχορδα περνούν στο προσκήνιο και η σολιστική γραμμή ενός βιολιού αναδύεται με τον βαθύτατο λυρισμό της, διακόπτοντας προς στιγμήν την αρχική “λυρωδία”, η οποία πάντως αποκαθίσταται στην συνέχεια και μάλιστα προσλαμβάνει μεγαλύτερη ενεργητικότητα και ρευστότητα μέχρι την δεύτερη παρεμβολή των εγχόρδων, που με την σειρά της οδηγεί σε μιαν ήρεμη καταληκτική μελωδική εξύφανση του όμποε. Και το τελευταίο μέρος (Allegro poco moderato) εμπνέεται από τον ομηρικό κόσμο, καθ’ ότι αναφέρεται στον Οδυσσέα. Από την χαρωπή και εξωστρεφή εναρκτήρια μελωδία που εκτίθεται μιμητικά στο μέρος των εγχόρδων σε ζωηρό χορευτικό ρυθμό 12/8, μπορεί κανείς να συμπεράνει ότι ο συνθέτης εστιάζει εν προκειμένω στην επιστροφή και την αποκατάσταση του ήρωα στην πατρίδα του· και πράγματι, η εντύπωση αυτή εδραιώνεται, όχι μόνον όταν το δεδομένο θεματικό υλικό αρχίζει να παραλλάσσεται από τους σολίστες και το υπόλοιπο ορχηστρικό σύνολο διατηρώντας στο ακέραιο την ζωτικότητά του, αλλά ακόμη και όταν κατά την περαιτέρω εξύφανσή του η μουσική προοδευτικά καταλαγιάζει, δίχως όμως να απολέσει την ξεχωριστή της ενάργεια μέχρι και την λαμπερή πτωτική της αποπεράτωση.

03.10.2008


© Ιωάννης Φούλιας