Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Felix Mendelssohn-Bartholdy (1809-1847): Οκτέττο
εγχόρδων, σε Μι-ύφεση-μείζονα, opus 20
Αν και τα εκπληκτικά μουσικά χαρίσματα του νεαρού Felix Mendelssohn-Bartholdy είχαν αρχίσει ήδη από την αυγή της δεκαετίας του 1820 να μετουσιώνονται σε μια σειρά αξιόλογων συνθέσεων, το Οκτέττο εγχόρδων που ολοκλήρωσε στις 15 Οκτωβρίου του 1825, σε ηλικία μόλις 16 ετών, θεωρείται δικαίως το πρώτο καθ’ όλα ώριμο έργο του καθώς και ένα από τα πλέον επιτυχημένα της συνολικής του δημιουργίας. Το Οκτέττο εκτελέσθηκε για πρώτη φορά πριν το τέλος του ιδίου χρόνου, σε μιαν από τις ιδιωτικές συναυλίες που διοργανώνονταν τακτικά στην οικογενειακή έπαυλη των Mendelssohn στο Βερολίνο, και αφιερώθηκε στον βιολονίστα Eduard Rietz, έναν στενό αλλά και πρόωρα χαμένο φίλο του συνθέτη. Ιδιαίτερη εντύπωση προκαλεί πάντως το γεγονός ότι ο Mendelssohn έγραψε αυτό το αριστούργημα ελλείψει οιουδήποτε πιθανού ομοειδούς προτύπου, αφού το μοναδικό έργο για τέσσερα βιολιά, δύο βιόλες και δύο βιολοντσέλλα που είχε γνωρίσει κάποια διάδοση μέχρι τότε, ήτοι το πρώτο εκ των τεσσάρων διπλών κουαρτέττων του Louis Spohr (opus 65, του 1823), δεν υπονόμευε σε τέτοιο βαθμό το ύφος της μουσικής δωματίου όπως το Οκτέττο του Mendelssohn, η εμφανώς “ορχηστρική” γραφή του οποίου παραπέμπει εν τέλει περισσότερο στις νεανικές του συμφωνίες για ορχήστρα εγχόρδων (των ετών 1821-1823), τις οποίες και υπερβαίνει από κάθε έποψη.
Στο εκτενές εναρκτήριο μέρος του έργου (Allegro moderato ma con fuoco), το πρώτο βιολί εισάγει με αποφασιστικότητα την πρώτη κύρια θεματική ιδέα στην Μι-ύφεση-μείζονα, η οποία μάλιστα από κοινού με μια δεύτερη – πιο ανήσυχη αλλά και πιο ασταθή αρμονικά – κύρια ιδέα χρησιμεύει λίγο αργότερα και για την διαμόρφωση ενός μεταβατικού τμήματος, το οποίο από θεματικής πλευράς δεν συνιστά παρά ένα παράλλαγμα ολόκληρης της κύριας θεματικής ομάδος. Ωστόσο, τα βασικά μοτίβα των δύο κύριων θεματικών ιδεών δεν απουσιάζουν ούτε και από την πλάγια θεματική περιοχή στην Σι-ύφεση-μείζονα, όπου συνδυάζονται με μια νέα γαλήνια μελωδική έμπνευση, έως ότου ένα ιδιαιτέρως ενεργητικό πέρασμα οδηγήσει στην δυναμική κατακλείδα της εκθέσεως και σε περαιτέρω ανακλήσεις του αρχικού μοτίβου από τα τσέλλα. Η σφοδρότητα με την οποίαν ολοκληρώνεται η πρώτη ενότητα της μορφής σονάτας, εντούτοις, διατηρείται και ενισχύεται στο ακόλουθο πρώτο τμήμα της επεξεργασίας, αφού οι αναπτυξιακές αναδρομές στα περιεχόμενα της πρώτης και ιδίως της δεύτερης κύριας θεματικής ιδέας δεν αργούν να προσλάβουν πρωτοφανή δραματική ένταση! Τουναντίον, η μετέπειτα αποκλειστική ανάπτυξη της κατ’ εξοχήν πλάγιας θεματικής ιδέας συγκροτεί ένα λυρικότατο δεύτερο τμήμα που φθάνει σε βαθύ τέλμα, προτού ένα διακριτό συνδετικό πέρασμα ανακτήσει σταδιακά όλη την απαραίτητη ρυθμική και δυναμική ενέργεια για την προσέγγιση της επανεκθέσεως. Η τελευταία αυτή ενότητα χαρακτηρίζεται πάντως από δραστικές περικοπές: έτσι, από την κύρια θεματική ομάδα εδώ ανακαλείται μόνον η πρώτη ιδέα και συνδέεται άμεσα με μια συνοπτική ανακατασκευή του υλικού της πλάγιας θεματικής περιοχής στο περιβάλλον της αρχικής τονικότητος, εν αντιθέσει προς τα καταληκτικά περιεχόμενα που επανέρχονται σχεδόν αυτούσια και οδηγούν σε μια coda, στο πλαίσιο της οποίας νέες αναπλάσεις των μοτίβων της δεύτερης και κατόπιν της πρώτης κύριας ιδέας διαμορφώνουν την ύστατη πορεία επίτασης μέχρι την εμφαντική τελική πτώση.
Το ακόλουθο Andante σε ντο-ελάσσονα παρουσιάζει εξαιρετικό δομικό και αρμονικό ενδιαφέρον. Παρά το γεγονός ότι η πρώτη ενότητα του ιδιότυπου τριμερούς μακροδομικού του σχεδιασμού ανοίγει παθητικά από τις βιόλες και τα τσέλλα, η γοργή “απάντηση” των βιολιών, εστιάζοντας απότομα στην ναπολιτάνικη περιοχή της Ρε-ύφεση-μείζονος, προσδίδει απρόσμενο λυρισμό για ικανό χρονικό διάστημα, προτού επικρατήσει ένας μελαγχολικός τόνος κατά την αποκατάσταση αλλά και τις πολλαπλές πτωτικές επικυρώσεις της αρχικής τονικότητος. Η επόμενη ενότητα κάνει ιδιαίτερα αισθητή την είσοδό της αναπτύσσοντας με θυελλώδη ορμή την ήρεμη καταληκτική φιγούρα που προηγήθηκε και εξυφαίνοντάς την κατόπιν περαιτέρω, στο πλαίσιο μιας αλυσιδωτής μετατροπικής πορείας προς την σχετική Μι-ύφεση-μείζονα, η οποία και εδραιώνεται με μιαν ευφάνταστη ανάπλαση επίλεκτων μοτιβικών στοιχείων της πρώτης ενότητος. Έπειτα λοιπόν από μια τέτοιου είδους αναπτυξιακή μεσαία ενότητα, εύλογα αναμένει κανείς και μιαν επαναφορά των εναρκτήριων θεματικών περιεχομένων· όμως ο συνθέτης έχει τελείως διαφορετικά σχέδια και μας εντυπωσιάζει σφόδρα με την πρωτότυπη επιλογή του να αντιμετωπίσει την τρίτη μακροδομική ενότητα ως παράλλαγμα όχι της πρώτης αλλά της δεύτερης, φροντίζοντας μάλιστα να επιστεγάσει την πληθωρικότερη αναπτυξιακή πορεία του πρώτου της σκέλους με μιαν ελάχιστα τροποποιημένη μεταφορά στην ντο-ελάσσονα του τμήματος εκείνου που νωρίτερα είχε παγιωθεί σαφώς στην Μι-ύφεση-μείζονα! Κατά συνέπειαν, η βραχύτατη αναδρομή στην έναρξη του μέρους, που επιχειρείται αμέσως μετά, έχοντας πλέον απολέσει εκ προοιμίου την όποια λειτουργική του σημασία, επισφραγίζει απλά εν είδει coda την αναπάντεχη συνολική εξέλιξη του αργού αυτού μέρους με ένα στοχαστικό κλείσιμο.
Το τρίτο μέρος του Οκτέττου, ένα αιθέριο Scherzo (Allegro leggierissimo) στην σολ-ελάσσονα, συνιστά ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα δείγματα γραφής του Mendelssohn και δεν είναι διόλου τυχαίο το γεγονός ότι οι σύγχρονοί του αναζήτησαν την (εξωμουσική) έμπνευσή του στον κόσμο των ξωτικών του “Ονείρου της νύχτας της Βαλπούργης” από το πρώτο μέρος του Φάουστ του Goethe, ούτε επίσης το ότι ο ίδιος ο συνθέτης το επανενορχήστρωσε (προσθέτοντας πνευστά και κρουστά) και το χρησιμοποίησε αντί του μενουέττου στην Πρώτη συμφωνία του (opus 11), όταν την παρουσίασε το 1829 στο Λονδίνο. Πρόκειται για μιαν αμιγή μορφή σονάτας, δίχως εμβόλιμο τρίο, μέσα από την αδιάλειπτη και σιγαλόφωνη ρυθμική ροή της οποίας αναδύεται ένας περιορισμένος αριθμός σπινθηροβόλων μοτιβικών ιδεών, που αρχικά παρουσιάζονται με αρκετή ελευθερία στο πλαίσιο μιας “εκθέσεως τριών τονικοτήτων” (με κατεύθυνση από την σολ-ελάσσονα προς την Σι-ύφεση-μείζονα και από εκεί στην Ρε-μείζονα), έπειτα αναπτύσσονται διεξοδικά, προβάλλοντας ιδιαίτερα και την εγνωσμένη αντιστικτική δεινότητα του δημιουργού, και τελικά επανεκτίθενται – τροποποιημένες κατά το μάλλον ή ήττον – στην σολ-ελάσσονα, την Μι-ύφεση-μείζονα και την Σολ-μείζονα, προτού μια σκιώδης καταληκτική προέκταση επαναφέρει στο προσκήνιο την αρχική ελάσσονα τονικότητα.
Το τελικό Presto σε Μι-ύφεση-μείζονα ολοκληρώνει κατά τρόπον αξιοθαύμαστο το έργο, ενσωματώνοντας σε μιαν ήδη σύνθετη μορφή σονάτας-ρόντο περίτεχνα αντιστικτικά μέσα. Το εντυπωσιακό οκτάφωνο φουγκάτο, με το οποίο ανοίγει ορμητικά η κύρια θεματική περιοχή, αλλά και οι ακόλουθες δύο μοτιβικές ιδέες, που ουσιαστικά επικυρώνουν με άκρατο ενθουσιασμό την προηγούμενη κλιμάκωση, αποτελούν τα βασικά συστατικά μιας “μονοθεματικής” και σχεδόν ακατάπαυστα ζωηρής εκθέσεως, στον βαθμό που ευφάνταστες εξυφάνσεις και παραλλάγματα των ιδίων συνδιαμορφώνουν από εκεί και ύστερα όχι μόνο την μετάβαση αλλά και ολόκληρη την πλάγια και καταληκτική θεματική περιοχή στην Σι-ύφεση-μείζονα. Η συνοπτική πρώτη επαναφορά του “κυρίου θέματος” στην αρχική τονικότητα χρησιμεύει κατόπιν περισσότερο ως έναυσμα για την εξαντλητική αντιστικτική αλλά και ομοφωνική δραματική ανάπτυξη των δύο πρώτων εκ των τριών βασικών μοτιβικών στοιχείων, η οποία εμπλουτίζεται αναπάντεχα με αναδρομές ακόμη και στην επικεφαλής ιδέα του Scherzo, προτού η τρίτη βασική ιδέα του Presto οδηγήσει με αποφασιστικότητα στην επανέκθεση του μέρους. Όμως η τελευταία αυτή ενότητα θυμίζει πλέον περισσότερο την επιβλητική κατάληξη μιας φούγκας, δεδομένης της ελευθερίας με την οποίαν οι τρεις βασικές ιδέες μετασχηματίζονται εν προκειμένω πάνω από έναν εκτενή ισοκράτη επί της δεσπόζουσας και εξυφαίνονται περαιτέρω κατά την πανηγυρική οριστική αποκατάσταση της Μι-ύφεση-μείζονος.
18.10.2008
© Ιωάννης Φούλιας