Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Bohuslav Martinů (1890-1959): Σεξτέττο εγχόρδων, H. 224

Για τον τσέχο συνθέτη Bohuslav Martinů, η περίοδος που έζησε και εργάσθηκε στο Παρίσι (από το 1923 έως το 1940) υπήρξε ιδιαίτερα παραγωγική αλλά και αποφασιστικής σημασίας για την διεθνή του αναγνώριση ως δημιουργού. Ένα από τα πλέον επιτυχημένα έργα αυτής της περιόδου είναι το Σεξτέττο εγχόρδων του, για δύο βιολιά, δύο βιόλες και δύο τσέλλα, H. 224, το οποίο γράφηκε σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα, από τις 20 μέχρι τις 27 Μαΐου του 1932, έπειτα από προτροπή φίλων του συνθέτη, προκειμένου να διεκδικήσει το “Μετάλλιο Elizabeth Sprague Coolidge για διακεκριμένες υπηρεσίες στην μουσική δωματίου”. Η είδηση, πάντως, ότι το έργο του κέρδισε το πρώτο βραβείο του σχετικού διαγωνισμού σε σύνολο 145 υποψηφιοτήτων εξελήφθη αρχικά από τον ίδιο τον Martinů ως φάρσα εκ μέρους των οικείων του, με αποτέλεσμα ακόμη και το χρηματικό έπαθλο ύψους χιλίων δολαρίων, που του είχε εν τω μεταξύ αποσταλεί από την Αμερική, να παραμείνει στα αζήτητα για αρκετές εβδομάδες! Η πρώτη εκτέλεση του Σεξτέττου πραγματοποιήθηκε στην Ουάσινγκτον των Η.Π.Α. στις 25 Απριλίου 1933 από το Σεξτέττο Kroll, ενώ η παρτιτούρα του έργου εκδόθηκε πολύ αργότερα, το 1947, περιλαμβάνοντας και μια προαιρετική πάρτα για κοντραμπάσσο· παρ’ όλα αυτά, η εναλλακτική αυτή εκδοχή του Σεξτέττου για ορχήστρα εγχόρδων ακούσθηκε για πρώτη φορά μόλις τον Οκτώβριο του 1959, δύο περίπου μήνες μετά τον θάνατο του συνθέτη.

Το Σεξτέττο εγχόρδων είναι αντιπροσωπευτικό του ώριμου νεοκλασσικού ύφους του Martinů: είναι γραμμένο σε τονικό – αλλά μη λειτουργικό – ιδίωμα, μεταχειρίζεται έναν πυκνό ιστό σύντομων εκφραστικών και εναλλασσόμενων μοτίβων, ενώ παράλληλα διέπεται από μακροδομική ισορροπία και συμμετρία, όπως φανερώνει η συνεπής διαδοχή αργών και γρήγορων ενοτήτων στην συνολική ακολουθία των τριών μερών του. Τα δύο πρώτα στάδια αυτής της εξέλιξης εμπεριέχονται στο πρώτο μέρος, το οποίο ανοίγει με ένα αργό εισαγωγικό τμήμα (Lento) και συνεχίζεται με ένα Allegro poco moderato σε μορφή σονάτας. Η εισαγωγή χαρακτηρίζεται από κάπως μελαγχολική διάθεση και ιδιαίτερη υφολογική πυκνότητα, καθώς ένα ανιόν μοτίβο διέρχεται από το σύνολο των διαθέσιμων φωνών, έως ότου καταλήξει σε μια πλατιά κατιούσα μελωδική γραμμή. Τουναντίον, το χαρωπό κύριο θέμα της μορφής σονάτας επιβάλλει εξ αρχής τον ζωηρό ρυθμικό παλμό του, ο οποίος, ακόμη και αν καταλαγιάζει για λίγο στην μελωδικά προσανατολισμένη έναρξη της μεταβάσεως, δεν αργεί ωστόσο να αναζωπυρωθεί κατά την ακόλουθη διεξοδική ανάπτυξη του κυρίου θεματικού υλικού και να οδηγήσει στην φολκλορική διατονική μελωδία του πλαγίου θέματος καθώς και στην απλή και ανάλαφρη κατακλείδα της εκθέσεως. Η ενότητα της επεξεργασίας ξεκινά κατόπιν την πορεία της με μυστηριώδη περάσματα και ευέλικτες φιγούρες, που παράγονται από το κύριο θέμα και προοδευτικά εναλλάσσονται με σαφέστερες μοτιβικές αναφορές σε αυτό, ενόσω μάλιστα σε υφολογικό επίπεδο δημιουργούνται έντονες αντιπαραθέσεις μεταξύ αντιστικτικών και ομοφωνικών τμημάτων. Στην συνοπτική επανέκθεση, τέλος, το κύριο θέμα επανέρχεται μεν στην ολότητά του, αλλά ακολουθείται μόνον από τα καταληκτικά στοιχεία της εκθέσεως καθώς και από μια γαλήνια – όσο και βραχύτατη – προέκταση.

Το δεύτερο μέρος ενσωματώνει εν είδει “τριπτύχου” χαρακτηριστικά αργού μέρους και scherzo. Το Andantino, κατ’ αρχάς, εκθέτει το ήρεμο λυρικό θέμα του (δανειζόμενο το βασικό του μοτίβο από την αργή εισαγωγή του προηγούμενου μέρους) σε πολυφωνική ύφανση και το εξελίσσει κατά τις προδιαγραφές μιας τυπικής τριμερούς δομής με εκτενή κατακλείδα, η οποία, από την πλευρά της, παρουσιάζεται πιο ομοφωνική και δυναμική, παραπέμποντας προσέτι στην ύστατη καταληκτική φιγούρα του πρώτου μέρους. Η επόμενη ενότητα (Allegretto scherzando), αντιθέτως, συνιστά ένα σύντομο και σκιώδες scherzo, το οποίο όμως χάνει σταδιακά την ζωτική του ενέργεια και τελικά εξανεμίζεται, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο σε μιαν αναδομημένη επαναφορά των περιεχομένων της πρώτης ενότητος (Tempo I), στο πλαίσιο της οποίας το τρίτο δομικό τμήμα του Andantino και η κατακλείδα προηγούνται μιας συνοπτικής αναδρομής στο δεύτερο τμήμα αλλά και ενός πολύ ήσυχου επιπρόσθετου κλεισίματος.

Με το τελικό Allegretto poco moderato σε μεικτή μορφή σονάτας-ρόντο, εντούτοις, ο συνθέτης αποκαθιστά πλέον οριστικά την ενεργητικότητα των γοργών ενοτήτων του όλου έργου, χάρη σε ένα ανήσυχο αλλά χαμηλόφωνο κύριο θέμα, εν πρώτοις, το οποίο διαδέχεται ένα φωτεινό και εκδηλωτικό πλάγιο θέμα φολκλορικού χαρακτήρος (συγγενές προς το αντίστοιχο του πρώτου μέρους). Η μετέπειτα επαναφορά του κυρίου θέματος υποβάλλει γρήγορα το δεδομένο μοτιβικό υλικό σε ελεύθερη ανάπτυξη, προλειαίνοντας ουσιαστικά το έδαφος για την κεντρική μακροδομική ενότητα του μέρους, όπου μια νέα, στατική και μυστηριώδης αρμονική εξέλιξη οδηγεί σε σπινθηροβόλα περάσματα και εξωστρεφείς μελωδικές εξυφάνσεις, πριν από την περαιτέρω αντιφωνική ανάπτυξη του κυρίου θεματικού υλικού αλλά και μιαν εντυπωσιακή μελωδική ανάπλαση του πλαγίου θέματος. Τέλος, η επανέκθεση αμφοτέρων των βασικών θεματικών ιδεών είναι αυτούσια, ενώ στην coda που ακολουθεί τα εναρκτήρια “συμβάντα” της επεξεργασίας ανακαλούνται και επιστεγάζονται με νέες υπομνήσεις του πλαγίου θέματος και ζωηρές καταληκτικές χειρονομίες.

18.10.2008


© Ιωάννης Φούλιας