Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Νικόλαος Χαλικιόπουλος-Μάντζαρος (1795-1872): Δύο άριες συναυλίας (“Come augellin che canta” και “Bella speme lusinghiera”)

Τα πρώτα σωζόμενα έργα του γενάρχη της Επτανησιακής Μουσικής Σχολής, Νικολάου Χαλικιοπούλου-Μαντζάρου – ήτοι η μονόπρακτη κωμική όπερα Don Crepuscolo αλλά και τρεις άριες που προορίζονταν για συναυλιακή χρήση – χρονολογούνται ήδη από το 1815 και είναι μεγάλης ιστορικής σημασίας για πολλούς λόγους: συνιστούν τα παλαιότερα δείγματα γραφής έλληνα συνθέτη στα μουσικά είδη της όπερας και της συναυλιακής άριας, αποκαλύπτουν την χαρισματική μουσική φύση του νεαρού Μαντζάρου, όντας γραμμένα αρκετά χρόνια πριν τις συστηματικές μουσικές του σπουδές στην Ιταλία, ενώ παράλληλα παρέχουν μιαν ενδιαφέρουσα μαρτυρία και για το ύφος της μουσικής που ακουγόταν γενικότερα στο περίφημο θέατρο San Giacomo της Κέρκυρας στις αρχές του 19ου αιώνος.

Η άρια για σοπράνο “Come augellin che canta” («Σαν το πουλάκι που τραγουδά») βασίζεται σε ποίημα αγνώστου συγγραφέως και επιπλέον δεν έχει αποσαφηνισθεί για ποια καλλιτέχνιδα συνετέθη (τέτοιες άριες συναυλίας γράφονταν την εποχή εκείνη πάντοτε με αφορμή συγκεκριμένα πρόσωπα και περιστάσεις). Πρόκειται για μιαν αργή και λυρική άρια σε ύφος bel canto, η οποία ανοίγει με την βασική μελωδία παιγμένη από ένα σόλο βιολί και μάλιστα σε υψηλή ηχητική περιοχή, σαν μακρινή απομίμηση της φωνής ενός πουλιού. Από τα υπόλοιπα όργανα του μικρού ορχηστρικού συνόλου ξεχωρίζει επίσης το πρώτο κλαρινέττο που αποκρίνεται, τρόπον τινά, σε μία φράση του σολιστικού βιολιού, τόσο στην οργανική εισαγωγή, όσο και στον σύντομο επίλογο της άριας. Στην κατ’ εξοχήν φωνητική ενότητα, εξ άλλου, η φωνή της σοπράνο συνδιαλέγεται ενίοτε με το σολιστικό βιολί, ενώ η μελωδική της γραμμή – που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα χαρακτηριστικά γνωρίσματα – καθίσταται ελαφρώς πιο δεξιοτεχνική σε ένα δεύτερο, καταληκτικό δομικό τμήμα.

      Το ρετσιτατίβο και άρια συναυλίας για τενόρο “Bella speme lusinghiera («Όμορφη, γλυκιά ελπίδα») συνιστά επίσης μελοποίηση κειμένου αγνώστου ποιητή, αλλά τουλάχιστον γνωρίζουμε ότι γράφηκε για τις ανάγκες μιας “ευεργετικής” συναυλίας του ιταλού τραγουδιστή Raffaele Recupito που δόθηκε στα μέσα του 1815 στο θέατρο San Giacomo. Ο εναρκτήριος παρεστιγμένος ρυθμός των οργάνων της ορχήστρας συνοδεύει και την μετέπειτα είσοδο της φωνής του τενόρου, σε ένα ρετσιτατίβο, ο χαρακτήρας του οποίου γίνεται ολοένα πιο δραματικός και ταραγμένος, για να ολοκληρωθεί τελικά κατά τρόπον ιδιαίτερα έντονο και παθητικό. Ωστόσο, η διάθεση μεταβάλλεται άρδην στην έναρξη της άριας, όπου ένα αγγλικό κόρνο (όργανο που σπανίως χρησιμοποιείτο τότε) εκθέτει σολιστικά την εκφραστική κεντρική μελωδική ιδέα του αργού πρώτου τμήματος, προτού η ίδια εξελιχθεί με απλότητα στο φωνητικό μέρος και φθάσει σε μιαν ήσυχη κατάληξη, την οποία μάλιστα διαδέχεται μια πλήρης επαναφορά του ορχηστρικού “προοιμίου”. Κατά το πρότυπο πολλών ιταλικών αριών της εποχής, προσέτι, η άρια ολοκληρώνεται με ένα γρήγορο και πολύ ενεργητικό δεύτερο δομικό τμήμα, το οποίο διέπεται από ζωηρές – σχεδόν μοτσάρτιες, θα μπορούσε να πει κανείς – χειρονομίες και παρέχει επαρκή χώρο για την ανάδειξη της φωνητικής δεξιοτεχνίας του τιμώμενου τενόρου.

22.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας