Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Gustav Mahler (1860-1911): Συμφωνία αρ. 4, σε Σολ-μείζονα

Με την Τέταρτη συμφωνία του ο Gustav Mahler ολοκλήρωσε μια συμφωνική “τριλογία”, τα μέλη της οποίας έχουν εύστοχα χαρακτηρισθεί ως “οι συμφωνίες του Μαγικού Κόρνου” (ήτοι οι υπ’ αρ. 2, 3 και 4), παραπέμποντας έτσι στην συλλογή λαϊκών τραγουδιών Des Knaben Wunderhorn (Του παιδιού το μαγικό κόρνο) που τόσο πολύ ενέπνευσε τον αυστριακό συνθέτη, ώστε όχι μόνο να μελοποιήσει 15 από αυτά, αλλά και να τα εντάξει σε αρκετές περιπτώσεις (αυτούσια ή εν είδει αποσπασματικών αναφορών) στο συμφωνικό του έργο. Η συγκεκριμένη συμφωνία γράφηκε το 1899-1900, έπειτα από ένα αρκετά μακρύ διάστημα συνθετικής απραξίας για τον Mahler, δίνοντας κατά κάποιον τρόπο και το έναυσμα για την πολύ παραγωγική δεκαετή περίοδο που επακολούθησε μέχρι τον θάνατό του. Παρ’ όλα αυτά, το τέταρτο μέρος, ένα τραγούδι για σοπράνο υπό τον τίτλο “Das himmlische Leben” («Η επουράνια ζωή»), είχε γραφεί ήδη αρκετά χρόνια νωρίτερα, το 1892, με την προοπτική να αποτελέσει το έβδομο και τελευταίο μέρος της γιγαντιαίας Τρίτης συμφωνίας· καθώς όμως η συμφωνία αυτή περιορίσθηκε τελικά σε έξι μέρη, ο Mahler το χρησιμοποίησε ως γενεσιουργό πυρήνα για την αμέσως επόμενη συμφωνία του, τοποθετώντας το μάλιστα και πάλι στην τελευταία θέση, έπειτα από τρία αμιγώς συμφωνικά μέρη.

Η πρώτη εκτέλεση της Τέταρτης συμφωνίας πραγματοποιήθηκε υπό την διεύθυνση του συνθέτη στις 25 Νοεμβρίου του 1901 στο Μόναχο και ήταν πλήρως αποτυχημένη (καθώς συνοδεύθηκε από πολλούς επικριτικούς χλευασμούς και απαξιωτικές κριτικές), πράγμα που οδήγησε τον Mahler σε επανειλημμένες αναθεωρήσεις της παρτιτούρας του καθ’ όλην την διάρκεια της πρώτης δεκαετίας του 20ού αιώνος. Μολαταύτα, από τα μέσα του ιδίου αιώνος, όταν δηλαδή αναζωπυρώθηκε το μεταθανάτιο ενδιαφέρον για το έργο του Mahler, η συμφωνία αυτή γνώρισε περισσότερες εκτελέσεις από κάθε άλλη και έως σήμερα παραμένει μία από τις δημοφιλέστερες του συνθέτη· σημαντικό ρόλο σε αυτό έπαιξε σίγουρα η σχετικά περιορισμένη έκτασή της (δεδομένου του ότι η συμφωνία αυτή είναι, μαζί με την πρώτη, οι μόνες που δεν υπερβαίνουν σε διάρκεια την μία ώρα), αλλά και μια σειρά άλλων γνωρισμάτων – όπως η αρκετά ανάλαφρη ενορχήστρωσή της (δίχως τρομπόνια και τούμπα), η υφολογική της σαφήνεια και ο νεοκλασσικιστικός χαρακτήρας που διέπει αρκετά σημεία της – τα οποία την καθιστούν πιο προσιτή στο ευρύ κοινό και ενδεχομένως περισσότερο εύληπτη σε σχέση με τις υπόλοιπες συμφωνίες του Mahler.

Το πρώτο μέρος, Bedächtig, nicht eilenRecht gemächlich (Με σύνεση, χωρίς βιασύνη – Με ιδιαίτερη άνεση), σκιαγραφεί, σύμφωνα με τα ελάχιστα στοιχεία που ο ίδιος ο Mahler προσκόμισε όσον αφορά το εξωμουσικό πρόγραμμα της Τέταρτης συμφωνίας του, τον άνθρωπο που γνωρίζει την “επουράνια ζωή”, την χαρά, το φως και την ευθυμία ενός παραδεισένιου κόσμου που υπερβαίνει τις επίγειες παραστάσεις. Η βραχύτατη εισαγωγή, με τα “κουδουνάκια του γελωτοποιού” (όπως τα χαρακτήρισε ο Theodor Wiesengrund Adorno κατά τρόπον αυθαίρετο αλλά οξυδερκή) και τον ζωηρό και ανέμελο σκοπό των ξύλινων πνευστών, δίνει την αίσθηση της αρχής ενός παραμυθιού, πριν την έκθεση των δύο βασικών θεμάτων μιας μορφής σονάτας-ρόντο σε Σολ-μείζονα. Το κύριο θέμα μοιάζει να ανακαλεί με νοσταλγία το βιεννέζικο κλασσικό ύφος με όλη την χάρη, την θέρμη και την κομψότητά του, συγχρόνως όμως διακατέχεται και από μιαν εκπληκτική ευχέρεια αντιστικτικού συνδυασμού των μοτίβων του κατά τρόπον εξαιρετικά διαυγή και φαινομενικά ανεξάντλητο, όπως μαρτυρεί κάθε επόμενη επανεμφάνισή του στην πορεία του μέρους. Από την πλευρά του, το πλάγιο θέμα στην Ρε-μείζονα επικεντρώνεται σε μιαν εξόχως λυρική μελωδική γραμμή και ακολουθείται από μια χιουμοριστική καταληκτική ιδέα, προτού το κύριο θέμα επανέλθει στο προσκήνιο – με την μεσολάβηση και του εισαγωγικού σκοπού – πληθωρικά παρηλλαγμένο στην αρχική τονικότητα. Μία ακόμη αναδρομή στο εισαγωγικό τμήμα ανοίγει κατόπιν την εκτενέστατη ενότητα της επεξεργασίας, η οποία αναπτύσσει διεξοδικά, συνδυάζει καινοφανώς και μετασχηματίζει ακατάπαυστα το μοτιβικό απόθεμα του κυρίου θέματος αλλά και της εισαγωγής μέσα από πάμπολλες “φωτοσκιάσεις” του μείζονος και του ελάσσονος τρόπου, προβάλλοντας εμφαντικά λίγο μετά την έναρξή της και την προσθήκη μιας νέας, ξέγνοιαστης και “αθώα παιδικής” μελωδικής ιδέας από τα τέσσερα φλάουτα σε ταυτοφωνία. Έπειτα λοιπόν από αρκετές δραματικές αλλά και λαμπρές κορυφώσεις, η επανέκθεση εισάγεται κατά τρόπον τελείως αναπάντεχο και πολύ διακριτικό με μια νέα εμπνευσμένη ανάπλαση των συστατικών στοιχείων του κυρίου θέματος, για να συνεχισθεί παρακάτω με την πολύ πιο τυπική επαναφορά της πλάγιας και της καταληκτικής θεματικής ιδέας στην Σολ-μείζονα. Τα μοτίβα της εισαγωγής, αντιθέτως, επανεμφανίζονται μονάχα στην έναρξη μιας επιπρόσθετης καταληκτικής ενότητος (coda), όπου και πάλι το κύριο θεματικό υλικό υπόκειται σε νέους μετασχηματισμούς, έως ότου οδηγήσει στο πολύ ενεργητικό κλείσιμο του μέρους, από κοινού με υπομνήσεις της ξέγνοιαστης νέας μελωδικής ιδέας της επεξεργασίας.

Το δεύτερο μέρος της συμφωνίας, In gemächlicher Bewegung, ohne Hast (Με χαλαρή ρυθμική κίνηση, δίχως βιασύνη), συνιστά έξοχο δείγμα της γεμάτης ειρωνεία γραφής του Mahler. Για το scherzo αυτό, άλλωστε, ο ίδιος παρείχε την ακόλουθη διαφωτιστική ερμηνευτική υπόδειξη: «Ο φίλος Heinrich παίζει έναν χορό· ο θάνατος τραβά τελείως αλλόκοτες δοξαριές στο βιολί του, οδηγώντας μας στον ουρανό». Η εικόνα αυτή αποδίδεται εν προκειμένω με την σολιστική χρήση ενός βιολιού κουρδισμένου κατά έναν τόνο υψηλότερο του κανονικού, το οποίο “δίνει τον τόνο” με τον στριγκό ήχο του σε ένα σκιώδες εναρκτήριο Ländler σε ντο-ελάσσονα. Και το “τρίο” που εμφανίζεται κατόπιν στην Φα-μείζονα διατηρεί τα καίρια ρυθμικά χαρακτηριστικά του προαναφερόμενου αυστριακού χορού, πλην όμως η μελωδική του εξύφανση προσλαμβάνει σαφώς ηπιότερη διάθεση και ευγενέστερο χαρακτήρα, αποβάλλοντας συνεπώς τις ιδιορρυθμίες του προηγούμενου scherzo. Αμφότερες οι αντιθετικές αυτές ενότητες επανέρχονται στην συνέχεια παρηλλαγμένες και σε μεγαλύτερη πλέον έκταση, ενώ η πενταμερής μακροδομική κατασκευή ολοκληρώνεται με ένα δεύτερο παράλλαγμα του εναρκτήριου scherzo, που αυτήν την φορά ξεκινά από την ρε-ελάσσονα, αποκαθιστά στην πορεία του την αρχική τονικότητα και τελικά σβήνει με μιαν ηχητική αναλαμπή.

Ακολουθώντας το παράδειγμα των περισσότερων συμφωνιών του Anton Bruckner, ο Mahler βασίζει το “γαλήνιο” – Ruhevoll (poco adagio) – αργό μέρος της Τέταρτης συμφωνίας του σε μια πενταμερή παρατακτική μορφή, στο πλαίσιο της οποίας δύο διαφορετικές ιδέες αναπτύσσονται εναλλάξ με ολοένα και πιο πληθωρικό τρόπο. Η πρώτη ιδέα, στην Σολ-μείζονα, εξυφαίνει αργά την νοσταλγική μελωδία της και τα παραλλάγματα που απορρέουν άμεσα από αυτήν, αποδίδοντας, σύμφωνα με σχετικό σχόλιο του συνθέτη, το μειδίαμα της Αγίας Ούρσουλας στον παράδεισο (για το οποίο γίνεται άλλωστε λόγος και στο ποίημα που μελοποιείται στο τέταρτο μέρος του έργου). Η άπλετη γαλήνη διακόπτεται ωστόσο από τους οδυνηρούς τόνους της δεύτερης θεματικής ιδέας, η οποία ξεδιπλώνεται με περισσότερο πάθος και ένταση αρχικά στην μι-ελάσσονα και αργότερα στην ρε-ελάσσονα. Η αρχική τονικότητα και διάθεση αποκαθίστανται βέβαια κατά την πρώτη αναπτυξιακή επαναφορά της αρχικής ιδέας, η οποία μάλιστα προσλαμβάνει τώρα μεγαλύτερη ρυθμική ευελιξία και ζωντάνια καθώς εξελίσσεται, ενώ – από την άλλη πλευρά – η δεύτερη ιδέα αναπλάθεται παρακάτω με ακόμη πιο μελανά χρώματα, φθάνοντας σε στιγμές δραματικής απόγνωσης και σε μακρινές, “σκοτεινές” τονικές περιοχές. Όμως το πρώτο θέμα έρχεται εκ νέου να άρει την κατάσταση αυτή και να παραλλαχθεί με απρόσμενο σφρίγος σε ολοένα και ταχύτερη χρονική αγωγή, προτού καταλήξει απότομα στην αρχική εξαϋλωτική του διάθεση. Έτσι, το μέρος μοιάζει να βαδίζει φυσιολογικά προς την τελική του πτώση· εντούτοις, ο συνθέτης έχει αντίθετη άποψη, καθώς στο σημείο αυτό εισάγει στην Μι-μείζονα επιβλητικές φανφάρες που παραπέμπουν ταυτόχρονα στο παρελθόν (στο νέο θέμα της επεξεργασίας του πρώτου μέρους) και στο μέλλον (στην εναρκτήρια φιγούρα του τέταρτου μέρους)! Μόνον έπειτα από αυτήν την αναπάντεχη χειρονομία, λοιπόν, το αργό μέρος μπορεί να επανέλθει στα ήρεμα καταληκτικά του μοτίβα, προετοιμάζοντας το έδαφος για το τραγούδι ενός μικρού αγγέλου που ακολουθεί στο τέταρτο μέρος, Sehr behaglich (Με πολλή άνεση), το οποίο αποτελεί και τον στόχο ολόκληρης της συμφωνίας. Η ανεπιτήδευτη μελοποίηση του Mahler ανοίγει με μιαν ήπια πρώτη μουσική στροφή στην Σολ-μείζονα, το υλικό της οποίας συνιστά κατόπιν την βάση για την διαμόρφωση τόσο της τρίτης όσο και της τέταρτης στροφής, με τους μακρινούς απόηχους της οποίας η συμφωνία ολοκληρώνεται τελικά στην “υπερβατική” τονικότητα της Μι-μείζονος. Αντιθέτως, για την μουσική επένδυση της δεύτερης στροφής ο Mahler ανασκευάζει στην μι-ελάσσονα το πένθιμο και συνάμα ικετευτικό περιεχόμενο της μεσαίας ενότητος του φωνητικού πέμπτου μέρους της Τρίτης συμφωνίας του, ενώ μεταξύ των τεσσάρων στροφών του τραγουδιού ανακαλεί και επεκτείνει μετατροπικά τα διαπεραστικά ηχητικά περιεχόμενα του σύντομου εισαγωγικού τμήματος του πρώτου μέρους της παρούσας συμφωνίας.

07.08.2008


© Ιωάννης Φούλιας