Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Franz Liszt (1811-1886): Βαλς από την όπερα Φάουστ του Gounod, S 407

Το 1859 ολοκληρώθηκε και ανέβηκε για πρώτη φορά στην σκηνή το πεντάπρακτο λυρικό δράμα Φάουστ του Charles Gounod (1818-1893), μια παράφραση του πρώτου μέρους του ομώνυμου δράματος του Johann Wolfgang von Goethe που εξ αρχής γνώρισε αξιοσημείωτη επιτυχία. Δύο χρόνια αργότερα, το 1861, ο Liszt συνέθεσε και εξέδωσε στο Παρίσι την δική του παράφραση πάνω στην όπερα του Gounod: το Βαλς από την όπερα Φάουστ του Gounod, S 407, ακολουθεί ουσιαστικά την λογική δεκάδων άλλων πιανιστικών έργων του μεγάλου αυτού δεξιοτέχνη, που συνιστούν “εντυπώσεις” από όπερες της εποχής. Η πρακτική αυτή ήταν πολύ διαδεδομένη στο Παρίσι ήδη κατά το δεύτερο τέταρτο του 19ου αιώνος, καθώς τέτοιου είδους “φαντασίες” ή “παραφράσεις” σε θέματα άλλων συνθετών γράφονταν με χαρακτηριστική ευχέρεια (που ήταν βέβαια αντιστρόφως ανάλογη της ποιότητός τους) από πολλούς δεξιοτέχνες του πιάνου, για τις ανάγκες των δημόσιων συναυλιών τους.

Στην προκειμένη περίπτωση, ο Liszt επικεντρώνεται στην έκτη σκηνή της όπερας Φάουστ (βαλς και χορωδιακό), με την οποία ολοκληρώνεται η δεύτερη πράξη. Πρόκειται για το σημείο εκείνο στο οποίο, πέραν του ότι ακούγεται το διαχρονικά δημοφιλέστερο απόσπασμα όλης της όπερας, το περίφημο “Βαλς του Μεφιστοφελή”, σε δραματουργικό επίπεδο λαμβάνει χώραν η πρώτη συνάντηση του Φάουστ με την Μαργαρίτα. Ο Liszt απομονώνει από τα συμφραζόμενά τους τις δύο ενότητες του βαλς καθώς και την πρώτη μελωδική φράση του σύντομου διαλόγου μεταξύ των δύο πρωταγωνιστών και αξιοποιεί το υλικό αυτό στο πλαίσιο μιας πενταμερούς αψιδωτής μορφής.

Το κομμάτι ανοίγει με ένα πληθωρικό και γεμάτο ένταση εισαγωγικό τμήμα, που προαναγγέλλει την παράθεση της πρώτης ενότητος του βαλς στην Ρε-μείζονα: καθένα από τα δύο τμήματά της επαναλαμβάνεται παρηλλαγμένο, ανάμεσά τους παρεμβάλλεται ένα συνδετικό πέρασμα, ενώ στο τέλος το δεδομένο μελωδικό υλικό αναπτύσσεται σε μια δαιμονιώδη κατακλείδα! Ακολουθεί η αξιοποίηση της δεύτερης ενότητος του βαλς του Gounod, με πολύ ήρεμη διάθεση· από την Φα-δίεση-μείζονα, ο Liszt μεταβαίνει ξαφνικά στην Σι-ύφεση-μείζονα, για μια παραλλαγή του ιδίου αποσπάσματος, και ολοκληρώνει το δεύτερο αυτό τμήμα της συνθέσεώς του με μια καντέντσα. Στο επίκεντρο της πιανιστικής παραφράσεως, ωστόσο, τίθεται το μελωδικό υλικό της αρχής του οπερατικού διαλόγου, διαμορφώνοντας ένα λυρικό ιντερλούδιο στην Λα-ύφεση-μείζονα, η κεντρική θεματική ιδέα του οποίου σύντομα αναπτύσσεται σε ονειρώδη ατμόσφαιρα, με αρπισμούς και τρίλλιες. Η ακόλουθη επαναφορά της δεύτερης ενότητος του βαλς διαφέρει σημαντικά από την προηγούμενη παράθεσή της: μετατροπική, γεμάτη ενέργεια, με δυναμική κλιμάκωση και σταδιακή επιτάχυνση της χρονικής της αγωγής, λειτουργεί πλέον ως προετοιμασία για την τελική επανεμφάνιση του εισαγωγικού τμήματος και της πρώτης ενότητος του βαλς. Φυσικά, η φαντασία του Liszt επιφέρει και εδώ σημαντικές μεταβολές, αφού το πρώτο τμήμα επενδύεται με δεξιοτεχνικά περάσματα εν είδει glissando, ενώ το δεύτερο περιλαμβάνει απρόσμενες τονικές παρεκτροπές! Το κομμάτι ολοκληρώνεται “φυσιολογικά” με μια ταχύτατη coda, όπου το δεδομένο θεματικό υλικό αναπτύσσεται ελεύθερα, οδηγώντας σε ένα άκρως δεξιοτεχνικό και επιβλητικό κλείσιμο.

17.02.2004


© Ιωάννης Φούλιας