Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Franz Liszt (1811-1886): Δύο τραγούδια σε ποίηση Goethe (Der König von Thule, S 278 / 1-2 & R 594a-b· Freudvoll und leidvoll, S 280 / 1-2 & R 579a / 579c)

Η μελοποίηση του γνωστού ποιήματος του Goethe Der König von Thule (Ο βασιλιάς της Θούλης) έλαβε χώραν το 1842, σε δύο ελαφρώς διαφοροποιημένες εκδοχές, εκ των οποίων η πρώτη εκδόθηκε το 1843 ενώ η δεύτερη μόλις το 1856. Η πιανιστική εισαγωγή κινείται σε ασαφές τονικό πλαίσιο, χάρη στην αποκλειστική αξιοποίηση συγχορδιών ελαττωμένης εβδόμης, ενώ το σύντομο χαρακτηριστικό της μοτίβο αποτελεί ουσιαστικά τον θεματικό πυρήνα ολόκληρου του τραγουδιού. Οι δύο πρώτες ποιητικές στροφές μελοποιούνται με απλό στροφικό τρόπο και λυρική διάθεση. Η αναφορά στον επικείμενο θάνατο του βασιλιά, εντούτοις, επαναφέρει την αγωνιώδη εισαγωγή του πιάνου. Έπειτα, το μοίρασμα των υπαρχόντων (εκτός του κυπέλλου) στους κληρονόμους εκφέρεται μουσικά στην λαμπρή τονικότητα της Σι-μείζονος, ενώ η συγκέντρωση της βασιλικής ακολουθίας τονίζεται με υπομνήσεις εξαγγελτικών σαλπισμάτων. Η μετέπειτα επανεμφάνιση του εισαγωγικού μοτίβου σε πλήρη ένταση οδηγεί ξανά στην μουσική της πρώτης στροφής κατά την τελευταία χρήση του κυπέλλου από τον βασιλιά: η συνοδεία αποκτά τώρα νέα δυναμική, προκειμένου να εναρμονισθεί με το ειδικό βάρος της σύντομης τελετουργίας της σκηνής. Παρακάτω, η σύνδεση του αρχικού μοτίβου με την βύθιση του κυπέλλου στην θάλασσα συνεπιφέρει μια σταδιακή μετατόπιση από την υψηλή περιοχή του πιάνου προς την χαμηλή, ενώ η κατιούσα χρωματική κατάληξη του περάσματος αυτού συνδυάζεται επιπλέον με την βαθμιαία χαλάρωση της χρονικής αγωγής. Δύο υπομνήσεις της αρχικής φράσεως της φωνητικής μελωδίας και μια σύντομη πιανιστική κατακλείδα, στο πλαίσιο της οποίας το κυρίαρχο μοτίβο εμφανίζεται πλέον ως μια μακρινή ανάμνηση, ολοκληρώνουν το παρόν τραγούδι με λυρισμό, σε μιαν ατμόσφαιρα πένθιμη αλλά και λυτρωτική.

Οι χαρακτηριστικές αντιθέσεις στις οποίες βασίζεται το ποίημα του Goethe Freudvoll und leidvoll έδωσαν στον Liszt αφορμή για την δημιουργία αντιθέσεων αμιγώς μουσικής υφής. Έτσι, κάθε λέξη του ποιήματος περιγράφεται με ιδιαίτερο μουσικό τρόπο: η χαρά αντιπροσωπεύεται από την μείζονα τρίφωνη συγχορδία ενώ η λύπη από την αντίστοιχη ελάσσονα, ο ουρανός ταυτίζεται με την υψηλή ηχητική περιοχή ενώ ο θάνατος με την χαμηλή και επιπλέον με την μυστηριώδη τρίφωνη αυξημένη συγχορδία. Η τελική διαπίστωση περί της ευτυχίας της ψυχής που αγαπά, εξ άλλου, οδηγεί σε μια διαλεκτική συνύπαρξη των αντιτιθέμενων μουσικών μέσων που καταλήγει σε μιαν ηπιότατη, σχεδόν εξαϋλωμένη πτώση. Το σύντομο αυτό τραγούδι μελοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον συνθέτη το 1844 και αναθεωρήθηκε το 1860, παρά το γεγονός ότι το 1847 είχε ήδη εκδοθεί στην αρχική του εκδοχή.

30.11.2000


© Ιωάννης Φούλιας