Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Δημήτριος Λιάλιος (1869-1940): Κουαρτέττο εγχόρδων σε Μι-μείζονα

Το πλούσιο και πολυσχιδές έργο του πατρινού συνθέτη Δημητρίου Λιάλιου αποτελεί αναμφίβολα μία από τις μεγαλύτερες αποκαλύψεις των τελευταίων ετών στον χώρο της νεοελληνικής έντεχνης μουσικής. Γόνος εύπορης οικογένειας, ο Λιάλιος είχε την ευκαιρία να τελειοποιήσει τις μουσικές του σπουδές περί το 1890 στο Ωδείο του Μονάχου υπό την καθοδήγηση του Ludwig Thuille και να γαλουχηθεί στο πνεύμα της μουσικής του γερμανικού ρομαντισμού, το οποίο απηχούν οι περισσότερες από τις συνθέσεις που έγραψε τόσο κατά την περίοδο των σπουδών του, όσο και μετά την επιστροφή του στην Πάτρα. Η συνθετική του δραστηριότητα έτυχε μεν κάποιας μικρής προβολής κατά την δεύτερη δεκαετία του 20ού αιώνος στην Αθήνα, αλλά έκτοτε η μακρόχρονη εγκατάσταση του Λιάλιου στο Μόναχο (με την ιδιότητα του υποπρόξενου της Ελλάδος) φαίνεται πως συνέτεινε στον σχεδόν παντελή παραγκωνισμό του έργου του μέχρι την πρόσφατη μερική αναβίωση και επανεκτίμησή του.

Τα επιτεύγματα του Λιάλιου, ιδίως στα πεδία της συμφωνικής μουσικής και της μουσικής δωματίου, είναι μοναδικής ιστορικής αξίας αλλά και ποιότητος στο πλαίσιο του νεοελληνικού μουσικού πολιτισμού κατά το πέρασμα από τον 19ο στον 20ό αιώνα. Το Κουαρτέττο εγχόρδων σε Μι-μείζονα, για παράδειγμα, που αποπερατώθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1895 στην Πάτρα, ενδέχεται να συνιστά το παλαιότερο γνωστό δείγμα γραφής από έλληνα συνθέτη στο περίβλεπτο αυτό είδος της μουσικής δωματίου, εφ’ όσον βέβαια δύο άλλα, αχρονολόγητα κουαρτέττα του ιδίου δεν έχουν γραφεί πριν από αυτό. Η αλήθεια είναι ότι το συγκεκριμένο έργο είναι αρκετά συμβατικό από άποψη μορφής και τεχνοτροπίας, έχοντας ολοκληρωθεί λίγο μόλις καιρό μετά το πέρας των σπουδών του Λιάλιου στο Μόναχο. Το γεγονός αυτό, άλλωστε, αναγνώριζε – εμμέσως πλην σαφώς – και ο ίδιος ο συνθέτης, όταν το 1918 προέβαινε σε ενδελεχή αναθεώρηση της παρτιτούρας του, η οποία, πέραν της αλλαγής της τονικής βάσης κατά ένα ημιτόνιο (η δεύτερη εκδοχή του κουαρτέττου είναι μεταφερμένη στην Μι-ύφεση-μείζονα), περιέχει τόσες πολλές και ουσιώδεις υφολογικές εκλεπτύνσεις, που, πραγματικά, μετουσιώνει την σχεδόν “μαθητική” της αφετηρία σε άρτιο πόνημα ενός ώριμου αριστοτέχνη.

Παρ’ όλα αυτά, και η πρώτη εκδοχή του κουαρτέττου παραμένει μια καθ’ όλα αξιόλογη σύνθεση ενός εικοσιεξάχρονου προικισμένου δημιουργού. Το εναρκτήριο Allegro molto δεν θα μπορούσε παρά να ακολουθεί τις συνήθεις προδιαγραφές μιας μορφής σονάτας του ρομαντισμού. Έτσι, το λυρικής φύσεως κύριο θέμα προσλαμβάνει αξιοπρόσεκτη έκταση, καθώς εκτρέπεται προς την σολ-δίεση-ελάσσονα και έπειτα επανακάμπτει αποκαθιστώντας την Μι-μείζονα, το μεταβατικό τμήμα της εκθέσεως είναι σαφώς πιο ενεργητικό και δυναμικό, ενώ το χαριτωμένο πλάγιο θέμα που εισάγεται αργότερα στην Σι-μείζονα επιστεγάζεται με μια σειρά γοργών καταληκτικών περασμάτων ιδίως του πρώτου βιολιού. Η ενότητα της επεξεργασίας, παρά την σχετική συντομία της, περιλαμβάνει αναφορές τόσο στο κύριο όσο και στο πλάγιο θέμα, η ορμητική εξύφανση του οποίου καταλήγει στην εμφαντική επανέκθεση μόνο του πρώτου τμήματος του κυρίου θέματος, δεδομένου του ότι η συνέχισή του υπόκειται σε μια πληθωρικά μετατροπική “δευτερεύουσα ανάπτυξη”, πριν την τυπική επαναφορά όλων των υπολοίπων θεματικών περιεχομένων της εκθέσεως σε διαφορετική τονική βάση. Ό,τι πάντως περικόπτεται από την επανέκθεση (ήτοι το δεύτερο τμήμα του κυρίου θέματος), επανέρχεται κατόπιν αυτούσιο στην coda του μέρους.

Το τριμερές Quasi adagio σε Σολ-μείζονα δίνει ακόμη μεγαλύτερη έμφαση στις λεπτές αρμονικές φωτοσκιάσεις των γαλήνιων και εκφραστικών μελωδικών ιδεών που καλύπτουν την πρώτη δομική του ενότητα και οι οποίες στην τρίτη ενότητα – καθώς και στην μικρή coda που την διαδέχεται – εμπλουτίζονται περαιτέρω με νέες συνοδευτικές φιγούρες και αραβουργήματα. Ενδιάμεσα όμως, τα νέα (αντιθετικά) θεματικά στοιχεία που έρχονται στο προσκήνιο διαθέτουν περισσότερη κινητικότητα, ρέπουν προς πιο ελεγειακούς τόνους και επιπλέον έχουν όλο το απαραίτητο σθένος για να οδηγήσουν σε δραματικότερες κορυφώσεις. Το ανάλαφρο και αρκετά χιουμοριστικό Scherzo: allegro vivace σε Μι-μείζονα δεν στερείται λυρισμού στο μελωδικά προσανατολισμένο εσωτερικό του τμήμα, πριν την τμηματική επαναφορά και την τονική επίλυση των εναρκτήριων θεματικών του περιεχομένων· από την πλευρά του, εξ άλλου, το Trio: più lento σε Λα-μείζονα μοιάζει ίσως πιο απλό, ανεπιτήδευτο και εύθραυστο, αλλά παράλληλα δεν αποκρύπτει και τους σημαντικούς μοτιβικούς και δομικούς δεσμούς του προς το scherzo. Το νεανικό αυτό κουαρτέττο ολοκληρώνεται με ένα Rondo: furioso σε Μι-μείζονα, το οποίο συνιστά έναν ιδιότυπο συνδυασμό συνθετικών αρχών του ροντώ (βραχύτατο και πολύ ζωηρό επωδικό κύριο θέμα), του ρόντο (κεντρικό επεισόδιο με μια διακριτή και, εν προκειμένω, κατ’ εξοχήν μελωδική ιδέα στην Λα-μείζονα), αλλά και της μορφής σονάτας, όπως φανερώνουν αφ’ ενός μεν ο χειρισμός του υλικού του – επουσιώδους και ολότελα εξαρτημένου από το κύριο θέμα – πρώτου επεισοδίου, το οποίο εκτίθεται στην Σι-μείζονα και πολύ αργότερα επανεκτίθεται στην Μι-μείζονα, και αφ’ ετέρου η συνεχής ανάπτυξη του κυρίου θεματικού υλικού, που λαμβάνει χώραν εξίσου μετά την πρώτη και – σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό – την δεύτερη τονική επαναφορά της επωδού, όσο και κατά την λαμπερή δεξιοτεχνική επέκταση του κεντρικού επεισοδίου. Τελικά, στην αρχική τονικότητα ανακαλείται ακόμη και η ξεχωριστή μελωδική ιδέα του κεντρικού επεισοδίου, ακριβώς πριν την γεμάτη σφρίγος και ορμή απόληξη του έργου.

08.03.2009


© Ιωάννης Φούλιας