Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Αράμ
Χατσατουριάν (1903-1978): Κοντσέρτο για
βιολί σε ρε-ελάσσονα
Ο Αρμένιος Αράμ Χατσατουριάν, ένας από τους διαπρεπέστερους συνθέτες της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως, ήταν και ένας από τους λίγους δημιουργούς της γενιάς του που κατόρθωσε να διαμορφώσει ένα δικό του, προσωπικό ύφος, το οποίο διακρίνεται για την νεοκλασσικιστική του διαύγεια αλλά και για τις συχνές αναφορές του στην λαϊκή μουσική παράδοση της ιδιαίτερης πατρίδος του. Σήμερα, είναι ευρύτατα γνωστός για τα μπαλλέττα του Γκαγιανέ και Σπάρτακος, καθώς επίσης για τα κοντσέρτα του για πιάνο, για βιολί και για βιολοντσέλλο. Το Κοντσέρτο για βιολί γράφηκε σε διάστημα δύο μόλις μηνών, το καλοκαίρι του 1940, για τον περίφημο δεξιοτέχνη του οργάνου Νταβίντ Όιστραχ, ο οποίος και το ερμήνευσε για πρώτη φορά στις 16 Νοεμβρίου του ιδίου έτους στην Μόσχα. Πρόκειται για ένα έργο που επεκτείνει ουσιαστικά την παράδοση των μεγάλων κοντσέρτων για βιολί της ρομαντικής περιόδου στον 20ό αιώνα και το οποίο έγινε αμέσως δεκτό με ενθουσιασμό από το κοινό, τιμήθηκε με το Βραβείο Λένιν το 1941 και κατέκτησε γρήγορα μιαν αρκετά σταθερή θέση στο σχετικό ρεπερτόριο, διατηρώντας έκτοτε την αξιοπρόσεκτη δημοτικότητά του.
Το πρώτο μέρος, Allegro con fermezza, ανοίγει με μια σύντομη αλλά εξόχως αιχμηρή και δυναμική ορχηστρική προετοιμασία του κατ’ εξοχήν σολιστικού κυρίου θέματος σε ρε-ελάσσονα, το οποίο παραπέμπει σε έναν πολύ ζωηρό αρμένικο λαϊκό χορό. Η παρηλλαγμένη επανάληψη των δύο αυτών θεματικών στοιχείων επεκτείνεται κατόπιν με σφοδρά περάσματα που αντιπαρατίθενται στο βιολί, στα έγχορδα και στα ξύλινα πνευστά της ορχήστρας, οδηγώντας σε ένα λυρικό πλάγιο θέμα στην φα-δίεση-ελάσσονα, η εκφραστική μελωδικότητα του οποίου διαθέτει επίσης έντονα φολκλορικό χρώμα, ενώ η έκθεση της μορφής σονάτας ολοκληρώνεται με ευκίνητες καταληκτικές φιγούρες του βιολιού που εναλλάσσονται με νοσταλγικές στιγμές και τελικά ρευστοποιούνται σε ένα αμιγώς σολιστικό πέρασμα προς την επεξεργασία. Η κεντρική αυτή ενότητα αναπολεί κατ’ αρχάς με δυναμισμό το κύριο θέμα, παρέχοντας συγχρόνως επαρκή χώρο και για την ανάπτυξη δεξιοτεχνικών χειρονομιών εκ μέρους του σολίστα, όμως δεν αργεί να επικεντρωθεί στο πλάγιο θεματικό υλικό, το οποίο εμφανίζεται με την μορφή ενός λεπταίσθητου παραλλάγματος, διακόπτεται για λίγο από μιαν αναδρομή στα καταληκτικά περιεχόμενα της εκθέσεως και έπειτα επανέρχεται στο προσκήνιο, οδεύοντας προς το αποκορύφωμα της επεξεργασίας, ήτοι τον συνδυασμό του πλαγίου αυτού θέματος – που εκφέρεται πλέον από ένα κόρνο και από τα βιολοντσέλλα – με την σολιστική εξύφανση των μοτίβων του κυρίου θέματος. Τελικά, ένας διάλογος του βιολιού με την μελωδική γραμμή του κόρνου και των τσέλλων οδηγεί σε μιαν εκτενή σολιστική καντέντσα, η οποία ανοίγει απρόσμενα με τις ήπιες αντηχήσεις ενός κλαρινέττου, προτού εξελιχθεί κατά τρόπον άκρως ενεργητικό και εντυπωσιακό. Η ακόλουθη επανέκθεση του κυρίου θέματος βασίζεται μονάχα στην παρηλλαγμένη του επανάληψη, ενώ το πλάγιο θέμα παραμένει μεν στην φα-δίεση-ελάσσονα, αλλά η βασική του μελωδία ανατίθεται τώρα ως επί το πλείστον σε ένα κλαρινέττο και περιβάλλεται από νέα αραβουργήματα του βιολιού. Με την τυπική λοιπόν επαναφορά και των καταληκτικών στοιχείων της εκθέσεως, το πρώτο μέρος του κοντσέρτου φθάνει σε μια coda βασισμένη αποκλειστικά στο κύριο θέμα, όπου η σολιστική γραμμή του βιολιού προσλαμβάνει εκ νέου ιδιαίτερη ζωτικότητα και η ορχήστρα επικυρώνει με αδήριτο τρόπο την βασική τονικότητα.
Το Andante sostenuto ξεκινά με ένα “εξωτικό” μελωδικό ανάπτυγμα του φαγγόττου και – λίγο αργότερα – του κλαρινέττου, το οποίο εν πρώτοις χρησιμεύει ως εισαγωγή στο αργό και μελαγχολικό βαλς στην λα-ελάσσονα που αποτελεί και το βασικό θέμα του δεύτερου αυτού μέρους. Καθώς όμως το βιολί εξυφαίνει με ολοένα και μεγαλύτερο σθένος την εκφραστική του μελωδία (η οποία έχει κάποια συγγένεια με την πλάγια θεματική ιδέα του πρώτου μέρους), τα έντονα ρυθμικά μοτίβα του εισαγωγικού τμήματος ανακαλούνται, εξελίσσονται και τελικά καταλήγουν σε εμφανώς δεξιοτεχνικά περάσματα, ενώ μια δεύτερη, παρηλλαγμένη εμφάνιση του βασικού θέματος επιστεγάζεται κατόπιν με ένα ορχηστρικό ξέσπασμα. Η μεσαία ενότητα του μέρους ανήκει και πάλι στα μοτίβα της εισαγωγής, από τα οποία διαμορφώνεται ένα πλατύ ελεγειακό θέμα στην ντο-ελάσσονα, που παρουσιάζεται σαν μοιρολόι από τις βιόλες και έπειτα ανασκευάζεται με περισσότερη κινητικότητα από το βιολί. Η ικανότητα δε του συνθέτη να παραλλάσσει με νέα κάθε φορά μέσα το λαϊκότροπο υλικό του αναδεικνύεται επίσης κατά την μετέπειτα επαναφορά του βασικού θέματος από τον σολίστα, που εμπλουτίζεται με τα τρυφερά εμβόλιμα περάσματα ενός κλαρινέττου, προτού κορυφωθεί δραματικά από την ορχήστρα κατά την περαιτέρω εξέλιξή του. Παρ’ όλα αυτά, η σύντομη coda που διαδέχεται την ηχητική αυτήν “έκρηξη” σηματοδοτεί μιαν επιστροφή στην λιτότητα της εισαγωγής και οδηγεί το αργό αυτό μέρος σε ένα ήρεμο σβήσιμο.
Κατ’ αναλογίαν προς το πρώτο μέρος, το τελικό Allegro vivace βασίζει το κύριο θέμα του, στην Ρε-μείζονα, σε έναν πολύ ενεργητικό λαϊκό χορευτικό σκοπό του Καυκάσου, έπειτα από μιαν οργιαστική ορχηστρική εισαγωγή. Αυτό το λαμπερό, τριμερές κύριο θέμα, που κολακεύει ιδιαίτερα την δεξιοτεχνία του σολίστα, εξελίσσεται ευφάνταστα προς ένα σύντομο πρώτο επεισόδιο στην φα-δίεση-ελάσσονα, το οποίο συνιστά επίσης έναν σβέλτο και εμφανώς φολκλορικού πνεύματος “μονόλογο” του βιολιού, ενώ αμέσως μετά επιστρέφει σε συνοπτικότερη μορφή κατά τις προδιαγραφές ενός ρόντο. Το δεύτερο επεισόδιο, αντιθέτως, είναι τόσο ευρύ, που στο εσωτερικό του διακρίνονται τρία διαφορετικά τμήματα: στο πρώτο από αυτά, πάνω από ένα ζωηρό ρυθμικό υπόβαθρο, το βιολί ανακαλεί το πλάγιο θέμα του πρώτου μέρους στην σι-ύφεση-ελάσσονα και το εξυφαίνει περαιτέρω· στην συνέχεια, μία νέα λυρική μελωδία, ρωσικού χαρακτήρος, εισάγεται στην ρε-ελάσσονα και μέσα από μια σειρά σολιστικών περασμάτων φθάνει σε ένα πυρετώδες ορχηστρικό ξέσπασμα, ενώ στο ακόλουθο τρίτο τμήμα του εκτενούς αυτού επεισοδίου μοτίβα του κυρίου θέματος παραλλάσσονται στην σι-ελάσσονα και με την αστείρευτη κινητικότητά τους οδηγούν σε μιαν ακόμη ορχηστρική κλιμάκωση. Έτσι, το κύριο θέμα επανεισάγεται κατόπιν για τελευταία φορά, συνδυάζοντας μάλιστα γνωρίσματα και των δύο προηγούμενων εμφανίσεών του, προτού το μοτιβικό του απόθεμα συνταιριαστεί προσέτι με στοιχεία της εισαγωγής στην coda του μέρους αυτού, που επιστεγάζεται με νέα φανταχτερά περάσματα του βιολιού αλλά και ένα άκρως δυναμικό και αποφασιστικό ορχηστρικό κλείσιμο ολόκληρου του έργου.
21.10.2008
© Ιωάννης Φούλιας