Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Μανώλης
Καλομοίρης (1883-1962): Τρίπτυχο για
ορχήστρα
Το Τρίπτυχο για ορχήστρα του “πατέρα” της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, Μανώλη Καλομοίρη, άρχισε να σχεδιάζεται τον Μάρτιο του 1936, αμέσως μόλις ο συνθέτης πληροφορήθηκε με συντριβή τον θάνατο του Ελευθερίου Βενιζέλου, του “Πρωτομάστορα της Μεγάλης Ελλάδας”, όπως ο ίδιος τον χαρακτήριζε. Η πρώτη εκδοχή του έργου, υπό τον τίτλο Συμφωνικό τρίπτυχο: Η Κρήτη, “στη μνήμη ενός ήρωα”, ολοκληρώθηκε το 1938 και διέθετε ως τελικό μέρος το χορωδιακό «Στη λευτεριά της Κρήτης» (σε ποίηση Ι. Ηλιάκη). Όμως το χορωδιακό αυτό αντικαταστάθηκε το 1940 από το αμιγώς συμφωνικό “ποστλούδιο” της δεύτερης εκδοχής και το συνολικό έργο έλαβε τον οριστικό – και σαφώς πιο ουδέτερο – τίτλο του, σε μια περίοδο κατά την οποίαν η πολιτική επικαιρότητα σίγουρα δεν ευνοούσε ούτε απροκάλυπτες εκδηλώσεις θαυμασμού προς τον Βενιζέλο, ούτε επίσης πρώτης τάξεως αφορμές εξέγερσης ενάντια στους γερμανούς κατακτητές. Παρ’ όλα αυτά, η πρώτη εκτέλεση του Τριπτύχου έμελλε να πραγματοποιηθεί σε μιαν άκρως σημαδιακή και τραγική ημέρα των κατοχικών χρόνων: την 28η Φεβρουαρίου του 1943, ημέρα της κηδείας του “εθνικού” ποιητή Κωστή Παλαμά, η οποία εξελίχθηκε σε αυθόρμητη παλλαϊκή διαδήλωση των αθηναίων πολιτών υπέρ της ελευθερίας της σκλαβωμένης τους πατρίδος. Συγχρόνως δε, η συναυλία στην οποίαν ο Καλομοίρης διηύθυνε το νέο του αυτό έργο, αποδίδοντας εκ της περιστάσεως φόρο τιμής σε αμφότερους τους πνευματικούς του καθοδηγητές, τον Βενιζέλο αλλά και τον Παλαμά, ήταν και η παρθενική της νεοσύστατης Κρατικής Ορχήστρας Αθηνών, που αφιερώθηκε αποκλειστικά σε συνθέσεις ελλήνων δημιουργών (του Λαυράγκα, του Σαμάρα, του Σκλάβου, του Καλομοίρη και του Πετρίδη).
Το Πρελούδιο (Moderato appassionato) υποβάλλει εξ αρχής την ελεγειακή του διάθεση με το λαϊκότροπο βασικό θέμα του, η τροπική μελισματικότητα του οποίου εκτίθεται από τα έγχορδα σε ταυτοφωνία, σαν μοιρολόι, προτού εξυφανθεί περαιτέρω με ζωηρότερο ρυθμικό παλμό, μεγαλύτερη δραματικότητα και πληθωρικότερη ενορχήστρωση. Ένα δεύτερο θέμα, με παρεμφερή χαρακτηριστικά αλλά πρωτίστως βουκολικής φύσεως, ξεκινά κατόπιν πολύ ήσυχα την δική του πορεία με έναν διάλογο αγγλικού κόρνου και φλάουτου, ενώ με την σολιστική παρέμβαση ενός βιολιού και ενός βιολοντσέλλου αναπτύσσεται παρακάτω με πλουσιότερα ηχοχρώματα, οδεύοντας προς μιαν άκρως εντυπωσιακή ορχηστρική κλιμάκωση. Τουναντίον, η ακόλουθη επαναφορά του αρχικού θέματος στο αγγλικό κόρνο διαπνέεται από εναργή παθητικότητα και η σύντομη ορχηστρική εξέλιξή του επιστεγάζεται με ένα μελαγχολικό σολιστικό πέρασμα του μπάσσου κλαρινέττου, καθώς το πρώτο αυτό μέρος σβήνει αργά και ζοφερά.
Αναμφίβολα, ολόκληρο το Τρίπτυχο περιστρέφεται γύρω από το κεντρικό και εκτενέστερο μέρος του, το Ιντερλούδιο (In tempo di una marcia funebre), που δεν είναι παρά ένα πένθιμο εμβατήριο με διάχυτο, πάντως, το ελληνικό μελωδικό στοιχείο. Τις ηχηρές εναρκτήριες “επικλήσεις” των τρομπετών διαδέχεται σύντομα το κύριο εμβατηριακό θέμα, το οποίο εξυφαίνεται κατά τρόπον αργό και εσωστρεφή, έπειτα αναπτύσσεται με λυρισμό αλλά και επιβλητικότητα σε ένα ενδιάμεσο μετατροπικό τμήμα, ενώ στο τέλος επιστρέφει απόμακρο και προεκτείνεται με μια σειρά από ελεγειακά σολιστικά περάσματα των ξύλινων πνευστών, έως ότου εξαλειφθεί ολότελα. Η δεύτερη ενότητα του μέρους (κατ’ ουσίαν ένα “τρίο”) βασίζεται σε ένα νέο θέμα, ήσυχο και “εξωτικό” στην αρχή, που όμως προσλαμβάνει ολοένα και μεγαλύτερο ηχητικό όγκο καθώς εξελίσσεται, φθάνοντας τελικά σε μια συγκλονιστική αναπτυξιακή κορύφωση, που περατώνεται μάλιστα με θριαμβικά σαλπίσματα. Αυτά τα τελευταία, ωστόσο, ατονούν πολύ γρήγορα, προετοιμάζοντας έτσι το έδαφος για την επαναφορά του αντιπροσωπευτικού τρίτου τμήματος του πένθιμου εμβατηρίου, ενώ το μέρος ολοκληρώνεται κατόπιν με μια coda, η οποία ξεκινά με μια ονειρική αναπόληση της θεματικής ιδέας του “τρίο” από ένα σόλο βιολί και με την μεσολάβηση αποσπασματικών αναδρομών στο υλικό του κυρίου θέματος καταλήγει σε μιαν αιθέρια εξαΰλωση.
Το Ποστλούδιο: Finale συνιστά πεδίο ανασκόπησης και μετεξέλιξης όλων των θεμελιωδών θεματικών ιδεών των δύο προηγουμένων μερών. Κατά συνέπειαν, το βασικό θέμα του Πρελουδίου επανεισάγεται εδώ σε ένα μεγαλόπνοο παράλλαγμα, προτού παραχωρήσει την θέση του σε μιαν ηδυπαθή μεταμόρφωση και του δευτέρου θέματος του πρώτου μέρους, ενώ το πένθιμο εμβατηριακό θέμα από το κεντρικό μέρος του Τριπτύχου μετασχηματίζεται λίγο αργότερα με ζωηρότερη κίνηση και πάνω από ένα συνεχές απειλητικό υπόβαθρο, το οποίο από ένα σημείο και έπειτα δίνει το έναυσμα και για την ορμητική ανάπτυξη του βασικού θέματος του πρώτου μέρους που ακολουθεί. Παρ’ όλα αυτά, το ίδιο θέμα έχει κατόπιν την δυνατότητα να αναδείξει και την λυρική του πλευρά, ανοίγοντας ουσιαστικά τον δρόμο και για την μετέπειτα τροποποιημένη ανάκληση της ήπιας θεματικής ιδέας του “τρίο” του Ιντερλουδίου. Αποθεωτικές αναπλάσεις του βασικού θέματος του Πρελουδίου, τέλος, οδηγούν το Ποστλούδιο (αλλά και ολόκληρο το έργο) στο μνημειώδες επιστέγασμά του – σύμβολο του ακατάσβεστου οράματος της Μεγάλης Ιδέας, που διατηρείται ως ευοίωνη παρακαταθήκη ακόμη και στους χαλεπότερους καιρούς του νεώτερου ελληνισμού.
13.09.2008
© Ιωάννης Φούλιας