Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Adagio και Φούγκα σε ντο-ελάσσονα, KV 546

Το είδος της φούγκας αποτελεί ως γνωστόν ένα από τα χαρακτηριστικότερα της περιόδου του μπαρόκ. Όσον αφορά μάλιστα ιδίως στην ενόργανη μουσική για πληκτροφόρα των αρχών του 18ου αιώνα, ο συνδυασμός μιας φούγκας με εισαγωγικό σε αυτήν κομμάτι ελεύθερης μορφής και αυτοσχεδιαστικού χαρακτήρος (το οποίο ονομάζεται κατά περίπτωση “πρελούδιο”, “τοκκάτα”, “φαντασία” κ.λπ.) είναι πολύ διαδεδομένος. Εντούτοις, από τα μέσα του 18ου αιώνος και εξής η νέα τεχνοτροπία της προκλασσικής και μετέπειτα κλασσικής περιόδου θέτει στο περιθώριο την φούγκα ως εκπρόσωπο του αντιστικτικού ύφους, το οποίο αντίκειται σαφώς στο προβαλλόμενο αίτημα της εποχής του διαφωτισμού για φυσικότητα και απλότητα των εκφραστικών μέσων στην τέχνη.

Παρ’ όλα αυτά, στην Βιέννη μεταξύ του 1760 και του 1805 περίπου αναβίωσε το είδος της εκκλησιαστικής σονάτας του μπαρόκ, σε διάταξη είτε τριμερή (γρήγορο μέρος – αργό μέρος – φούγκα) είτε διμερή (αργό εισαγωγικό μέρος και φούγκα)· επίσης αρκετοί συνθέτες – μεταξύ των οποίων και ο Joseph Haydn περί το 1770 – χρησιμοποιούν την μορφή της φούγκας ως τελευταίο μέρος σε κουαρτέττα εγχόρδων και συμφωνίες. Ο Mozart δέχεται αυτές τις επιρροές και παρέχει μερικά ανάλογα δείγματα γραφής, αν και η ενασχόλησή του με την φούγκα και γενικότερα τις αντιστικτικές τεχνικές παρουσιάζεται με μεγαλύτερη συχνότητα στα έργα του και παίζει πολύ καθοριστικότερο ρόλο στην ωρίμανση του ύφους του μετά το 1782, χάρη στην συμβολή του βαρώνου Gottfried van Swieten, γνωστού λάτρη της μουσικής των Georg Friedrich Händel και Johann Sebastian Bach.

Στο πλαίσιο αυτής της συναναστροφής, ο Mozart συνέθεσε, μεταξύ άλλων, μια φούγκα για δύο πιάνα (KV 426) στις 29 Δεκεμβρίου 1783 στην Βιέννη. Λίγα χρόνια αργότερα, στις 26 Ιουνίου 1788, ο ίδιος προσθέτει στον κατάλογο των έργων του «Ένα σύντομο Adagio, για δύο βιολιά, βιόλα και μπάσσο, σε μια φούγκα που έχω γράψει εδώ και πολύ καιρό για 2 πιάνα». Η αφορμή δημιουργίας του νέου αυτού έργου (που φέρει τον αριθμό 546 στον κατάλογο του Köchel) δεν είναι γνωστή σε εμάς σήμερα· μάλλον πρόκειται για παραγγελία από κάποιο ιδιωτικό σύνολο δωματίου. Είναι ενδιαφέρον ότι στο τέλος του χειρογράφου (που περιλαμβάνει και την μεταγραφή της φούγκας για σύνολο εγχόρδων) υπάρχει σαφής διαχωρισμός της χαμηλότερης οργανικής φωνής σε “Violoncelli” και “Contra Bassi” [sic], που υποδεικνύει ότι το έργο γράφηκε για ορχήστρα εγχόρδων· εντούτοις, η παράδοση των εκδόσεων του έργου – και κατά συνέπειαν η περαιτέρω εκτελεστική πρακτική του – αγνόησε την συμμετοχή των κοντραμπάσσων, προτείνοντας ουσιαστικά την ερμηνεία του έργου αυτού από ένα κουαρτέττο εγχόρδων.

Το εναρκτήριο Adagio είναι πράγματι σχετικώς σύντομο, με έκταση 52 μέτρων. Καθ’ όλην την διάρκειά του αντιπαρατίθενται δύο στοιχεία: μια πρώτη ιδέα, συγχορδιακής υφής, με βαρύ παρεστιγμένο χαρακτήρα που επιτείνει το υψηλό επίπεδο δυναμικής εντάσεως, εναλλάσσεται με μια δεύτερη, πιο ήρεμη στην διάθεσή της και πάντοτε εμφανιζόμενη σε χαμηλό επίπεδο δυναμικής, η οποία δίνει παράλληλα έμφαση στην μελωδική παράμετρο καθώς και στην αυτοδυναμία κάθε ξεχωριστής φωνής. Η τονική πορεία είναι πλούσια σε μετατροπίες, παραπέμποντας στο περιεχόμενο ενός “πρελουδίου”, ενώ παράλληλα διαφαίνεται ένας διμερής μακροδομικός σκελετός, στο πλαίσιο του οποίου το μεν πρώτο “δυναμικό” θεματικό στοιχείο εκτίθεται χωρίς ουσιώδεις τροποποιήσεις, ενώ το “μειλίχιο” δεύτερο αποδεικνύεται εξαιρετικά πλούσιο σε δυνατότητες αναπτύξεως και διαρκούς μετασχηματισμού των περιεχομένων του. Μετά από πτώση στην δεσπόζουσα εισάγεται η φούγκα (Allegro moderato), εκτάσεως 119 μέτρων: ενδεικτικό του χαρακτήρα του μέρους αυτού είναι ίσως το ότι ο Mozart υπογράμμισε στο χειρόγραφό του το moderato, αν και στις περισσότερες παρτιτούρες που κυκλοφόρησαν μετά τον θάνατο του δημιουργού υφίσταται μόνον η υπόδειξη Allegro για την χρονική αγωγή της φούγκας! Το ίδιο το τρίμετρο θέμα της περιλαμβάνει μια πολύ ισχυρή τονικά έναρξη και ένα κλείσιμο με βήματα ημιτονίου, το οποίο και παρέχει την αφορμή για την εν γένει χρωματικότητα της γραφής στην εξέλιξη του κομματιού. Ο Mozart επιδίδεται σε μια σειρά περίτεχνων παραθέσεων του θέματος (σε ευθεία και ανάστροφη κίνηση) στο πλαίσιο εξαιρετικά πυκνών μιμητικών διαδικασιών, προκειμένου να αποτίσει φόρο τιμής στην υψηλή αντιστικτική τέχνη του ύστερου μπαρόκ. Από την άλλη πλευρά όμως, η φούγκα ενός συνθέτη της περιόδου του κλασσικισμού διαθέτει και ορισμένα ιδιαίτερα, περισσότερο συμβατά προς την εποχή της χαρακτηριστικά: έτσι, μεμονωμένα συστατικά στοιχεία του θέματος (καθώς και του αντιθέματος) είναι επιδέξιμα μεθοδικής μοτιβικής αναπτύξεως, ενώ σποραδικά κάνουν την εμφάνισή τους και στοιχεία ομοφωνικότερης υφάνσεως (κυρίως διπλασιασμοί φωνών σε απόσταση τρίτης ή έκτης), τα οποία βρίσκουν την τελική τους δικαίωση στην κατακλείδα ενός από τα πλέον δυσπρόσιτα στο ευρύ κοινό – λόγω του πολυφωνικού του χαρακτήρος – αλλά και υψηλής καλλιτεχνικής στάθμης έργα του μεγάλου αυστριακού δημιουργού.

17.03.2002


© Ιωάννης Φούλιας