Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κουϊντέττο εγχόρδων σε σολ-ελάσσονα, KV 516

Η ανάδειξη του είδους του κουϊντέττου εγχόρδων στον χώρο της μουσικής δωματίου και ιδίως η παγίωση του συνόλου για δύο βιολιά, δύο βιόλες και ένα τσέλλο οφείλονται σε μεγάλο βαθμό στα ευάριθμα αλλά έξοχα δείγματα γραφής του Mozart. Η ιδιαιτερότητα του κουϊντέττου KV 516, εξ άλλου, οφείλεται τόσο στο γεγονός ότι δεν γνωρίζουμε την αφορμή σύνθεσής του όσο και στην τονικότητα της σολ-ελάσσονος, η οποία ειδικά στον Mozart εμπεριέχει κατά κανόναν ένα στοιχείο τραγικότητος. Το έργο ολοκληρώθηκε στις 16 Μαΐου 1787 και έναν περίπου χρόνο αργότερα ο Mozart αναζήτησε την οικονομική συνδρομή των μουσικόφιλων της Βιέννης για την έκδοσή του· η μικρή ωστόσο ανταπόκριση που συνάντησε το αίτημά του καθυστέρησε την έκδοση του εν λόγω κουϊντέττου μέχρι το 1790.

Το εναρκτήριο μέρος (Allegro) χαρακτηρίζεται από εκφραστικό πλούτο που έρχεται μάλιστα σε έντονη αντίθεση προς την μοτιβική του λιτότητα – πράγμα σπάνιο εν γένει στον Mozart! Από το αρχικό μοτίβο απορρέει ένας συνεχής παλμός ογδόων, επί του οποίου εξυφαίνεται μια παθητική μελωδική γραμμή, γεμάτη ρωγμές, αρχικά στο πρώτο βιολί και έπειτα στην πρώτη βιόλα· η κύρια θεματική ομάδα κατακτά πάντως ολόκληρο το διαθέσιμο ηχητικό εύρος μόνο προς το τέλος της. Ένα δεύτερο βασικό μοτίβο (με χαρακτηριστικό ανιόν άλμα και βηματική κάθοδο) εμφανίζεται πάραυτα στο πρώτο βιολί και οδηγεί μέσα από την μελωδική του ανάπτυξη στην σχετική Σι-ύφεση-μείζονα για την πλάγια θεματική ομάδα της εκθέσεως, όπου το ίδιο συνδυάζεται και εναλλάσσεται με δευτερεύουσες φιγούρες καθώς και με το πρώτο μοτίβο, το οποίο μάλιστα επικρατεί πλήρως στην ακόλουθη κατακλείδα. Στην ενότητα της επεξεργασίας, οι αρχικές αποσπασματικές παραθέσεις του πρώτου μοτίβου παραχωρούν γρήγορα την θέση τους σε μιαν ιδιαίτερα πυκνή και δραματική ανάπτυξη του δευτέρου, με την ρευστοποίηση του οποίου δημιουργείται κατόπιν ένα αρμονικά στατικό πέρασμα προς την επανέκθεση. Η κύρια θεματική ομάδα ενσωματώνει τώρα μια δευτερεύουσα ανάπτυξη του πρώτου μοτίβου (γεγονός που εξισορροπεί την περιορισμένη χρήση του στην επεξεργασία), ενώ η πλάγια ομάδα μεταφέρεται στην σολ-ελάσσονα χωρίς σημαντικές τροποποιήσεις. Στην coda, τέλος, η δραματική όξυνση του πρώτου μοτίβου αίρεται τελικά στις χειρονομίες παραίτησης του δευτέρου.

Το μενουέττο (allegretto) εμφανίζεται ως δεύτερο μέρος, διατηρώντας εν πολλοίς την βαριά διάθεση του πρώτου. Οι μελωδικές φράσεις των εξωτερικών του τμημάτων είναι σύντομες και διακόπτονται από βίαιες, ηχηρές συγχορδίες· στο μεσαίο του τμήμα, τουναντίον, παρέχεται περισσότερος χώρος για μελωδική ανάπτυξη. Στην έναρξη του τρίο καραδοκεί πάντως μια έκπληξη: η καταληκτική φράση του μενουέττου μεταφέρεται στην ομώνυμη μείζονα και ο χαρακτήρας της μεταβάλλεται ριζικά! Και το τρίο ακολουθεί το τριμερές δομικό πρότυπο, με διεξοδική μάλιστα ανάπτυξη της αρχικής του ιδέας στο μεσαίο τμήμα.

Το αργό τρίτο μέρος (Adagio ma non troppo) ανοίγει με μια κύρια θεματική ομάδα στην Μι-ύφεση-μείζονα, η οποία εμπεριέχει πολλές μοτιβικές και υφολογικές αντιθέσεις καθώς και συνεχείς διακοπές της μουσικής ροής. Μια σύντομη και συνάμα αινιγματική (σε αρμονικό επίπεδο) μετάβαση οδηγεί έπειτα σε ένα θρηνητικό ξέσπασμα στην έναρξη της πλάγιας θεματικής ομάδος της εκθέσεως επί της ελάσσονος δεσπόζουσας· με την αποκατάσταση πάντως της (τροπικής) τάξεως, η ίδια μοτιβική ιδέα μεταβάλλεται σε μιαν ανάλαφρη χειρονομία στο πρώτο βιολί και την πρώτη βιόλα. Το κλείσιμο της εκθέσεως στην τονικότητα της δεσπόζουσας συνδέεται άμεσα με την ελάχιστα τροποποιημένη επανέκθεση όλων των θεματικών ιδεών του μέρους στην αρχική τονικότητα, ενώ μια coda με καταληκτικές φιγούρες από την κύρια θεματική ομάδα διαμορφώνει ένα ήρεμο κλείσιμο.

Η αργή εισαγωγή (Adagio) του τελικού μέρους συνιστά οπωσδήποτε ένα εξαιρετικά ασυνήθιστο για τον Mozart γεγονός! Εδώ, μια πολύ εκφραστική ελεγεία στο πρώτο βιολί επαναφέρει την επικρατούσα στα δύο πρώτα μέρη του κουϊντέττου διάθεση (παράλληλα δε και την τονικότητα της σολ-ελάσσονος). Σύντομα όμως η αρχική θλίψη παραχωρεί την θέση της στην τερπνή, σχεδόν χορευτική διάθεση ενός Allegro σε Σολ-μείζονα και σε μεικτή μορφή ρόντο-σονάτας. Παραδόξως, ο Mozart εκθέτει κατ’ αρχάς δύο κύρια θέματα (αμφότερα σε κλειστή τριμερή δομή), προτού στραφεί προς την τονικότητα της δεσπόζουσας για την πλάγια θεματική ομάδα. Κατόπιν, επανέρχεται στην τονική μόνο το πρώτο από τα δύο κύρια θέματα και ακολουθείται από ένα διμερές κεντρικό επεισόδιο στην Ντο-μείζονα, σύντομη ανάπτυξη του υλικού του δεύτερου κυρίου θέματος καθώς και την τονική επαναφορά ολόκληρης της πλάγιας θεματικής ομάδος. Το έργο ολοκληρώνεται με την τμηματική μόνο επανέκθεση και επιμέρους ανάπτυξη των δύο κυρίων θεμάτων, έχοντας βέβαια αποτινάξει οριστικά κάθε ανάμνηση του μελαγχολικού του “παρελθόντος”.

09.05.2004


© Ιωάννης Φούλιας