Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κοντσέρτο για πιάνο σε Μι-ύφεση-μείζονα, KV 482

Το είδος του κοντσέρτου για πιάνο με συνοδεία ορχήστρας καλλιεργήθηκε ιδιαιτέρως κατά το δεύτερο ήμισυ του 18ου αιώνος. Σε αυτό συνετέλεσαν τόσο οι σημαντικές τεχνικές βελτιώσεις που επέφεραν διάφοροι κατασκευαστές πιάνων εκείνης της περιόδου, όσο και το ενδιαφέρον που επέδειξαν για το νέο αυτό όργανο καλλιτέχνες που διέθεταν την διπλή ιδιότητα του εκτελεστή και του συνθέτη. Μια εξέχουσα τέτοια περίπτωση υπήρξε ο Wolfgang Amadeus Mozart, ο οποίος στα παιδικά του κιόλας χρόνια κατακτούσε με τις πιανιστικές του ερμηνείες τα μεγαλύτερα αστικά κέντρα και τις ηγεμονικές αυλές του ευρωπαϊκού χώρου. Προκειμένου να εξοικειωθεί με την μορφή του κοντσέρτου και γενικότερα με τα ζητήματα ύφους και γραφής που έθετε το συγκεκριμένο είδος, ο νεαρός Mozart διασκεύασε το 1767 μια επιλογή μερών από σονάτες για πιάνο ονομαστών συνθετών της εποχής του σε τέσσερα κοντσέρτα με συνοδεία ορχήστρας (KV 37, 39, 40 και 41), ενώ το 1772 ακολούθησαν άλλα τρία παρόμοια έργα (KV 107, αρ. 1-3) με υλικό δανεισμένο αποκλειστικά από τον Johann Christian Bach. Τα πρώτα αυτόνομα δείγματα του είδους εμφανίζονται από το 1775 και έπειτα και διακρίνονται σε ένα πρώτο σύνολο έξι έργων της περιόδου του Salzburg, γραμμένα μέχρι το 1779 (KV 175, 238, 242, 246, 271 και 316a / 365), καθώς και στα “μεγάλα” και καθ’ όλα ώριμα πλέον κοντσέρτα της βιεννέζικης περιόδου, συνθέσεις των ετών 1782-1783 (KV 385p / 414, 387a / 413, 387b / 415), 1784 (KV 449, 450, 451, 453, 456, 459), 1785-1786 (KV 466, 467, 482, 488, 491, 503), 1788 (KV 537) και 1791 (KV 595). Εξαιτίας του ότι οι διασκευές του 1767 εκτιμήθηκαν από τους μεταγενεστέρους μελετητές του έργου του Mozart ως κοντσέρτα αυτά καθ’ εαυτά και αριθμήθηκαν ως τα 4 πρώτα της εν λόγω ακολουθίας έργων, σε αντίθεση με τις αντίστοιχες εργασίες του 1772 που δεν έτυχαν ανάλογης προσοχής και μεταχείρισης, η παράδοση του 19ου αιώνα αναγνώριζε 27 κοντσέρτα για πιάνο του δημιουργού, ένα ποσοτικό δεδομένο που σήμερα θα πρέπει να μην λαμβάνεται σοβαρά υπ’ όψιν, αφού τα αυθύπαρκτα κοντσέρτα για πιάνο του Mozart είναι 23 (εκ των οποίων μάλιστα το KV 316a / 365 για δύο πιάνα και το KV 242 για τρία), ενώ αν προστεθούν όλες οι προαναφερόμενες νεανικές διασκευές ο συνολικός αριθμός των δειγμάτων του είδους ανέρχεται στα 30.

Για τον παραπάνω λόγο η αρίθμηση του κοντσέρτου σε Μι-ύφεση-μείζονα, KV 482, ως 22ου στην συνολική σειρά θεωρείται άνευ ουσίας. Όπως όλα σχεδόν τα κοντσέρτα που έγραψε ο συνθέτης για πιάνο, έτσι και αυτό προοριζόταν για τον ίδιο ως σολίστα και διευθυντή της ορχήστρας. Κατά το δεύτερο ήμισυ του 1785 και τους πρώτους μήνες του επομένου έτους ο Mozart ήταν απορροφημένος στην σύνθεση της όπεράς του Οι γάμοι του Figaro. Έτσι, το κοντσέρτο αυτό γράφηκε πολύ βιαστικά, μέσα σε λίγες μόνον ημέρες, και ολοκληρώθηκε στις 16 Δεκεμβρίου 1785, προκειμένου να παρουσιασθεί σε μια από τις τακτικές συναυλίες συνδρομητών της αυστριακής πρωτεύουσας. Ωστόσο η ακριβής ημερομηνία της πρώτης αυτής εκτελέσεως παραμένει στο σκοτάδι, με πιο πιθανή την 23η Δεκεμβρίου του 1785. Σε επιστολή του πατέρα του συνθέτη, Leopold, προς την κόρη του Nannerl, τονίζεται το ασυνήθιστο γεγονός της επαναλήψεως του αργού μέρους κατ’ απαίτησιν του κοινού! Για το έργο αυτό ο δημιουργός του διέθετε ένα σχετικά πλούσιο ορχηστρικό σώμα, αποτελούμενο από 1 φλάουτο, 2 κλαρινέττα, 2 φαγγόττα, 2 κόρνα, 2 τρομπέτες, τύμπανα και έγχορδα.

Το πρώτο μέρος, Allegro, ξεκινά με ένα εκτενές και πλούσιο σε θεματικές ιδέες ορχηστρικό ritornello: ο ήχος είναι λαμπερός, ενώ από τα πρώτα κιόλας μέτρα της παρτιτούρας διαφαίνεται η ιδιαιτερότητα της ενορχηστρώσεως του Mozart στην θαυμαστή σολιστική χρήση των ξύλινων πνευστών. Απέναντι σε αυτό το πληθωρικό εναρκτήριο ritornello, το πιάνο εμφανίζεται αρχικά μόνο του, γεμάτο λυρισμό, έπειτα δε ενώνεται με την ορχήστρα αναπτύσσοντας δεξιοτεχνικές φιγούρες πάνω σε γνώριμο ήδη αλλά και νεοεμφανιζόμενο θεματικό υλικό. Στην ενότητα της επεξεργασίας της μορφής σονάτας κοντσέρτου, το πιάνο με την αέναη κίνησή του καθίσταται το υπόβαθρο μιας αντιπαραθέσεως ανάμεσα στα έγχορδα και τα πνευστά. Εξαιρετικής εμπνεύσεως αποδεικνύεται η κατασκευαστική αρχή που ακολουθείται στην επανέκθεση: αξιοποιώντας κυρίως τα θεματικά στοιχεία του εναρκτήριου ritornello, τώρα όμως με την συμμετοχή και του πιάνου, ο Mozart επιτυγχάνει να διατηρήσει στο ακέραιο το ενδιαφέρον του ακροατή και επιπλέον να ενώσει λειτουργικά όλες τις επιμέρους δομικές ενότητες του μέρους σε ένα σφικτοδεμένο σύνολο. Με την απαραίτητη ορχηστρική κορύφωση φθάνουμε στο σημείο όπου ο σολίστας καλείται να αυτοσχεδιάσει κάτι, λίγο πριν το κλείσιμο: ο Mozart δεν κατέγραψε για το κοντσέρτο αυτό καμμία καντέντσα, οπότε ο εκάστοτε ερμηνευτής είναι υποχρεωμένος είτε να αξιοποιήσει κάποια σύνθεση του 19ου ή του 20ού αιώνος είτε να επινοήσει ο ίδιος μια σύντομη και αρκετά δεξιοτεχνική φαντασία πάνω σε θέματα από το συγκεκριμένο μέρος.

Το εκπληκτικής εκφραστικής βαθύτητος Andante, στην σχετική ντο-ελάσσονα, αποτελεί ένα πολύ καλό παράδειγμα εμφυτεύσεως στοιχείων της φωνητικής τεχνοτροπίας, και δη της μουσικής για την όπερα, στον χώρο της ενόργανης μουσικής του ώριμου κλασσικού ύφους. Εδώ το πιάνο, τα πνευστά και τα έγχορδα αξιοποιούνται ως ξεχωριστές ηχοχρωματικές ποιότητες που διαθέτουν τον δικό τους χαρακτήρα η κάθε μια. Το αργό αυτό μέρος βασίζεται στην μορφή ενός απλού ρόντο του τύπου Α Β Α Γ Α, όπου κάθε νέα επαναφορά του κυρίου θέματος παρουσιάζεται υπό μορφήν παραλλαγής. Το θέμα αυτό αρχικά εισάγεται μόνο από τα έγχορδα σε χαμηλή ηχητική περιοχή, έπειτα δε απαντά το πιάνο ως επί το πλείστον ασυνόδευτο αλλά και πεποικιλμένο με αρκετές καλαίσθητες μουσικές φιγούρες. Το πρώτο επεισόδιο ανήκει αποκλειστικά στα πνευστά, που αντιπροσωπεύουν τα πολύ δημοφιλή στην εποχή του Mozart υπαίθρια σύνολα πνευστών (Harmoniemusik), από τα οποία αργότερα προέκυψαν οι στρατιωτικές μπάντες: με τον αιθέριο ήχο τους και στην τονικότητα της Μι-ύφεση-μείζονος επιτυγχάνουν μια τέλεια αντίθεση προς το κύριο θέμα. Η επαναφορά του τελευταίου διαθέτει περισσότερη ενέργεια, με το πιάνο να συνοδεύεται και πάλι από τα έγχορδα. Στο δεύτερο επεισόδιο στην Ντο-μείζονα, τουναντίον, την θέση του πιάνου καταλαμβάνει ένας υπέροχος διάλογος του φλάουτου με το πρώτο φαγγόττο· στα αυτιά των ακροατών φθάνει ολοζώντανος ο ήχος ενός οπερατικού ντουέττου. Όμως, μετά από αυτήν την εντύπωση, το κύριο θέμα επανεισάγεται, αυτήν την φορά εξαιρετικά παθητικό, από ολόκληρη την ορχήστρα που συνδιαλέγεται με το πιάνο. Η δραματική αυτή κορύφωση επιβάλλει πλέον τον χαρακτήρα της μέχρι το τέλος του κομματιού, που κλείνει με τρόπο ηπιότερο μεν, αλλά σβήνει σιγά-σιγά, σαν να έχει απολεσθεί πλέον κάθε ελπίδα…

Από την ονειροπόληση αυτή μας απαγάγει αμέσως το επερχόμενο Allegro στην αρχική Μι-ύφεση-μείζονα, που σε ρυθμό έξι-ογδόων αναδεικνύει γεμάτο ζωντάνια την μελωδική του χάρη. Η πρώτη θεματική ιδέα ακολουθείται από μια δεύτερη στην περιοχή της δεσπόζουσας, ελάχιστα πιο συγκρατημένη στην έκφρασή της, όχι όμως και στον απαιτούμενο βαθμό δεξιοτεχνίας. Κατόπιν επανεισάγεται η αρχική ιδέα και ξεκινά μια υποτυπώδης ανάπτυξή της, όπως δηλαδή συνηθίζεται στην σύνθετη μορφή σονάτας-ρόντο που κατά κανόναν εφαρμόζει ο Mozart στα τελικά μέρη των κοντσέρτων του για πιάνο. Εδώ όμως μας επιφυλάσσει μια έκπληξη: στην περιοχή της υποδεσπόζουσας (Λα-ύφεση-μείζονα) εμφανίζεται παρενθετικά ένα αργό μενουέττο (Andantino cantabile), όπου το πιάνο συμμετέχει σε έναν ωραιότατο διάλογο με τα πνευστά, προεξαρχόντων μάλιστα των κλαρινέττων! Η ιδέα αυτή δεν είναι πάντως μοναδική στο έργο του Mozart, καθώς ανάλογη παρένθεση υφίσταται και στο τελευταίο μέρος του κοντσέρτου για πιάνο KV 271, που συμπτωματικώς (;) είναι γραμμένο στην ίδια τονικότητα με το παρόν. Τελικά, παράλληλα με την επανάκτηση της αρχικής χρονικής αγωγής (Tempo primo) επανεκτίθενται και οι δύο θεματικές ομάδες· λίγο πριν την σφριγηλή ολοκλήρωση του έργου, εξ άλλου, ο σολίστας καλείται εκ νέου να συνεισφέρει μια καντέντσα, για την οποίαν ο συνθέτης (όπως και στο πρώτο μέρος) δεν άφησε κάποια καταγεγραμμένη εκδοχή.

30.09.2001


© Ιωάννης Φούλιας