Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κουαρτέττο εγχόρδων σε ρε-ελάσσονα, KV 417b / 421

Το απαιτητικό είδος του κουαρτέττου εγχόρδων απασχόλησε τον Wolfgang Amadeus Mozart σε πολύ περιστασιακή βάση και οι περισσότερες από τις δημιουργίες του σε αυτόν τον τομέα σίγουρα δεν συγκαταλέγονται στις κορυφαίες του αυστριακού συνθέτη. Μείζονα εξαίρεση σε αυτό το γεγονός αποτελεί, εντούτοις, η εξάδα των αριστουργηματικών του κουαρτέττων που συνετέθη από τα τέλη του 1782 έως τις αρχές του 1785 στην Βιέννη και αφιερώθηκε τιμητικά στον Joseph Haydn, ο οποίος με την συστηματική του εργασία σε αυτόν τον τομέα είχε ήδη καθιερώσει και προσδώσει υψηλότατο κύρος στο εν λόγω μουσικό είδος. Το Κουαρτέττο σε ρε-ελάσσονα, KV 417b / 421, είναι το δεύτερο της συλλογής αυτής και το μοναδικό σε ελάσσονα τρόπο στο ίδιο πλαίσιο· γράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα το καλοκαίρι του 1783 και θεωρείται απίθανο (παρά την έλλειψη σχετικών τεκμηρίων) να μην εκτελέσθηκε πριν τις 15 Ιανουαρίου 1785, όταν δηλαδή πραγματοποιήθηκε η πρώτη συνολική παρουσίαση των έξι νέων κουαρτέττων του Mozart σε ιδιωτικό κύκλο – παρόντος του Haydn – στην Βιέννη.

Το πρώτο μέρος, Allegro moderato, ανοίγει με τις γεμάτες απόγνωση μελωδικές χειρονομίες του δραματικού κυρίου θέματος στην ρε-ελάσσονα, ενώ με την πολύ επιτυχημένη μεσολάβηση που ακολουθεί, το πλάγιο θέμα εμφανίζεται αργότερα στην σχετική Φα-μείζονα με χαρακτηριστικά ήπια και ανέμελη διάθεση, την οποία μάλιστα επεκτείνουν οι χαριτωμένες και ολίγον κωμικές καταληκτικές ιδέες της εκθέσεως. Όμως η αναδρομή στο κύριο θέμα με την έναρξη της κεντρικής επεξεργασίας επαναφέρει την αρχική ζοφερή ατμόσφαιρα και λειτουργεί ως εφαλτήριο για μια πυκνή και αγωνιώδη μιμητική ανάπτυξη του κυρίου θεματικού υλικού, το οποίο από ένα σημείο και έπειτα συνδυάζεται αντιστικτικά και με την ύστατη καταληκτική φιγούρα της εκθέσεως, που τελικά απομένει μονάχη να αναπτύσσεται στο συνδετικό πέρασμα προς την επανέκθεση. Σε αυτήν την τρίτη μακροδομική ενότητα, το κύριο θέμα επανέρχεται αμετάβλητο, εν αντιθέσει προς το πλάγιο που μεταμορφώνεται σε μια συγκινητική ελεγεία, καθώς προσαρμόζεται στην βασική ελάσσονα τονικότητα. Έτσι, έπειτα και από την τυπική επαναφορά των καταληκτικών ιδεών στην ρε-ελάσσονα, η ύστατη φιγούρα εξυφαίνεται περαιτέρω, ολοκληρώνοντας την σύντομη καταληκτική προέκταση της επανεκθέσεως με μια σφοδρή τελική κλιμάκωση.

Το Andante σε Φα-μείζονα κρύβει κάτω από την μελωδική και ρυθμική του απλότητα και ηπιότητα μιαν ενδιαφέρουσα, ασύμμετρη μετρική και φραστική οργάνωση. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή του είναι απόλυτα διαυγής και η τριμέρεια της πρώτης μακροδομικής του ενότητος αντανακλάται επίσης στην μακροδομική του κατασκευή, που περιλαμβάνει προσέτι μια μεσαία ενότητα στην ομώνυμη φα-ελάσσονα, με χαρακτηριστικές εναλλαγές διάθεσης (στιγμές μελαγχολίας, τραγικής έξαρσης αλλά και θερμού λυρισμού συνδιαμορφώνουν εν προκειμένω ένα πολύπτυχο μωσαϊκό), καθώς και μιαν αυτούσια επαναφορά της αρχικής, με επιπρόσθετη καταληκτική προέκταση.

Το τρίτο μέρος του κουαρτέττου αντιπαραθέτει με την μορφή ενός μενουέττου με τρίο δύο εκ διαμέτρου αντίθετες ηχητικές εικόνες: το μενουέττο (Allegretto) είναι γραμμένο στην ρε-ελάσσονα και διέπεται από έναν έντονα παθητικό χαρακτήρα, τόσο στα ταυτόσημα εξωτερικά του τμήματα, όσο και στο εκτενές αναπτυξιακό εσωτερικό του· τουναντίον, το πρόσχαρο τρίο στην Ρε-μείζονα, αν και διαθέτει παρόμοια δομικά χαρακτηριστικά, παραπέμπει εμφανέστατα σε έναν λαϊκό χορό, με χιουμοριστικά (τεράστια) άλματα στην βασική μελωδική του γραμμή.

Το διμερές θέμα για τις παραλλαγές του τελικού μέρους του έργου, ενός Allegretto ma non troppo σε ρε-ελάσσονα, ισορροπεί επιδέξια ανάμεσα στην μελαγχολική διάθεση των θεματικών του περιεχομένων και στον κατ’ αρχήν εύθυμο χορευτικό παλμό ενός siciliano. Η πρώτη παραλλαγή αναδεικνύει σολιστικά την γραμμή του πρώτου βιολιού, ενώ η δεύτερη προσλαμβάνει δραματικό χαρακτήρα με τις εμφαντικές της συγκοπές που εναλλάσσονται με σημεία βαθύτατου λυρισμού. Στην ακόλουθη τρίτη παραλλαγή, εξ άλλου, προβάλλεται έντονα η δεξιοτεχνία της βιόλας, το μέρος της οποίας αναλάμβανε με ευχαρίστηση ο ίδιος ο Mozart, όταν συμμετείχε στην εκτέλεση κουαρτέττων εγχόρδων. Ξεχωριστή, επίσης, είναι η τέταρτη και τελευταία παραλλαγή, η οποία ανασκευάζει το αρχικό θέμα με πραότητα στην ομώνυμη Ρε-μείζονα. Ωστόσο, ο ελάσσων τρόπος αποκαθιστάται στην coda του μέρους (Più allegro), όπου το πρώτο μόνο τμήμα του θέματος ακολουθείται πλέον από ελεύθερη μοτιβική ανάπτυξη του υλικού του, φθάνοντας τελικά σε μιαν ελάχιστα εφησυχαστική κατάληξη, έπειτα από τις συνεχείς απειλητικές επικλήσεις ενός μέχρι πρότινος επουσιώδους – αλλά εξόχως ορμητικού και “έμμονου” – μοτίβου.

25.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας