Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Άρια της Konstanze, “Ach ich liebte, war so glücklich”, από την πρώτη πράξη του Singspiel Η Απαγωγή απ’ το Σεράι, KV 384 / 6

Το τρίπρακτο κωμικό Singspiel Η Απαγωγή απ’ το Σεράι, KV 384, συνιστά κατ’ ουσίαν το πρώτο σημαντικό οπερατικό έργο στην γερμανική γλώσσα, που από την παρθενική του παράσταση στην Βιέννη, στις 16 Ιουλίου 1782, έως σήμερα έχει καθιερωθεί στον χώρο του λυρικού θεάτρου και απολαμβάνει μεγάλης δημοτικότητος. Ο Mozart αξιοποίησε ως libretto μια ελεύθερη επεξεργασία του Johann Gottlieb Stephanie επί του ομότιτλου θεατρικού έργου του Christoph Friedrich Bretzner και συνέθεσε την μουσική του περίφημου αυτού Singspiel κατά διαστήματα, από τα τέλη Ιουλίου του 1781 μέχρι τα τέλη Μαΐου του επομένου έτους. Ειδικά πάντως η πρώτη πράξη, προς το τέλος της οποίας τοποθετείται η άρια της Konstanze “Ach ich liebte, war so glücklich” (το υπ’ αριθμόν 6 μουσικό τεμάχιο του συνολικού έργου, μη συνυπολογιζομένης της ορχηστρικής εισαγωγής), ήταν ήδη έτοιμη στα τέλη του Αυγούστου του 1781.

Το κείμενο της άριας αποτελείται από δύο στροφές, εκ των οποίων η μεν πρώτη αναπολεί την παλαιότερη ερωτική ευτυχία της ηρωίδος, ενώ η δεύτερη αναφέρεται στο ζοφερό παρόν του βίαιου χωρισμού της Konstanze από τον Belmonte. Η μουσική τους εκμετάλλευση, ωστόσο, δεν ακολουθεί τις απλές προδιαγραφές αυτού του αντιθετικού διπτύχου. Ο Mozart μελοποιεί την πρώτη στροφή εν είδει αργού εισαγωγικού τμήματος στην Σι-ύφεση-μείζονα, όπου η ήπια εκφραστικότητα και η συλλαβική εκφορά του κειμένου αναδεικνύονται σε βασικά χαρακτηριστικά. Από την άλλη πλευρά, η δεύτερη ποιητική στροφή, εκκινώντας με τον στίχο “Doch wie schnell schwand meine Freude” («Όμως πόσο γρήγορα εξαφανίσθηκε η χαρά μου»), ταυτίζεται με μιαν ενότητα γρήγορης χρονικής αγωγής, η οποία διαμορφώνεται ως έκθεση σονάτας· και ενώ η εναρκτήρια θεματική ιδέα στην Σι-ύφεση-μείζονα είναι ακόμη αρκετά συγκρατημένη, η μετέπειτα προσέγγιση και εδραίωση της Φα-μείζονος δίνει το έναυσμα σε επάλληλες δραματικές εξάρσεις (που τονίζουν την λέξη “Tränen” / «δάκρυα») και περίτεχνα μελισματικά περάσματα, που επιπλέον υποστηρίζονται και από την ενεργότερη σύμπραξη της ορχήστρας – η οποία συνίσταται σε ζεύγη όμποε, κλαρινέττων, φαγγόττων, κόρνων και έγχορδα. Στην συνέχεια, η επαναφορά της πρώτης ποιητικής στροφής αποσκοπεί στην δημιουργία ενός συνδετικού περάσματος προς την Σι-ύφεση-μείζονα, στην οποία όμως λαμβάνει χώραν αναπάντεχα και μια συνοπτική ανάκληση των περιεχομένων του αργού εισαγωγικού τμήματος, παρά την διατήρηση της γοργής χρονικής αγωγής (με διπλασιασμένες ρυθμικές αξίες ως αντιστάθμισμα)! Κατόπιν τούτου δε, επαναλαμβάνεται και η δεύτερη στροφή του κειμένου, για τις ανάγκες της θεματικής επανεκθέσεως της υπερκείμενης μορφής σονάτας, στο πλαίσιο της οποίας τα καταληκτικά δεξιοτεχνικά περάσματα δεν μεταφέρονται πλέον αυτούσια στην βασική τονικότητα, αλλά αντικαθίστανται σε σημαντικό βαθμό από νέα, εν μέρει ακόμη πιο εντυπωσιακά.

01.10.2005


© Ιωάννης Φούλιας