Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Divertimento σε Ρε-μείζονα, KV 320b / 334

To divertimento σε Ρε-μείζονα, KV 320b / 334, για δύο κόρνα και έγχορδα, συνιστά μια από τις τελευταίες (και εκτενέστερες) συνεισφορές του Mozart στα πολυμερή είδη ψυχαγωγικής μουσικής του κλασσικισμού. Η δημιουργία του τοποθετείται μεταξύ των ετών 1779-1780 στο Salzburg και εικάζεται ότι προοριζόταν για την αποφοίτηση του Sigmund von Robinig, γόνου επιφανούς οικογένειας του Salzburg, από την νομική σχολή του Πανεπιστημίου της πόλεως· αν η υπόθεση αυτή είναι σωστή, τότε η πρόταξη του εμβατηρίου σε Ρε-μείζονα, KV 320c / 445, στο παρόν divertimento (το αυθεντικό χειρόγραφο του οποίου είχε χαθεί ήδη στις αρχές της δεκαετίας του 1780) είναι ταιριαστή με την πανηγυρική περίσταση και – σε κάθε περίπτωση – συμβατή με τα δεδομένα του μουσικού αυτού είδους.

Η διάρθρωση του εν λόγω divertimento είναι εξαμερής: τα γρήγορα εξωτερικά μέρη διαμορφώνουν ένα πλαίσιο, εντός του οποίου παρατίθενται δύο ζεύγη αργού μέρους και μενουέττου. Το εναρκτήριο Allegro, σε μορφή σονάτας, βρίθει μελωδικών εμπνεύσεων: όχι μόνον οι δύο θεματικές ομάδες, η μετάβαση καθώς και η κατακλείδα της εκθέσεως διαθέτουν έκαστες τις δικές τους θεματικές ιδέες, αλλά ακόμη και η επεξεργασία ανοίγει με ένα νέο θέμα, προτού αναλωθεί σε μια σειρά μετατροπικών περασμάτων! Η διάθεση διατηρείται σε γενικές γραμμές εύθυμη και χιουμοριστική, ο ρόλος του πρώτου βιολιού είναι σχεδόν σολιστικός, ενώ αντιθέτως τα κόρνα περιορίζονται σε ελάχιστες “πομπώδεις” παρεμβάσεις. Το πρώτο αργό μέρος (Tema con variazioni: andante), στην ομώνυμη τονικότητα της ρε-ελάσσονος, βασίζεται σε ένα απλό, διμερές και συγκρατημένο θέμα που ακολουθείται από έξι παραλλαγές και μια ελεγειακή, δίχως εξάρσεις, coda: στην πρώτη και την έκτη παραλλαγή δίνεται έμφαση στον σολιστικό ρόλο του πρώτου βιολιού· η δεύτερη και η τρίτη χαρακτηρίζονται αντιθέτως από πλούτο ρυθμικών μοτίβων και πυκνή ύφανση· η τέταρτη παραλλαγή, στην Ρε-μείζονα, αφιερώνεται στον λαμπερό ήχο των δύο κόρνων, ενώ η πέμπτη (που επιστρέφει στον ελάσσονα τρόπο) είναι η πιο σκοτεινή απ’ όλες. Το ακόλουθο μενουέττο (στην Ρε-μείζονα) έχει έντονα χορευτική διάθεση. Τόσο αυτό, όσο και το ενδιάμεσο τρίο στην Σολ-μείζονα, βασίζονται σε ένα απλό τριμερές δομικό πρότυπο· το τρίο, ωστόσο, στερείται των κόρνων και δίνει σαφή προτεραιότητα στο σολιστικό πρώτο βιολί.

Το δεύτερο αργό μέρος, ένα Adagio σε Λα-μείζονα, είναι επίσης γραμμένο μόνο για έγχορδα. Εδώ ακολουθείται η μορφή της σονάτας, στο πλαίσιο της οποίας αμφότερες οι εκτιθέμενες θεματικές ομάδες στολίζονται από περίτεχνες φιγούρες στο πρώτο βιολί. Η επεξεργασία αναδιατυπώνει το θεματικό υλικό της εκθέσεως στρεφόμενη προς σκοτεινότερες τονικές πλευρές, ενώ στην επανέκθεση το κύριο θέμα αναδύεται μέσα από μια πραγματικά εμπνευσμένη μελωδική παραλλαγή. Το δεύτερο μενουέττο, στην Ρε-μείζονα, είναι επιβλητικό, αν και στην επαναφορά του πρώτου τμήματος της τριμερούς του μακροδομής παρεμβάλλεται απρόσμενα ένα στοχαστικό πέρασμα. Το μενουέττο αυτό εναλλάσσεται περαιτέρω με δύο τρίο: το πρώτο, στην ρε-ελάσσονα, είναι αρκετά ζοφερό, ανακαλώντας ως έναν βαθμό την εντύπωση που δημιουργεί η προαναφερόμενη παρεμβολή του αντίθετου τρόπου στο μενουέττο· τουναντίον, το – επίσης τριμερές – δεύτερο τρίο, στην σι-ελάσσονα, συνδέεται άμεσα με την κατάληξη του μενουέττου και γρήγορα στρέφεται προς ηπιότερες και μελωδικότερες παραστάσεις. Το έργο ολοκληρώνεται με ένα Rondo: allegro σε Ρε-μείζονα, η σύνθετη μορφή του οποίου (μια σπάνια περίπτωση “ροντώ-σονάτας”) μπορεί σχηματικά να αποδοθεί ως Α Β Α΄ Γ Α΄ Δ Β΄ Α. Η κύρια θεματική ομάδα (Α) εμφανίζεται ολόκληρη μόνο στην αρχή και στο τέλος του μέρους, ενώ οι δύο ενδιάμεσες παραθέσεις της (Α΄) περιορίζονται στην αντιπροσωπευτική εναρκτήρια θεματική ιδέα. Το πρώτο επεισόδιο επέχει ρόλο πλάγιας θεματικής ομάδος (με όρους σονάτας), καθ’ ότι εκτίθεται κατ’ αρχάς στην περιοχή της δεσπόζουσας (Β) και αργότερα επανεκτίθεται – με ορισμένες τροποποιήσεις – στην τονική (Β΄). Το κεντρικό δεύτερο επεισόδιο (Γ), από την άλλη πλευρά, παρ’ ότι εμφανίζεται στην σι-ελάσσονα, δεν συνιστά ουσιαστική παραφωνία στην εύθυμη διάθεση του τελικού αυτού μέρους. Το τρίτο επεισόδιο (Δ), τέλος, αρχικά επικεντρώνεται στην Σολ-μείζονα και κατόπιν ακολουθεί μιαν ελαφρώς μετατροπική πορεία που αποσκοπεί στην οριστική επαναπροσέγγιση της αρχικής τονικότητος.

16.11.2003


© Ιωάννης Φούλιας