Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κοντσέρτο για φλάουτο αρ. 2, σε Ρε-μείζονα, KV 285d / 314

Η αρκετά ασυνήθιστη ιστορία του Δεύτερου κοντσέρτου για φλάουτο του Wolfgang Amadeus Mozart ξεκινά την άνοιξη ή το καλοκαίρι του 1777 στο Salzburg, όταν ο συνθέτης έγραψε ένα Κοντσέρτο για όμποε σε Ντο-μείζονα, KV 271k, για τον νέο ομποΐστα της τοπικής ορχήστρας Giuseppe Ferlendis. Την εποχή εκείνη, ο Mozart ήδη “ασφυκτιούσε” στην αρχιεπισκοπική αυλή του Salzburg και έτσι τον Σεπτέμβριο του ιδίου έτους ξεκίνησε μια περιοδεία προκειμένου να αναζητήσει καλύτερες επαγγελματικές προοπτικές στο Mannheim και αργότερα στο Παρίσι. Το Mannheim απετέλεσε σίγουρα τον πιο ευτυχή και προσοδοφόρο σταθμό των ταξιδιών της περιόδου 1777-1778: ο Mozart γνώρισε εκεί την περιφημότερη ορχήστρα της εποχής του, ήλθε σε επαφή με σημαντικούς ομοτέχνους του και επιπροσθέτως μπόρεσε να κερδίσει κάποια χρήματα από παραγγελίες έργων και ιδιαίτερα μαθήματα. Χάρη στην μεσολάβηση του φλαουτίστα φίλου του Johann Baptist Wendling, μάλιστα, του ανατέθηκε η σύνθεση τριών κοντσέρτων για φλάουτο και μερικών ακόμη κουαρτέττων με φλάουτο από έναν ολλανδό ερασιτέχνη εκτελεστή του οργάνου αυτού. Ωστόσο, ο Mozart ανταποκρίθηκε με ιδιαίτερη απροθυμία στο εν λόγω αίτημα, γράφοντας τον Ιανουάριο ή Φεβρουάριο του 1778 μόνο ένα νέο κοντσέρτο (KV 285c / 313) και μεταγράφοντας την ίδια περίοδο το λίγο παλαιότερο κοντσέρτο του για όμποε στην τονικότητα της Ρε-μείζονος (KV 285d / 314) για ένα όργανο που, όπως ο ίδιος δήλωνε κατηγορηματικά, δεν του άρεσε καθόλου! Το συγκεκριμένο τέχνασμα φαίνεται πως δεν απέφερε τελικά το προσδοκώμενο χρηματικό όφελος στον συνθέτη, όμως μακροπρόθεσμα συνέβαλε στην διάσωση του έργου αυτού, αφού η παρτιτούρα της πρωτότυπης εκδοχής του κοντσέρτου (για όμποε) κάποια στιγμή χάθηκε και στον 20ό αιώνα ανακατασκευάσθηκε με βάση αυτήν ακριβώς την μεταγραφή για φλάουτο. Έτσι, το ίδιο έργο κατέχει σήμερα περίοπτη θέση στο ρεπερτόριο και των δύο αυτών ξύλινων πνευστών.

Οι κυριότερες θεματικές ιδέες του πρώτου μέρους (Allegro aperto) του κοντσέρτου συνοψίζονται τρόπον τινά από την ορχήστρα στο εναρκτήριο ritornello: το κύριο θέμα είναι ανάλαφρο και διαυγές, το πλάγιο εμφανίζεται κάπως πιο συγκρατημένο, ενώ το καταληκτικό θέμα μάς μεταφέρει στον κόσμο της κωμικής όπερας, με την ζωηρότητα και την ευθυμία του. Μετά την εμφαντική είσοδο του σολίστα, ωστόσο, το υλικό αυτό χρησιμεύει μονάχα ως αφετηρία για την θεματική υπόσταση της πολύ πιο διευρυμένης εκθέσεως· έτσι, τόσο το κύριο όσο και το πλάγιο θέμα (στην Λα-μείζονα, πλέον) επεκτείνονται με ευέλικτες σολιστικές φιγούρες και περάσματα, ενώ ανάμεσά τους προστίθεται νέο μεταβατικό υλικό που εξυφαίνεται σε ακόμη μεγαλύτερη έκταση. Από την άλλη πλευρά, τα καταληκτικά θεματικά στοιχεία συνιστούν “αποκλειστικότητα” της ορχήστρας, γι’ αυτό και επανέρχονται στο δεύτερο ritornello, με το οποίο επισφραγίζεται η ολοκλήρωση της σολιστικής εκθέσεως. Ακολουθεί μια μάλλον επουσιώδης επεξεργασία, η οποία αναπτύσσει χωρίς αρμονική κινητικότητα το μεταβατικό υλικό της εκθέσεως και σύντομα οδηγεί στην σολιστική επανέκθεση, όπου το κύριο θέμα υποβάλλεται τώρα σε μια μικρή διαδικασία “δευτερεύουσας ανάπτυξης”, η μετάβαση συντομεύεται δραστικά και το πλάγιο θέμα μεταφέρεται δίχως σημαντικές τροποποιήσεις στην Ρε-μείζονα. Τέλος, με το τρίτο και έσχατο ritornello της, η ορχήστρα προετοιμάζει την αυτοσχέδια καντέντσα του φλάουτου και κατόπιν επαναφέρει στην αρχική τονικότητα τα γνωστά καταληκτικά θεματικά στοιχεία.

Το αργό μέρος του κοντσέρτου (Adagio ma non troppo) ανοίγει με ένα “υψηλού” χαρακτήρος ορχηστρικό κύριο θέμα στην Σολ-μείζονα, με το οποίο όμως οι ευγενικές μελωδικές ιδέες που απαρτίζουν την μετέπειτα σολιστική έκθεση – ένα ήρεμο δεύτερο κύριο θέμα, μία εξίσου ήπια μεταβατική ιδέα και ένα λυρικό πλάγιο θέμα στην Ρε-μείζονα – δεν έχουν σχεδόν την παραμικρή σχέση. Η κατάσταση περιπλέκεται μάλιστα ακόμη περισσότερο στην συνέχεια, όταν στο δεύτερο ορχηστρικό ritornello (που λειτουργεί ως απλό συνδετικό πέρασμα προς την επανέκθεση, με νέο υλικό) επανεισάγεται απρόσμενα και το φλάουτο, ενώ αμέσως μετά το ορχηστρικό κύριο θέμα έρχεται να υποκαταστήσει ολότελα το αντίστοιχο σολιστικό! Η εξέλιξη της επανεκθέσεως αυτής ομαλοποιείται από την μετάβαση και έπειτα, αλλά ο συνθέτης μάς επιφυλάσσει νέες εκπλήξεις στο τελευταίο ορχηστρικό ritornello, όταν αφ’ ενός μεν συνδέει κατά τρόπον καινοφανή υλικό προερχόμενο και από τα δύο προηγούμενα ritornelli, προκειμένου να προετοιμάσει με αυτό την αυτοσχέδια σολιστική καντέντσα, και αφ’ ετέρου ολοκληρώνει το αξιοπρόσεκτο αυτό μέρος με μια καταληκτική αναδρομή στην έναρξη του ορχηστρικού κυρίου θέματος εν είδει coda.

Το βασικό θέμα του Rondeau: allegro έμελλε να καταστεί διάσημο λίγα χρόνια αργότερα, όταν ο Mozart το χρησιμοποίησε εκ νέου για την άρια της Blonde “Welche Wonne, welche Lust” στην Απαγωγή απ’ το Σεράι. Στην παρούσα περίπτωση, όμως, η αρχική επωδός μιας ιδιάζουσας μορφής ρόντο που ενσωματώνει και στοιχεία σονάτας δεν αρκείται μόνο στην διπλή παρουσίαση του χαριτωμένου αυτού θέματος από το φλάουτο και την ορχήστρα, αλλά συνεχίζεται με την παράθεση τεσσάρων ακόμη θεματικών ιδεών στην Ρε-μείζονα! Η επανεμφάνιση του σολίστα σηματοδοτεί κατόπιν την έναρξη μιας εκθέσεως που βασίζεται σχεδόν αποκλειστικά σε νέο – κύριο, μεταβατικό και πλάγιο – θεματικό υλικό, δεξιοτεχνικής φύσεως ως επί το πλείστον, ενώ η ανάκληση των δύο τελευταίων ιδεών της επωδού στην Λα-μείζονα διαμορφώνει μια σύντομη αλλά ενεργητική (σολιστική και ορχηστρική) κατακλείδα. Η ενδιάμεση τονική επαναφορά της επωδού, που ακολουθεί άμεσα στο σημείο αυτό, περιορίζεται στην εναρκτήρια βασική θεματική ιδέα και οδηγεί σε μια δεύτερη μεγάλη σολιστική ενότητα, στο εσωτερικό της οποίας επανεκτίθεται μόνο το μεταβατικό και πλάγιο υλικό της προαναφερόμενης σολιστικής εκθέσεως, πλαισιωμένο από “επεισοδιακές” αναδρομές στην τρίτη και την δεύτερη θεματική ιδέα της επωδού, στην υποδεσπόζουσα και την τονική, αντίστοιχα. Τουναντίον, η ευρύτερη δεύτερη (και τελευταία) επαναφορά της επωδού στην αρχική τονικότητα ανακαλεί την πρώτη, την τέταρτη και τελικά την πέμπτη από τις θεματικές της ιδέες, εναλλάσσοντας με αυτές ένα νέο σολιστικό παράλλαγμα της τέταρτης ιδέας και παρέχοντας επιπλέον την δυνατότητα στον φλαουτίστα να αυτοσχεδιάσει μια τελευταία καντέντσα.

10.08.2008


© Ιωάννης Φούλιας