Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Wolfgang Amadeus Mozart (1756-1791): Κουαρτέττο με φλάουτο αρ. 1, σε Ρε-μείζονα, KV 285

Κατά την παραμονή του στο Mannheim από τα τέλη Οκτωβρίου 1777 έως τα μέσα Μαρτίου 1778, ο Mozart είχε την ευκαιρία να ακούσει την περιφημότερη ορχήστρα της εποχής του, να έλθει σε επαφή με σημαντικούς ομοτέχνους του, αλλά και να κερδίσει κάποια χρήματα από παραγγελίες έργων και ιδιαίτερα μαθήματα. Χάρη στην μεσολάβηση του φλαουτίστα φίλου του Johann Baptist Wendling, μάλιστα, δεν πέρασε πολύς καιρός, ώσπου να του ανατεθεί – έναντι ενός αξιοσέβαστου και άκρως ευπρόσδεκτου χρηματικού ποσού – η σύνθεση τριών κοντσέρτων για φλάουτο καθώς και μερικών ακόμη κουαρτέττων για φλάουτο και έγχορδα από έναν ολλανδό ερασιτέχνη εκτελεστή του οργάνου αυτού. Παρ’ όλα αυτά, ο Mozart ανταποκρίθηκε με έκδηλη απροθυμία στο εν λόγω αίτημα, δεδομένης και της αντιπάθειάς του για το πνευστό αυτό όργανο, ξεκινώντας από την δημιουργία του Κουαρτέττου με φλάουτο σε Ρε-μείζονα, KV 285, το οποίο ολοκλήρωσε στις 25 Δεκεμβρίου του 1777. Στο διάστημα δε που ακολούθησε, η παραγγελία ουδέποτε εκπληρώθηκε στο σύνολό της και έτσι ο συνθέτης εισέπραξε μόνο ένα τμήμα της συμπεφωνημένης αμοιβής.

Στο είδος του κουαρτέττου με φλάουτο (ή άλλο πνευστό όργανο), το πνευστό μοιάζει να παίρνει την θέση του πρώτου βιολιού ενός τυπικού κουαρτέττου εγχόρδων. Πέραν όμως της επιφανειακής αυτής αντικατάστασης, ένα κουαρτέττο με συμμετοχή πνευστού οργάνου της εποχής του κλασσικισμού υπολείπεται κατά κανόνα σε έκταση, βαρύτητα και υφολογική συνοχή του περίοπτου είδους του κουαρτέττου εγχόρδων: έτσι, και το συγκεκριμένο έργο του Mozart διαθέτει μόνο τρία (και μάλιστα όχι ιδιαιτέρως εκτενή) μέρη, το ύφος της μουσικής είναι σε γενικές γραμμές ανάλαφρο και ο ρόλος του φλάουτου κατανοείται πρωτίστως ως σολιστικός, καθώς αντιπαρατίθεται προς ένα τρίο εγχόρδων. Όλα αυτά τα χαρακτηριστικά καθίστανται αντιληπτά με την έναρξη του Allegro σε Ρε-μείζονα και το εύπλαστο κύριο θέμα του, που ακολουθείται από μια πολύ σημαντική για την εξέλιξη του μέρους μεταβατική ιδέα, μια πρώτη πλάγια θεματική ιδέα στην Λα-μείζονα – η οποία ανοίγει ήσυχα, αλλά συνεχίζεται με λαμπερά δεξιοτεχνικά περάσματα του φλάουτου – και μια δεύτερη πλάγια ιδέα, πολύ πιο συγκρατημένη και λυρική. Αντιθέτως, στην ενεργητική πρώτη και την γαλήνια δεύτερη καταληκτική ιδέα της εκθέσεως το φλάουτο συνδέεται πιο οργανικά με το μέρος των εγχόρδων. Από την πλευρά της, η επεξεργασία επικεντρώνεται στην ομώνυμη ρε-ελάσσονα, όπου αρχικά παρουσιάζεται ένα παράγωγο του κυρίου θέματος και κατόπιν αναπτύσσεται υποτυπωδώς το υλικό της μεταβατικής ιδέας. Η επανέκθεση, εξ άλλου, περικόπτει την κατάληξη του κυρίου θέματος, περιορίζεται σε υπομνήσεις του μεταβατικού υλικού και απαλείφει την αρχή της πλάγιας θεματικής περιοχής ούτως, ώστε τα περάσματα του φλάουτου να προσλάβουν πλέον και αυτά μάλλον μεταβατική λειτουργία, οδηγώντας έτσι με έμφαση στην αυτούσια τονική επαναφορά της δεύτερης πλάγιας ιδέας καθώς και των δύο καταληκτικών. Τέλος, η μεταβατική ιδέα ανακαλείται για μία ακόμη φορά, στην έναρξη μιας σύντομης αλλά αρκούντως σφριγηλής coda.

Στο ενδιάμεσο Adagio σε σι-ελάσσονα, το φλάουτο εκθέτει άμεσα μιαν ελεγειακή μελωδία υπό την αδιάλειπτη νυκτή συνοδεία των εγχόρδων. Αργότερα, βέβαια, η βασική μελωδική γραμμή προσλαμβάνει και παρηγορητικό τόνο, καθώς στρέφεται προς την σχετική Ρε-μείζονα στην μεσαία ενότητα της τριμερούς αυτής μορφής, ενώ η συνοπτική επαναφορά των αρχικών θεματικών περιεχομένων δεν βρίσκει ποτέ την πτωτική της ολοκλήρωση, εξυπηρετώντας ουσιαστικά την ομαλή αρμονική διασύνδεση του αργού αυτού μέρους με το ακόλουθο Rondeau σε Ρε-μείζονα. Παρά τον χαρακτηρισμό του, το γοργό τελικό μέρος του έργου είναι γραμμένο σε μια πιο ανεπτυγμένη μορφή ρόντο-σονάτας, η οποία ανοίγει με ένα χαριτωμένο διμερές κύριο θέμα και με την μεσολάβηση ενός σύντομου μεταβατικού τμήματος φθάνει κατόπιν στην Λα-μείζονα, όπου ένα “μονοθεματικό” παράλλαγμα του αρχικού θέματος προηγείται μιας δεύτερης πλάγιας ιδέας με νέο υλικό. Έπειτα από την τυπική τονική επαναφορά του κυρίου θέματος, το κεντρικό επεισόδιο παρουσιάζει την δική του ιδέα στην Σολ-μείζονα και την εξελίσσει υπό τύπον διαλόγου καθ’ όλην την πορεία της αυθυπόστατης τριμερούς δομής του. Όμως, αμέσως μετά, κάνει την εμφάνισή του και ένα αρκετά εκτενές συνδετικό πέρασμα που προαναγγέλλει μοτιβικά την δεύτερη επαναφορά του κυρίου θέματος, ενώ η μετέπειτα επανέκθεση της πλάγιας θεματικής περιοχής στην Ρε-μείζονα διευρύνεται λίγο στην κατάληξή της, δίνοντας με αυτόν τον τρόπο και μεγαλύτερη έμφαση στην ύστατη αναδρομή στο πρώτο μονάχα τμήμα του κυρίου θέματος, το οποίο χρησιμεύει πλέον ως coda.

11.10.2008


© Ιωάννης Φούλιας