Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Carl Maria von Weber (1786-1826):
Συμφωνία αρ. 1, σε Ντο-μείζονα, opus
19 / J. 50
Η ενασχόληση του γερμανού συνθέτη του ρομαντισμού Carl Maria von Weber με το είδος της συμφωνίας υπήρξε τελείως περιστασιακή και απέφερε μόλις δύο έργα, τα οποία μάλιστα γράφηκαν το ένα μετά το άλλο σε διάστημα μικρότερο των δύο μηνών. Πιο συγκεκριμένα, οι δύο συμφωνίες του Weber προέρχονται από την σύντομη περίοδο κατά την οποίαν ο ίδιος είχε αναλάβει χρέη αρχιμουσικού στην αυλή του δούκα Eugen Friedrich Heinrich του Württemberg-Öls στην Καρλσρούη, από τον Σεπτέμβριο του 1806 μέχρι τον Φεβρουάριο του 1807. Παρά το περιορισμένο της μέγεθος, η ορχήστρα της αυλής του δούκα ήταν καλή, γεγονός που παρείχε οπωσδήποτε ένα σημαντικό κίνητρο στον ανερχόμενο συνθέτη, ώστε να εργασθεί με ιδιαίτερο ζήλο πάνω στην πρώτη του συμφωνία από τις 14 Δεκεμβρίου 1806 έως τις 2 Ιανουαρίου 1807. Η παρτιτούρα αναθεωρήθηκε επίσης το 1810 με την προοπτική της έκδοσής της, η οποία πραγματοποιήθηκε τελικά το 1812 με αφιέρωση στον φίλο του συνθέτη και μετέπειτα επιφανή θεωρητικό της μουσικής Gottfried Weber, αν και ο δημιουργός της εξακολουθούσε αρκετά χρόνια αργότερα να μην είναι απόλυτα ικανοποιημένος από τα δύο εξωτερικά μέρη του έργου του. Σε κάθε περίπτωση, η Συμφωνία αρ. 1, σε Ντο-μείζονα, opus 19 / J. 50, του Weber παραμένει ένα όχι και τόσο διαδεδομένο έργο του, το οποίο ακολουθεί σε γενικές γραμμές τις προδιαγραφές των ύστερων συμφωνιών του Haydn και του Mozart, ενώ μένει ανεπιρρέαστο από την παράλληλη μπετοβενική εξέλιξη του είδους, η οποία την εποχή εκείνη ήταν βέβαια άγνωστη ακόμα στον νεαρό συνθέτη.
Το εναρκτήριο μέρος, ένα Allegro con fuoco στην Ντο-μείζονα, ανοίγει με μια μεγαλόστομη ορχηστρική χειρονομία που δημιουργεί έντονη αντίθεση προς τον ήπιο και ίσως απρόσμενα εσωστρεφή πυρήνα του κυρίου θέματος. Παρ’ όλα αυτά, το αρχικό μοτίβο επιστρέφει δυναμικά στην μετάβαση, όπου αναπτύσσεται και εξυφαίνεται ελεύθερα σε μεγάλη έκταση και ακολουθώντας μιαν ιδιαιτέρως περιπετειώδη αρμονική πορεία. Με την αναπάντεχη είσοδό του στην σι-ελάσσονα, το λαϊκότροπο και χαριτωμένο πλάγιο θέμα μοιάζει κατόπιν να ακυρώνει όλη την προηγούμενη διαδικασία, προτού τελικά στραφεί προς την Σολ-μείζονα και εξελιχθεί με σολιστικά διαλογικά περάσματα των ξύλινων πνευστών, τα οποία παραχωρούν με την σειρά τους την θέση τους στις νέες ζωηρές ανακλήσεις του αρχικού μοτίβου αλλά και στους ενεργητικούς πτωτικούς σχηματισμούς της κατακλείδας της εκθέσεως. Η δεύτερη μακροδομική ενότητα μιας διμερούς (και όχι τριμερούς, ως είθισται) μορφής σονάτας ξεκινά επίσης με αναφορές στο αρχικό μοτίβο, οι οποίες σε πρώτη φάση οδηγούν απλώς σε αναπτυξιακές παραθέσεις τόσο του πλαγίου όσο και του κατ’ εξοχήν κυρίου θέματος. Στην συνέχεια, όμως, το αναπτυξιακό δυναμικό του αρχικού μοτίβου εκδηλώνεται πλήρως, με την μορφή μιας δραματικής αλυσιδοποίησής του και με περαιτέρω διεξοδική εξύφανση, η οποία ολοκληρώνει το πρώτο τμήμα της παρούσας ενότητος. Από εκεί και πέρα, το πλάγιο θέμα επανεκτίθεται απ’ ευθείας στην Ντο-μείζονα, η κατακλείδα προεκτείνεται αναπτύσσοντας εκ νέου το αρχικό μοτίβο, ενώ στην coda του μέρους μια σφοδρή αναδρομή στον μελωδικό πυρήνα του κυρίου θέματος οδηγεί πλέον – αντίστροφα – στην τελική παλινόρθωση της εναρκτήριας χειρονομίας.
Αν το πρώτο μέρος δίνει περισσότερο την εντύπωση μιας ρομαντικής ορχηστρικής εισαγωγής, το ακόλουθο Andante σε ντο-ελάσσονα διαθέτει σαφώς πιο συμφωνικό χαρακτήρα. Στην πρώτη ενότητα, τα χάλκινα πνευστά προσδίδουν άμεσα τον επιβλητικό τόνο ενός πένθιμου εμβατηρίου, η βασική ελεγειακή μελωδία του οποίου παρουσιάζεται από τα βαθύφωνα έγχορδα και αργότερα εξελίσσεται από το φλάουτο και τα φαγγόττα, στην συνέχεια αίρεται από ένα ενδιάμεσο παρηγορητικό σολιστικό πέρασμα του όμποε και τελικά αποκαθιστάται κατά τρόπον συνοπτικό. Έντονες υφολογικές αντιθέσεις διατρέχουν όμως και την (μετατροπική) δεύτερη ενότητα του αργού αυτού μέρους, η οποία ξεκινά με ένα λαμπρό ορχηστρικό ξέσπασμα στην Ντο-μείζονα, συνεχίζεται με ένα σκοτεινό και αδιέξοδο πέρασμα και τελικά επικεντρώνεται σε μια νέα ήπια ιδέα των κόρνων στην Μι-ύφεση-μείζονα που αναπτύσσεται σολιστικά και από τα ξύλινα πνευστά. Η μετέπειτα υπαινικτική επαναφορά της αρχικής ενότητος, τέλος, καταλήγει σε ένα ζοφερό κλείσιμο. Εντούτοις, το πνευματώδες και σπινθηροβόλο Scherzo στην Ντο-μείζονα διαλύει ακαριαία με την είσοδό του την βαριά αυτήν ατμόσφαιρα, χάρη στον ευδιάθετο χορευτικό του παλμό αλλά και στην γοητευτική ανάδειξη της ηχοχρωματικής ποικιλομορφίας των ξύλινων πνευστών. Το Trio, πάλι, αν και γραμμένο επίσης στην Ντο-μείζονα και σε διαυγή τριμερή μορφή, διαφοροποιείται αισθητά από το Scherzo, με τον γαλήνιο ποιμενικό του χαρακτήρα και την ομοφωνικότερη υφή του.
Το Finale: presto επικυρώνει ουσιαστικά την προηγούμενη παρέμβαση του Scherzo και επανασυνδέεται με τον ηχητικό κόσμο του πρώτου μέρους της συμφωνίας. Το σφριγηλό κύριο θέμα του, στην Ντο-μείζονα, προαναγγέλλεται από τα κόρνα και διατυπώνεται από ολόκληρη την ορχήστρα με μεγαλοπρέπεια, ακολουθούμενο προσέτι από μιαν εξόχως ενεργητική και εξωστρεφή μετάβαση. Το πλάγιο θέμα, αντιθέτως, προσλαμβάνει την ποιότητα μιας ευγενικής μελωδίας που εκτίθεται από τα ξύλινα πνευστά στην Σολ-μείζονα, πριν τις κωμικές φιγούρες αλλά και τις εμφαντικές αναφορές στο κύριο θέμα με τις οποίες περατώνεται η κατακλείδα. Έπειτα από την προβλεπόμενη επανάληψη της εκθέσεως, τα καταληκτικά μοτιβικά στοιχεία αναπτύσσονται περαιτέρω στην σκιώδη έναρξη της κεντρικής επεξεργασίας και, παρ’ ότι διακόπτονται από μιαν εμβόλιμη παράθεση του πλαγίου θέματος στην Λα-ύφεση-μείζονα, δεν αργούν να επανέλθουν στο προσκήνιο, διαμορφώνοντας μια δραματική ανάταση στο περιβάλλον της ρε-ελάσσονος. Όσο απότομη, όμως, και αν είναι η τελική επαναπροσέγγιση της βασικής τονικότητος, η επανέκθεση όλων των θεματικών ιδεών του μέρους υλοποιείται από εκεί και ύστερα κατά τρόπον απολύτως τυπικό, μέχρι την εύθυμη και νευρώδη καταληκτική της προέκταση.
07.10.2008
© Ιωάννης Φούλιας