Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Carl Maria von Weber (1786-1826): Εισαγωγή της όπερας Ο ελεύθερος σκοπευτής, opus 77 / J. 277

Η υπόθεση του “Λαϊκού θρύλου του Ελεύθερου σκοπευτή”, μιας νουβέλας δημοσιευμένης στο Βιβλίο των φαντασμάτων των Johann August Apel και Friedrich Laun το 1810, φάνηκε εξ αρχής κατάλληλη στον γερμανό συνθέτη Carl Maria von Weber για την δημιουργία μιας όπερας, αν και το σχέδιό του δεν μπορούσε να υλοποιηθεί πριν το 1817, όταν δηλαδή ο ποιητής Johann Friedrich Kind δραματοποίησε την παλαιά αυτή ιστορία σε μορφή λιμπρέττου. Και πάλι όμως, η μελοποίηση του ποιητικού αυτού κειμένου απαίτησε από εκεί και ύστερα ένα ιδιαίτερα μακρύ χρονικό διάστημα, καθώς έλαβε χώραν από το καλοκαίρι του 1817 έως την άνοιξη του 1820 και τελικά αποπερατώθηκε (με ορισμένες προσθήκες της τελευταίας στιγμής) τον Μάιο του 1821, έναν περίπου μήνα πριν την θριαμβευτική πρώτη παράσταση του Ελεύθερου σκοπευτή, της πρώτης σημαντικής “γερμανικής ρομαντικής όπερας”, στις 18 Ιουνίου 1821 στο Βερολίνο.

Η ορχηστρική εισαγωγή της όπερας ήταν ένα από τα τελευταία μουσικά μέρη που συνέθεσε ο Weber το 1820, προκειμένου αυτή, πέραν από την αυτοτελή της διαμόρφωση κατά το πρότυπο της μορφής σονάτας, να λειτουργήσει και ως καλειδοσκοπική σύνοψη των κυριοτέρων περιεχομένων του συνολικού έργου. Έτσι, στην αργή εισαγωγική της ενότητα (Adagio), δύο απέριττες εναρκτήριες χειρονομίες της ορχήστρας σε ταυτοφωνία παραχωρούν σύντομα την θέση τους σε μια γαλήνια ιδέα στην Ντο-μείζονα που, καθώς εκφέρεται από τέσσερα κόρνα, υποβάλλει αδρομερώς την αίσθηση του ήπιου μεγαλείου της φύσεως και άρα του σκηνικού εντός του οποίου διαδραματίζεται αργότερα η ιστορία. Όμως, την ηχητική αυτή εικόνα διαδέχεται το ζοφερό και απειλητικό μοτίβο του διαβολικού πνεύματος του Samiel (μία σκουρόχρωμη συγχορδία ελαττωμένης εβδόμης, με tremoli των εγχόρδων και υπόκωφους τυμπανισμούς), το οποίο οδηγεί άμεσα στην ανήσυχη και αδυσώπητη κύρια θεματική ομάδα της εκθέσεως (Molto vivace, στην τονικότητα της ντο-ελάσσονος), οι ιδέες της οποίας – όπως άλλωστε και του ακόλουθου μεταβατικού τμήματος – προέρχονται αφ’ ενός μεν από την πρώτη άρια του Max, όπου ο κεντρικός αυτός ήρωας εκφράζει έντρομος την απόγνωσή του καθώς αισθάνεται να περιβάλλεται από υπερφυσικές «σκοτεινές δυνάμεις», και αφ’ ετέρου από την περίφημη σκηνή στο “Φαράγγι του λύκου”, μιαν αρχετυπική μουσική έκφραση της δαιμονικής πλευράς του ρομαντισμού. Αντιθέτως, η πλάγια και η καταληκτική θεματική ιδέα, που με θέρμη και ζωντάνια εκτίθενται κατόπιν στην σχετική Μι-ύφεση-μείζονα, σκιαγραφούν την ανυπομονησία της ερωτευμένης Agathe (στην δική της πρώτη άρια) και τις ελπίδες που εναποθέτει στον ουρανό για την ένωσή της με τον Max, καθώς και το εγκώμιο της αγνότητος της ψυχής στο οποίο καταλήγει η τελική σκηνή της όπερας. Στην επεξεργασία, οι αναφορές στο κύριο θεματικό υλικό βρίσκονται σε διαρκή έξαρση, ενώ εκείνες στην πλάγια θεματική ιδέα κατατρύχονται πλέον από ερεβώδη προμηνύματα, λίγο πριν την ευσύνοπτη επανέκθεση των ιδεών της κύριας θεματικής ομάδος αλλά και μιαν εμβόλιμη αναδρομή στο μοτίβο του Samiel (που εμφανίζεται τώρα στην θέση του μεταβατικού υλικού της εκθέσεως). Εντούτοις, το “πεπρωμένο” της εισαγωγής είναι να περατωθεί ακριβώς όπως και ολόκληρη η όπερα, με την απόλυτη δηλαδή επικράτηση του καλού έναντι του κακού, δια της θριαμβικής επαναφοράς του πλαγίου και του καταληκτικού θέματος στην ολόλαμπρη τονικότητα της Ντο-μείζονος.

08.11.2008


© Ιωάννης Φούλιας