Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Joseph
Haydn (1732-1809): Τρίο με πιάνο σε Μι-ύφεση-μείζονα, Hob. XV: 29
Το είδος του τρίο με πιάνο αναπτύσσεται στα μέσα του 18ου αιώνα από την σονάτα για πιάνο με προαιρετική συνοδεία βιολιού και τσέλλου. Τα περίπου 40 τέτοια έργα του Haydn καθιστούν σαφή την πιανιστική τους αφετηρία, ενώ ειδικά ο ρόλος του τσέλλου περιορίζεται στον διπλασιασμό της γραμμής του μπάσσου, προς ενίσχυσιν του αδύναμου ήχου της χαμηλής περιοχής των πληκτροφόρων της εποχής του κλασσικισμού. Ο Haydn συνέθεσε πολλά τέτοια τρίο ιδίως από το 1784 μέχρι το 1797 για εκτέλεση σε ιδιωτικές μουσικές βραδιές ως επί το πλείστον. Το συγκεκριμένο έργο σε Μι-ύφεση-μείζονα συγκαταλέγεται στα τελευταία χρονολογικώς δείγματα του είδους, καθώς δημοσιεύθηκε το 1797 μαζί με άλλα δύο τρίο με πιάνο, αν και πιθανότατα είχε συντεθεί περίπου δύο χρόνια νωρίτερα, κατά την δεύτερη περιοδεία του Haydn στην Μεγάλη Βρετανία.
Η σύντομη εναρκτήρια θεματική ιδέα του πρώτου μέρους (Poco allegretto) αναπτύσσεται και παραλλάσσεται στο πλαίσιο μιας τριμερούς ασματικής μορφής. Οι δύο εξωτερικές ενότητες διαθέτουν από δύο τμήματα που επαναλαμβάνονται κάθε φορά με περισσότερη ρυθμική κινητικότητα, ενώ εκτός της αρχικής ιδέας σημαντικό ρόλο προσλαμβάνουν και οι παρεστιγμένες φιγούρες που ακολουθούν. Ο ανάλαφρος χαρακτήρας δεν τίθεται υπό σοβαρή αμφισβήτηση ούτε στην μεσαία, επεισοδιακού τύπου, ενότητα στην μι-ύφεση-ελάσσονα, όπου παράλληλα η ρυθμική ροή εξομαλύνεται. Η τελική coda, εξ άλλου, οδηγεί σε ένα πολύ ενεργητικό κλείσιμο.
Στο “αθώο” δεύτερο μέρος (Andantino et innocentemente) το πιάνο παραθέτει κατ’ αρχάς μια ήρεμη μελωδία στην Σι-μείζονα, η οποία κατόπιν επαναλαμβάνεται από το βιολί. Στην συνέχεια, ένα βραχύτατο μεσαίο τμήμα οδηγεί γρήγορα σε μιαν αναδιατύπωση της αρχικής μελωδίας που ολοκληρώνεται στην τονική, ενώ αμέσως μετά επιχειρείται η επανάληψη και των δύο τελευταίων τμημάτων της τριμερούς αυτής μορφής· δύο μέτρα παρακάτω, εντούτοις, μια απρόσμενη εναρμόνια μετατροπία οδηγεί στην Μι-ύφεση-μείζονα, στην οποία κατόπιν πραγματοποιείται η επανάληψη του τρίτου δομικού τμήματος, ακολουθούμενη από μια πιανιστική καντέντσα καθώς και από ένα τελικό τμήμα που μένει ανοικτό, με κατάληξη στην δεσπόζουσα της βασικής τονικότητος του έργου. Κατά συνέπειαν, το μέρος αυτό αμφιταλαντεύεται ανάμεσα σε δύο τονικά κέντρα, προετοιμάζοντας ουσιαστικά το finale που ακολουθεί χωρίς τομή.
Το μοναδικό πραγματικά γρήγορο μέρος του έργου (Finale: presto assai), σε ύφος ζωηρού γερμανικού χορού, είναι και το μόνο σε μορφή σονάτας· μάλιστα, η αρχική ιδέα στην Μι-ύφεση-μείζονα χρησιμεύει στην πορεία και ως “πλάγιο θέμα” σε μεταφορά στην τονικότητα της δεσπόζουσας, ενώ η μετάβαση ανάμεσα στις δύο αυτές τονικές περιοχές της εκθέσεως περιλαμβάνει χαρακτηριστικούς ρυθμικούς αντιχρονισμούς που επανεισάγονται αργότερα και στην επεξεργασία. Η τελευταία αναπτύσσει το αρχικό υλικό με έμφαση στο περιβάλλον του ελάσσονος τρόπου, το οποίο πάντως ανατρέπεται σύντομα με την εμφάνιση της αρκετά τροποποιημένης επανεκθέσεως. Ο εύθυμος χαρακτήρας που συνολικά κυριαρχεί εδώ, επικυρώνεται τελικά και στην σύντομη κατακλείδα του τελικού αυτού μέρους.
14.09.2002
© Ιωάννης Φούλιας