Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Joseph Haydn (1732-1809): Συμφωνία σε Σολ-μείζονα, Hob. I: 94

Ο γερμανός βιολονίστας Johann Peter Salomon (1745-1815) εγκαταστάθηκε το 1781 στο Λονδίνο και αποτέλεσε σπουδαία φυσιογνωμία των μουσικών πραγμάτων της βρετανικής πρωτεύουσας. Απέκτησε μεγάλη φήμη πρωτίστως ως ιμπρεσσάριος, καθώς με δική του πρωτοβουλία και οργάνωση δίνονταν σε τακτική βάση συναυλίες συμφωνικού ρεπερτορίου με ακροατήριο αποτελούμενο από συνδρομητές. Στα τέλη του 1790 ο Salomon επισκέφθηκε την Βιέννη, με στόχο να πείσει τους δύο διασημότερους συνθέτες της εποχής του να επιχειρήσουν μια περιοδεία στην Αγγλία, πράγμα που θα προσέδιδε τεράστια αίγλη στις σειρές των συναυλιών του: ο W. A. Mozart δεν ήταν θετικός στο ενδεχόμενο αυτό· ο J. Haydn, αντιθέτως, έχοντας αποδεσμευθεί πλέον από την μακρόχρονη υπηρεσία του στην αυλή των Eszterházy, αποδέχθηκε την πρόταση του Salomon και μάλιστα για δύο ταξίδια στο Λονδίνο, που πραγματοποίησε κατά τα έτη 1791-1792 και 1794-1795. Το κοινό των βρετανών μουσικόφιλων ευτύχησε έτσι να ακούσει, υπό την διεύθυνση μάλιστα του ιδίου του Haydn, τις περίφημες 12 τελευταίες συμφωνίες του, γνωστές έκτοτε συνολικά ως “συμφωνίες του Λονδίνου”, καθώς και αρκετά ακόμη νέα έργα του, όπως την Symphonie concertante και ευάριθμα τρίο με πιάνο.

Η σειρά σύνθεσης και παρουσίασης των συμφωνιών αυτών δεν συμφωνεί με την καθιερωμένη αρίθμησή τους, που υπήρξε μεταγενέστερη επινόηση διαφόρων εκδοτών. Όσον αφορά στην πρώτη περιοδεία του Haydn στην Αγγλία, γνωρίζουμε ότι κατά την διάρκεια του 1791 παρουσιάστηκαν οι συμφωνίες αρ. 95 και 96, ενώ οι υπ’ αρ. 93, 94, 97 και 98 ακολούθησαν το επόμενο έτος. Η συμφωνία αρ. 94 σε Σολ-μείζονα είναι χρονολογημένη ιδιογράφως και εξ αυτού η σύνθεσή της τοποθετείται με ασφάλεια στα τέλη του 1791. Εξίσου αδιαμφισβήτητη είναι και η ημερομηνία της πρώτης εκτελέσεώς της στις 23 Μαρτίου 1792, καθώς την επομένη κιόλας της συναυλίας ακολούθησαν διθυραμβικές κριτικές στον ημερήσιο τύπο του Λονδίνου. Η συμφωνία αυτή επισκίασε όλες τις υπόλοιπες σε δημοτικότητα, κυρίως εξαιτίας της ασυνήθιστης, ξαφνικής όσο και δυναμικής εισόδου τυμπάνων και τρομπετών στο αργό της μέρος: το γεγονός αυτό δημιούργησε μια πλούσια σχετική ανεκδοτολογία με πολλές μάλιστα παραλλαγές, βασική ιδέα των οποίων είναι η αναστάτωση που προκλήθηκε απ’ αυτό το μουσικό αστείο σε κάποιους ευαίσθητους ή ακόμη και… αποκοιμισμένους ακροατές! Κατά την διάρκεια του 19ου αιώνος λοιπόν, η εν λόγω συμφωνία απέκτησε μεταξύ μεν των αγγλοφώνων το προσωνύμιο “Η έκπληξη” (“Surprise”), ενώ μεταξύ των γερμανοφώνων την κάπως πιο συγκεκριμένη προσωνυμία “Με την κρούση του τυμπάνου” (“mit dem Paukenschlag”), αμφότερες αυθαίρετες ονομασίες που φυσικά δεν έλαβαν ποτέ την έγκριση του συνθέτη ούτε – πολύ περισσότερο – προήλθαν από αυτόν (όπως εξ άλλου και οι περισσότερες “ετικέττες” αυτού του τύπου, με τις οποίες είναι γνωστά πολλά έργα των βιεννέζων δημιουργών του κλασσικισμού).

Το ορχηστρικό σύνολο που αξιοποίησε ο Haydn αποτελείται από 2 φλάουτα, 2 όμποε, 2 φαγγόττα, 2 κόρνα, 2 τρομπέτες, τύμπανα και το σύνηθες σώμα των εγχόρδων (σε αντίθεση με τον Mozart, ο Haydn χρησιμοποίησε τα κλαρινέττα σε μόλις πέντε από τις συνολικώς 106 συμφωνίες του). Το πρώτο μέρος ξεκινά με μια λιτή αργή εισαγωγή (Adagio cantabile) που έχει ως στόχο την προετοιμασία του Vivace assai, το οποίο ακολουθεί άμεσα και είναι γραμμένο βάσει του δομικού προτύπου της τριμερούς μορφής σονάτας. Η πρώτη θεματική ομάδα της εκθέσεως στην Σολ-μείζονα αποδίδει μιαν αίσθηση μεγαλείου· έπειτα από ένα παροδικό σκοτείνιασμα, οι ιδέες της δεύτερης θεματικής ομάδος στην περιοχή της δεσπόζουσας προσδίδουν άλλοτε χορευτική διάθεση και άλλοτε ηρεμία, με τα ξύλινα πνευστά να αναλαμβάνουν κάπως ενεργότερο ρόλο. Στην ενότητα της επεξεργασίας, ο Haydn επιλέγει κατ’ αρχάς να προεκτείνει την δεδομένη ήρεμη διάθεση, μέχρι το σημείο όπου ξεκινά μια πορεία πλούσια σε δυναμικές αντιθέσεις και μετατροπίες μέσα από ελάσσονες τονικότητες, δικαιώνοντας εκείνη την φευγαλέα μελαγχολική διάθεση που είχε εμφανισθεί στην έκθεση: στο τέλος αυτής της διαδικασίας επανεμφανίζεται απροσδόκητα και λυτρωτικά η εναρκτήρια μουσική ιδέα και ταυτόχρονα η επανέκθεση επιβάλλει την αρχική τονική σταθερότητα. Το ενδιαφέρον του ακροατή στην τρίτη και τελευταία αυτή ενότητα του μέρους διατηρείται μάλιστα ζωηρό, χάρη στην παράθεση ενός εμβόλιμου – αναπτυξιακού της πρώτης θεματικής ομάδος – τμήματος στο πλαίσιο της δεύτερης!

Το θέμα του περίφημου Andante, στην τονικότητα της Ντο-μείζονος, είναι εξαιρετικά απλό και ήσυχο· ο Haydn το χρησιμοποίησε αργότερα και σε μια άρια στο ορατόριό του Οι εποχές. Οι δύο πρώτες τετράμετρες φράσεις επαναλαμβάνονται σε ακόμη πιο χαμηλή ένταση και ακολουθεί η περίφημη έκπληξη, μία συγχορδία παιγμένη πολύ δυνατά από το σύνολο των οργάνων· έπειτα δε, το θέμα ολοκληρώνεται με άλλες δύο φράσεις και τις επαναλήψεις τους – αυτήν την φορά όμως χωρίς άλλα απρόοπτα. Στην συνέχεια αναπτύσσονται επί του δεδομένου θέματος τέσσερεις παραλλαγές, τεκμήρια της αστείρευτης φαντασίας του Haydn: στην πρώτη προστίθεται απλώς μια διακοσμητική μελωδική γραμμή· η δεύτερη παραλλαγή, στον ελάσσονα τρόπο, αποκτά δραματικότητα και παράλληλα τροποποιεί την κλειστή δομή του θέματος με ένα τμήμα αναπτυξιακού χαρακτήρος· η τρίτη παραλλαγή, που επαναφέρει την μείζονα τονικότητα, αφιερώνεται στην μελωδικότητα του όμποε και του φλάουτου· στην τέταρτη παραλλαγή, τέλος, φανφάρες αντιπαρατίθενται στον “θερμό” ήχο των εγχόρδων, ενώ το μέρος ολοκληρώνεται σε ονειρώδη ατμόσφαιρα.

Από το “απολλώνιο” αργό μέρος μεταβαίνουμε στον “διονυσιασμό” του τρίτου μέρους, Menuetto: allegro molto. Πρόκειται για ένα από τα πλέον χορευτικού χαρακτήρος μενουέττα του Haydn, με έμφαση στον ρυθμικό παλμό και με λαμπρή ενορχήστρωση. Ως αντιθετική μεσαία ενότητα, το Trio προσδίδει μια πιο γήινη διάσταση μέσα από συμμετρικές δομές και με τον περιορισμό των ορχηστρικών δυνάμεων στο σώμα των εγχόρδων, στο οποίο προστίθεται μονάχα το ιδιαίτερο ηχόχρωμα ενός φαγγόττου.

Στο τελευταίο μέρος της συμφωνίας αυτής (Finale: Allegro di molto) ο Haydn επιφυλάσσει μια σύνθετη μορφή σονάτας και ρόντο, με χαρακτήρα εν γένει εύθυμο και εξωστρεφή: είναι πράγματι σύνηθες στην συνολική τετραμερή διάρθρωση της συμφωνίας καθώς και του κουαρτέττου εγχόρδων – είδη τα οποία, χάρη στην ευφυΐα του Haydn, έφθασαν σε επίπεδο τέτοιο, ώστε να θεωρούνται τα κατ’ εξοχήν αντιπροσωπευτικά στο πλαίσιο της συμφωνικής παραδόσεως και της μουσικής δωματίου του κλασσικισμού, αντιστοίχως – το τελευταίο μέρος να μην αποτελεί ένα αντίβαρο προς το πρώτο, παρά μόνον ένα ανάλαφρο, ευχάριστης διαθέσεως κλείσιμο του κύκλου. Ο κανόνας αυτός επιβεβαιώνεται στην προκειμένη περίπτωση, καθώς οι θεματικές ιδέες του finale σφύζουν από ζωντάνια, ενώ η επικράτηση του ελάσσονος τρόπου στην επεξεργασία μπορεί να χαρακτηρισθεί παροδική και ενισχυτική του κυριαρχούντος μείζονος, στον βαθμό που ούτε προαναγγέλλεται νωρίτερα ούτε και διαμορφώνει το κατάλληλο υπόβαθρο, προκειμένου να επανέλθει αργότερα. Έτσι η μουσική ρέει χωρίς ουσιαστικές τομές από την αρχή ως το τέλος, σε ένα ευχάριστο ηχητικό παιχνίδι που εγείρει θετικά συναισθήματα.

30.09.2001


© Ιωάννης Φούλιας