Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Joseph Haydn (1732-1809): Sinfonia concertante σε Σι-ύφεση-μείζονα, Hob. I: 105

Το είδος της sinfonia ή symphonie concertante είναι ένα από τα πλέον παρεξηγημένα της κλασσικής περιόδου, εξαιτίας της μεικτής ονομασίας του που παραπέμπει κατά το ήμισυ στην συμφωνία, παρά το γεγονός ότι αφορά σχεδόν αποκλειστικά σε ένα πολλαπλό κοντσέρτο, απόγονο του concerto grosso του μπαρόκ, με περιστασιακές αναφορές και στην τεχνοτροπία του κλασσικού divertimento για ορχηστρικά σύνολα. Πρόκειται συνεπώς για έναν τύπο κοντσέρτου για δύο έως τέσσερεις (ως επί το πλείστον) σολίστες και με δύο ή τρία μέρη κατά κανόνα, ο οποίος καλλιεργήθηκε πρωτίστως στο Mannheim, στο Παρίσι και στο Λονδίνο. Στα χρόνια της ακμής της, από το 1770 περίπου έως το τέλος του 18ου αιώνος, η sinfonia concertante γνώρισε μεγάλη δημοτικότητα χάρη στον συγκερασμό της σολιστικής δεξιοτεχνίας με την πληρότητα του ορχηστρικού ήχου αλλά και την ευφάνταστη ηχοχρωματική ποικιλία των ενίοτε εκκεντρικών συνδυασμών σολιστικών οργάνων – στα οποία μπορούσαν π.χ. να συγκαταλέγονται ακόμη και η άρπα, το μαντολίνο ή τα τύμπανα!

      Δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι η μοναδική συνεισφορά του Haydn στο εν λόγω είδος προέκυψε κατά την πρώτη του περιοδεία στην Μεγάλη Βρετανία στα 1791-1792. Κατά την ανοιξιάτικη καλλιτεχνική περίοδο του 1792, συγκεκριμένα, το λονδρέζικο αστικό κοινό είχε την σπάνια ευκαιρία να παρακολουθήσει δύο ανταγωνιστικούς κύκλους ορχηστρικών συναυλιών: στο πλαίσιο αυτό, ο βιολονίστας και ιμπρεσσάριος Johann Peter Salomon είχε στο πλευρό του τον κορυφαίο συνθέτη της εποχής, ενώ η εταιρεία των “Professional Concerts” στήριζε την επιτυχία της στην συνδρομή του Ignaz Pleyel, ενός πρώην μαθητή του Haydn. Η ευγενής άμιλλα μεταξύ των δύο συνθετών δεν ζημίωσε καθόλου την αμοιβαία εκτίμηση και φιλία τους, αλλά τόνωσε ιδιαίτερα την παραγωγικότητα του Haydn, ο οποίος παρακινήθηκε να συνθέσει την sinfonia concertante Hob. I: 105 από την μεγάλη επιτυχία που γνώριζαν αντίστοιχα έργα του Pleyel. Και η νέα αυτή σύνθεση του Haydn έτυχε τελικά ενθουσιώδους υποδοχής όταν παρουσιάσθηκε για πρώτη φορά στις 9 Μαρτίου 1792 (με τον Salomon στο σόλο βιολί), επαναλήφθηκε δε “κατ’ απαίτησιν” του κοινού μία εβδομάδα αργότερα καθώς και σε επόμενες συναυλίες. Η πρώτη έκδοση του έργου – σε πάρτες, όπως συνηθιζόταν τότε για πρακτικούς λόγους – πραγματοποιήθηκε στο Παρίσι, το 1796.

      Τα τέσσερα σολιστικά όργανα (όμποε, φαγγόττο, βιολί και τσέλλο) συνιστούν παράλληλα αναπόσπαστα μέλη του ορχηστρικού συνόλου, το οποίο απαρτίζεται επιπλέον από ένα φλάουτο, ένα δεύτερο όμποε, δύο κόρνα, δύο τρομπέτες, τύμπανα και τα συνήθη έγχορδα· ο ρόλος των τεσσάρων σολιστών, εξ άλλου, είναι σε γενικές γραμμές ισοδύναμος, με μόνη εξαίρεση την ιδιαίτερη προβολή του σόλο βιολιού στο τρίτο μέρος του έργου. Το γρήγορο πρώτο μέρος (Allegro) βασίζεται στην τυπική μορφή σονάτας κοντσέρτου του κλασσικισμού, καθώς διαθέτει τέσσερα ορχηστρικά ritornelli αλλά και μια πλήρως καταγεγραμμένη καντέντσα για τους τέσσερεις σολίστες. Τα βασικότερα θεματικά στοιχεία παρουσιάζονται ήδη στο πλαίσιο του εναρκτήριου ritornello (στο οποίο παραδόξως ενσωματώνονται και δύο σύντομες σολιστικές παρεμβολές), γι’ αυτό και στην ακόλουθη σολιστική έκθεση λίγες νέες ιδέες έρχονται να προστεθούν, με πιο χαρακτηριστική την χρωματική πρώτη πλάγια θεματική ιδέα στην Φα-μείζονα. Έπειτα από την μετάπλαση του καταληκτικού υλικού του πρώτου ritornello στο δεύτερο, η σολιστική επεξεργασία αναπτύσσει μετατροπικά το κύριο θέμα και παραθέτει πλάγιο θεματικό υλικό στο περιβάλλον της ντο-ελάσσονος, προτού η ίδια ολοκληρωθεί στην δεσπόζουσα της σχετικής σολ-ελάσσονος! Η επανέκθεση του κυρίου θέματος στην Σι-ύφεση-μείζονα ανοίγει μεν σολιστικά, αλλά γρήγορα προσλαμβάνει την μορφή και την λειτουργία ενός τρίτου ritornello, το οποίο βασίζεται αποκλειστικά στο πρώτο τμήμα του εναρκτήριου· η πλάγια θεματική ομάδα, επίσης, επανεκτίθεται διευρυμένη χάρη σε επιπλέον αναφορές στο πρώτο ritornello, γεγονός που μπορεί να αποδοθεί σε επίδραση των κοντσέρτων του Mozart στο ώριμο αυτό έργο του Haydn. Στην συνέχεια, το καταληκτικό ritornello αφ’ ενός μεν προετοιμάζει την σολιστική καντέντσα και αφ’ ετέρου ολοκληρώνει το μέρος αυτό με την σχεδόν αυτούσια ανάκληση της ορχηστρικής κατάληξης του πρώτου ritornello.

      Το αργό μέρος (Andante) στην Φα-μείζονα είναι γραμμένο σε μορφή σονάτας χωρίς επεξεργασία, στην οποία μόλις που διακρίνονται κάποια “υπολείμματα” των δομικών χαρακτηριστικών του κοντσέρτου. Πράγματι, το κύριο θέμα εισάγεται απ’ ευθείας από τα σολιστικά όργανα ανά ζεύγη και μόνο κατά την επανέκθεσή του εκφέρεται από ολόκληρη την ορχήστρα, ενώ οι μεταβατικές, πλάγιες και καταληκτικές θεματικές ιδέες εκτίθενται και επανεκτίθενται προβάλλοντας μεμονωμένα ή ως σύνολο τους τέσσερεις δεξιοτέχνες-σολίστες· μια δεύτερη παρέμβαση της ορχήστρας λαμβάνει χώραν μόνο στην σύντομη coda του λυρικού αυτού μέρους. Το πνευματώδες τρίτο μέρος (Allegro con spirito – recitativo adagio – primo tempo) θέτει επίσης στο περιθώριο τα δομικά στοιχεία κοντσέρτου, αφού ήδη το εναρκτήριο ορχηστρικό του τμήμα δεν συνιστά παρά μια απλή εισαγωγή που αναπάντεχα οδηγεί σε ένα ρετσιτατίβο του σόλο βιολιού. Στην ακόλουθη έκθεση σονάτας, βέβαια, τόσο το κύριο όσο και το πλάγιο θέμα βασίζονται κατά τρόπον “μονοθεματικό” στο επικεφαλής μοτίβο της ορχηστρικής εισαγωγής, το οποίο ωστόσο εξελίσσεται σε κάθε περίπτωση τελείως διαφορετικά: το κύριο θέμα είναι δομικώς κλειστό και παρουσιάζεται εναλλάξ από τους σολίστες και την ορχήστρα (όπως ένα θέμα μορφής ρόντο), ενώ το πλάγιο θέμα στην Φα-μείζονα – αλλά και η μετάβαση που οδηγεί σε αυτό – συνίσταται ως επί το πλείστον σε μια χαλαρή παράταξη δεξιοτεχνικών περασμάτων των σολιστικών οργάνων. Στην επεξεργασία, ο Haydn αναπτύσσει το κεντρικό μοτίβο του μέρους με πολλές εκπλήξεις, οι οποίες περιλαμβάνουν ξαφνικές παύσεις-τομές αλλά και μια “ψευδή επανέκθεση”, που διακόπτει προς στιγμήν την μετατροπική ανάπτυξη του κυρίου θέματος και σφετερίζεται τον ρόλο της μετέπειτα πραγματικής επανεκθέσεως του ιδίου στην Σι-ύφεση-μείζονα. Το πλάγιο θέμα, ωστόσο, ουδέποτε επανεκτίθεται! Αντ’ αυτού, μια ανάκληση του εισαγωγικού ρετσιτατίβου του σόλο βιολιού δίνει το έναυσμα σε μια coda που χαρακτηρίζεται από έντονες αντιπαραθέσεις των σολιστών προς το πλήρες ορχηστρικό σώμα.

09.09.2005


© Ιωάννης Φούλιας