Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Joseph Haydn (1732-1809): Κουαρτέττο εγχόρδων σε σολ-ελάσσονα, opus
74 αρ. 3 / Hob. III: 74
Παρά το γεγονός ότι ο Joseph Haydn θεωρείται (καθ’ υπερβολήν) “πατέρας της συμφωνίας”, η συστηματική του ενασχόληση
με το κουαρτέττο εγχόρδων υπήρξε εξίσου καθοριστική για την ανάδειξη του εν
λόγω είδους σε κορωνίδα της μουσικής δωματίου του κλασσικισμού. Σύμφωνα με την
συνήθεια της εποχής, τα περισσότερα από τα 68 κουαρτέττα του γράφηκαν και
δημοσιεύθηκαν κατά εξάδες· εντούτοις, τα έξι κουαρτέττα που ο Haydn συνέθεσε το 1793 στην Βιέννη για τον κόμη Anton Georg Apponyi, Hob. III: 69-74, τυπώθηκαν και
κυκλοφόρησαν ανά τρία το 1795 και το 1796, υπό τους αριθμούς opus 71 και 74,
αντιστοίχως. Τα εκλεκτά αυτά δείγματα της όψιμης συνθετικής παραγωγής του Haydn γνώρισαν εξ αρχής την επιδοκιμασία όχι μόνο των φιλόμουσων ευγενών της
Βιέννης αλλά και του βρετανικού ακροατηρίου, καθώς παρουσιάσθηκαν ακόμη και σε
δημόσιες συναυλίες στο Λονδίνο κατά την δεύτερη περιοδεία του συνθέτη στην
Αγγλία, την περίοδο 1794-1795.
Το τελευταίο κουαρτέττο της συλλογής, Hob. III: 74, είναι το μοναδικό σε ελάσσονα τρόπο. Το
πρώτο του μέρος (Allegro) ανοίγει με ζωηρές ρυθμικές χειρονομίες, οι οποίες προσέδωσαν
κάποια στιγμή στο έργο την αυθαίρετη και ανούσια προσωνυμία του “κουαρτέττο του
ιππέα”. Αξιοπρόσεκτο, ωστόσο, είναι εν προκειμένω το γεγονός ότι το σφοδρό και
εμφαντικό αυτό πέρασμα δεν συνιστά παρά ένα εισαγωγικό τμήμα στην ακόλουθη μορφή
σονάτας, το κύριο θέμα της οποίας παρουσιάζεται έπειτα από μακρά παύση στην σολ-ελάσσονα,
με παθητική διάθεση και πολυφωνική υφή. Σε αντίθεση με αυτό, το πρώτο πλάγιο
θέμα στην σχετική Σι-ύφεση-μείζονα συνίσταται σε μια σχεδόν αδιάλειπτη ροή
ευέλικτων φιγούρων, οι οποίες μάλιστα έχουν προαναγγελθεί ήδη από το μεταβατικό
τμήμα της εκθέσεως, ενώ παρακάτω συνδυάζονται με την ανάλαφρη και χορευτική
δεύτερη πλάγια ιδέα και τελικά εναλλάσσονται με υπομνήσεις του κυρίου θέματος
στην σύντομη κατακλείδα. Αλλά και η επεξεργασία εμμένει για αρκετή ώρα στις
ενεργητικές αυτές φιγούρες, τις οποίες εξυφαίνει σε συνδυασμό με το
χαρακτηριστικό μοτίβο της εισαγωγής και κατόπιν με αναφορές στο κύριο θέμα
(παραπέμποντας έτσι πρωτίστως στα περιεχόμενα της μετάβασης), έως ότου
επικεντρωθεί αποκλειστικά σε μοτιβικά στοιχεία αφ’ ενός μεν της δεύτερης
πλάγιας ιδέας και αφ’ ετέρου του κυρίου θέματος. Στην επανέκθεση, τέλος, το
κύριο θέμα διατηρείται αναλλοίωτο, εν αντιθέσει προς την πρώτη πλάγια θεματική
ιδέα που υφίσταται ορισμένες τροποποιήσεις κατά την μεταφορά της στην σολ-ελάσσονα,
ενόσω η δεύτερη πλάγια ιδέα και η κατακλείδα επανεμφανίζονται αυτούσιες από
εκεί και ύστερα στην ομώνυμη Σολ-μείζονα και επιστεγάζονται με μια σύντομη
πτωτική προέκταση.
Το αισθαντικό Largo assai σε Μι-μείζονα του
κουαρτέττου αυτού δεν εντυπωσιάζει μόνο με την – ρηξικέλευθη για την εποχή της
– τονική του απομάκρυνση από το περιβάλλον της σολ-ελάσσονος, αλλά και με την εσωτερική
θέρμη και το ήρεμο μεγαλείο της βασικής του ιδέας, που διαρθρώνεται τριμερώς
και σε ικανή έκταση. Ένα ελεγειακό παράγωγό της στην ομώνυμη μι-ελάσσονα
παρέχει εν συνεχεία την απαραίτητη εκφραστική αντίθεση στο πλαίσιο μιας
τριμερούς μακροδομής, η οποία ολοκληρώνεται με μιαν έξοχα παρηλλαγμένη (με
δεξιοτεχνικά περάσματα αλλά και συναρπαστικά tremoli) επαναφορά της αρχικής
ενότητος που προεκτείνεται γαλήνια.
Το τρίτο μέρος αποτελείται από ένα μενουέττο
(Allegretto) στην Σολ-μείζονα και ένα τρίο στην σολ-ελάσσονα.
Ειδικά το μενουέττο, όμως, ακολουθεί εν πολλοίς την ιδιαίτερη κατασκευαστική
λογική μιας τριμερούς μορφής scherzo, καθ’
ότι η βασική του ιδέα παρουσιάζεται εν συντομία στο πρώτο δομικό τμήμα, έπειτα
αρχίζει να αναπτύσσεται σε ένα μεσαίο τμήμα και τελικά υπόκειται σε εκτενή
ανακατασκευή στο τρίτο τμήμα, διατηρώντας μάλιστα στο ακέραιο την αναπτυξιακή
δυναμική του μέχρι την ύστατη πτωτική επικύρωση της αρχικής του τονικότητος!
Απεναντίας, το τρίο αποδεικνύεται συμβατό προς τις προδιαγραφές μιας τυπικής τριμερούς
μορφής μενουέττου, δεδομένου του ότι τα εναρκτήρια θεματικά του περιεχόμενα
επανεκτίθενται καθ’ ολοκληρίαν στην σολ-ελάσσονα με ελάχιστες (επιβεβλημένες) αναπροσαρμογές,
έχοντας βέβαια αναπτυχθεί έως έναν βαθμό και στο ενδιάμεσο μετατροπικό δομικό τμήμα.
Το Finale: allegro con brio ξεκινά με ένα ανήσυχο και πλούσιο σε ρυθμικές και δυναμικές αντιθέσεις κύριο θέμα στην σολ-ελάσσονα, το οποίο αμέσως μετά μετασχηματίζεται σε μετάβαση και οδηγεί σε μιαν εκτενέστερη πλάγια θεματική περιοχή στην σχετική Σι-ύφεση-μείζονα, όπου μοτίβα του κυρίου θέματος εναλλάσσονται με περάσματα λαμπερής δεξιοτεχνίας στο πρώτο βιολί και ολοκληρώνουν την έκθεση μιας μορφής σονάτας με ιδιαίτερη ζωντάνια. Η επεξεργασία, κατόπιν, παρ’ ότι ανοίγει με μια σειρά αντιστικτικών παραθέσεων της “κεφαλής” της πρώτης πλάγιας θεματικής ιδέας, επικεντρώνεται σύντομα στην διεξοδική ανάπτυξη του υλικού του κυρίου θέματος, διερχόμενη από αρκετές στιγμές αμηχανίας (τομές), προτού κορυφωθεί με μεγάλη δραματική ένταση. Παρ’ όλα αυτά, η επανέκθεση του κυρίου θέματος ελάχιστα καθυστερεί πλέον την διαφαινόμενη επίλυση του τονικού “προβλήματος” της συνολικής μορφής, που πραγματώνεται με την μετέπειτα επαναφορά όλων των πλαγίων θεματικών περιεχομένων της εκθέσεως στην ομώνυμη Σολ-μείζονα καθώς και με την ενσωμάτωση εμβόλιμων καταληκτικών αναπτυγμάτων του κυρίου θεματικού υλικού.
18.10.2008
© Ιωάννης Φούλιας