Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Carl Philipp Emanuel Bach (1714-1788): Κοντσέρτο για φλάουτο σε ρε-ελάσσονα, H. 484 αρ. 1 [426]

Μεταξύ των 50 κοντσέρτων για πληκτροφόρο και ορχήστρα που ο Carl Philipp Emanuel Bach συνέθεσε από το 1733 έως το 1778, συνεισφέροντας αποφασιστικά στην εξέλιξη του συγκεκριμένου είδους από την περίοδο του μπαρόκ προς αυτήν του κλασσικισμού, υπάρχουν επτά τα οποία παραδίδονται και σε μία ή δύο εναλλακτικές εκδοχές για άλλα σολιστικά όργανα, όπως το φλάουτο (πέντε κοντσέρτα), το τσέλλο (τρία) και το όμποε (δύο). Η περίπτωση όμως του Κοντσέρτου για πληκτροφόρο ή φλάουτο σε ρε-ελάσσονα, Wq. 22 / H. 425 ή Wq. deest / H. 484 αρ. 1 [426], αντίστοιχα, παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθ’ ότι ενώ παλαιότεροι μελετητές εξέφραζαν σοβαρές επιφυλάξεις ως προς την αυθεντικότητα της εκδοχής για φλάουτο, σύμφωνα πλέον με νεώτερες έρευνες φαίνεται πως αυτή όχι μόνο συνιστά ένα απόλυτα γνήσιο έργο του C. Ph. E. Bach, αλλά και την πρωτότυπη, κατά πάσαν πιθανότητα, μεταξύ των δύο διαφορετικών εκδοχών του ιδίου κοντσέρτου, το οποίο γράφηκε το 1747 στο Βερολίνο και αναθεωρήθηκε κάποια στιγμή αργότερα (με την προσθήκη δύο κόρνων στο μέρος της ορχηστρικής συνοδείας).

Το συγκεκριμένο έργο αποτελεί αντιπροσωπευτικό δείγμα εφαρμογής της ώριμης μπαροκικής τεχνικής του κοντσέρτου, την οποίαν ο συνθέτης παρέλαβε από τον πατέρα του, τον Johann Sebastian Bach, επενδύοντάς την όμως και με τα ιδιωματικά χαρακτηριστικά της δικής του μουσικής γλώσσας. Το γεγονός αυτό αποκαλύπτεται βέβαια σε περιορισμένο μόνο βαθμό στο πρώτο μέρος (Allegro), το οποίο είναι και το συμβατικότερο – ή το πλέον παλαιομοδίτικο – από υφολογικής επόψεως εκ των τριών. Από την επικεφαλής θεματική του ιδέα παράγονται ήδη στο πλαίσιο του εναρκτήριου ritornello κάμποσες άλλες δευτερεύουσες φράσεις και αναπτύγματα στην ρε-ελάσσονα, προτού το υλικό αυτό αποτελέσει την βάση (με ορισμένες περικοπές είτε αναδομήσεις) και για τα υπόλοιπα ritornelli του μέρους, τα οποία εκτυλίσσονται στην σχετική Φα-μείζονα το δεύτερο, στην ελάσσονα δεσπόζουσα το τρίτο και εν τέλει ξανά στην κύρια τονικότητα το τέταρτο. Επιπλέον, ανάμεσα σε αυτά τα ορχηστρικά τμήματα, το φλάουτο εξυφαίνει με την σειρά του το ίδιο θεματικό υλικό με μεγαλύτερη δεξιοτεχνία αλλά και αποβλέποντας συνάμα στην εδραίωση του εκάστοτε επόμενου μακροδομικού τονικού σταθμού ή προβαίνοντας ενίοτε και σε ορισμένες επιπρόσθετες τονικές παρεκκλίσεις· αξιοσημείωτος, εξ άλλου, είναι ο διάλογος που συστηματικά αναπτύσσεται ανάμεσα στον σολίστα και την ορχήστρα (στοιχείο τυπικό της πυκνής αντιστικτικής σκέψης του J. S. Bach, που μεταλαμπαδεύτηκε και στα κοντσέρτα του δευτερότοκου υιού του), ενώ η διπλή τονική αναδρομή των εγχόρδων στην επικεφαλής θεματική ιδέα, η οποία λαμβάνει χώραν εντός της τρίτης και τελευταίας σολιστικής ενότητος εν είδει σύντομων εμβόλιμων tutti, παρέχει μια μικρή – αλλά ανεπαρκή ακόμη – πρόγευση της σονατοειδούς προοπτικής που έμελλε να αφομοιωθεί σύντομα (ήδη από τις αρχές της επόμενης δεκαετίας) στα κοντσέρτα του C. Ph. E. Bach.

Το μεσαίο μέρος του έργου (Un poco andante) είναι γραμμένο στην ομώνυμη Ρε-μείζονα και το ύφος του είναι περισσότερο αβρό και σύγχρονο για την εποχή του. Η μορφή του ritornello βρίσκει και εδώ εφαρμογή, καίτοι σε μικρότερη κλίμακα αλλά και με τελείως διαφορετική τονική πλοκή: μετά το εναρκτήριο ritornello της ορχήστρας στην κύρια τονικότητα, η πρώτη σολιστική ενότητα στρέφεται προς αυτήν της υποδεσπόζουσας (Σολ-μείζονα), την οποία και επικυρώνει το δεύτερο ritornello, ενώ ακολούθως το φλάουτο εξυφαίνει περαιτέρω το δεδομένο θεματικό υλικό καταλήγοντας πτωτικά στην σχετική σι-ελάσσονα· αντί όμως το τρίτο ritornello να ξεκινήσει κατόπιν άμεσα από αυτήν, επιλέγει να κάνει την εμφάνισή του λίγο αργότερα με την αρχική θεματική ιδέα εκ νέου στην κύρια τονικότητα, ανοίγοντας έτσι τον δρόμο για μια διευρυμένη ανακατασκευή των περιεχομένων του εναρκτήριου ritornello με την συμμετοχή και του σολίστα, ο οποίος μάλιστα έχει την δυνατότητα να αυτοσχεδιάσει και μία καντέντσα ακριβώς πριν το καταληκτικό ritornello.

Στο τελικό Allegro di molto ερχόμαστε αντιμέτωποι με ένα από τα γνησιότερα δείγματα του παράφορου αισθαντικού ύφους του C. Ph. E. Bach: tremoli γεμάτα σφρίγος και αιχμηρές τρίλλιες, ορμητικά περάσματα και τεράστια άλματα στην μελωδική γραμμή, δραματικά παρεστιγμένα ρυθμικά μοτίβα και συγκοπές, ξαφνικές τομές, εντονότατες μεταπτώσεις στην δυναμική ένταση αλλά και ορισμένες απροσδόκητες αρμονικές τροπές συνθέτουν ένα θυελλώδες θεματικό σύμπλεγμα στο πλαίσιο του εναρκτήριου ritornello στην ρε-ελάσσονα, το οποίο, αξιοποιούμενο κατά τρόπον ανάλογο με το πρώτο μέρος του έργου, οδεύει σταδιακά προς την Φα-μείζονα και αργότερα προς την λα-ελάσσονα μέσα από δύο σολιστικές ενότητες που αναδεικνύουν στον υπέρτατο βαθμό την δεξιοτεχνία του φλαουτίστα! Επιπροσθέτως, έπειτα από την προετοιμασία που παρέχει η τρίτη σολιστική ενότητα για την οριστική επαναφορά της επικεφαλής ιδέας στην κύρια τονικότητα με την έλευση του τέταρτου ritornello, δημιουργείται στο κλείσιμο της συνολικής μορφής ένα πλέγμα από ορχηστρικά και σολιστικά τμήματα ανάλογο με εκείνο που επιστέγαζε και το προηγούμενο μέρος, προκειμένου η τελική αναδιατύπωση του αρχικού θεματικού υλικού να οδηγήσει στην μέγιστη δυνατή αντιπαράθεση – αλλά και στην εξ αυτής απορρέουσα διαλεκτική σύνθεση – ανάμεσα στον σολίστα και το ορχηστρικό σύνολο.

06.02.2017


© Ιωάννης Φούλιας