Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Georg Friedrich Händel (1685-1759): αποσπάσματα από την όπερα Giulio Cesare in Egitto, HWV 17

Η ίδρυση της “Βασιλικής Ακαδημίας Μουσικής” το 1719, ενός επιχειρηματικού θεσμού για την παραγωγή ιταλικών οπερών στο Λονδίνο, έδωσε στον διευθυντή της, Georg Friedrich Händel, την δυνατότητα να ανεβάσει με επιτυχία πολλά νέα έργα του κατά την διάρκεια της τρίτης δεκαετίας του 18ου αιώνος, μετακαλώντας διάσημους τραγουδιστές της όπερας από το εξωτερικό έναντι δυσθεώρητου οικονομικού αντιτίμου. Μία από τις λαμπρότερες όπερες του Händel, αλλά και της εποχής του όψιμου μπαρόκ γενικότερα, που είδε το φως σε αυτήν ακριβώς την περίοδο ακμής της opera seria στην Μεγάλη Βρετανία, είναι η τρίπρακτη Giulio Cesare in Egitto (Ο Ιούλιος Καίσαρας στην Αίγυπτο) του 1723, σε λιμπρέττο του Nicola Francesco Haym, βασισμένο στο ομότιτλο ποιητικό κείμενο (1677) του ιταλού δραματουργού Giacomo Francesco Bussani. Η πρώτη παρουσίαση του νέου αυτού έργου στις 20 Φεβρουαρίου 1724 στο Βασιλικό Θέατρο, στο Haymarket του Λονδίνου, έγινε δεκτή με τεράστιο ενθουσιασμό από το κοινό, γεγονός που οδήγησε σε πολλές ακόμη παραστάσεις του, τόσο στο Λονδίνο, όσο και σε άλλες ευρωπαϊκές πόλεις (όπως το Παρίσι και το Αμβούργο) κατά τα αμέσως επόμενα χρόνια και μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1730. Από εκεί και ύστερα, βέβαια, η εν λόγω όπερα ξεχάσθηκε ολότελα, ακολουθώντας την αναπόφευκτη μοίρα και όλων των υπόλοιπων έργων αυτού του είδους· δεν ήταν ωστόσο τυχαία η επιλογή της για μία από τις πρώτες “σύγχρονες” αναβιώσεις του λησμονημένου αυτού ρεπερτορίου το 1922 στο Göttingen, όπως απέδειξε η μεγάλη διάδοση που γνώρισε έκτοτε ο Ιούλιος Καίσαρας σε πολλά λυρικά θέατρα ανά την υφήλιο, με αποτέλεσμα σήμερα να εντάσσεται τακτικά στο δραματολόγιο μεγάλων οπερατικών οργανισμών – πράγμα σπανιότατο για όπερα του πρώτου ημίσεως του 18ου αιώνος!

Η εισαγωγή του έργου, στην Λα-μείζονα, είναι – ως είθισται – γαλλικού τύπου, αλλά περιλαμβάνει δύο μονάχα τμήματα, δηλαδή ένα αργό και ένα γρήγορο. Το πρώτο δεν συνιστά, βέβαια, τίποτε περισσότερο από μια πομπώδη προετοιμασία του δεύτερου (Allegro), το οποίο προσλαμβάνει την μορφή μιας απλής τρίφωνης φούγκας που, αφού διέλθει απ’ όλα τα συγγενικά τονικά κέντρα σε ελάσσονα τρόπο, επανεδραιώνει την αρχική μείζονα τονικότητα με ένα λαμπερό καταληκτικό επιστέγασμα σε ομοφωνικό ύφος.

Ένα από τα δημοφιλέστερα μέρη της όπερας είναι η άρια του Ιουλίου Καίσαρα “Va tacito e nascosto” από την πρώτη πράξη. Σε αυτήν, ο ρωμαίος ηγεμόνας μονολογεί καθώς ετοιμάζεται να συναντήσει τον δόλιο Πτολεμαίο, παραλληλίζοντας την στρατηγική του με εκείνη του κυνηγού που πρέπει να παρακολουθήσει σιωπηλός και κρυμμένος το θήραμά του. Η αλληγορία αυτή βρίσκει την μουσική της αναλογία τόσο στην χρήση ενός (κυνηγετικού) κόρνου ως σολιστικού οργάνου στις εξωτερικές ενότητες της παρούσας aria da capo σε Φα-μείζονα, όσο και στην έκδηλη “επιφυλακτικότητα” του κυρίαρχου μουσικού μοτίβου. Το υλικό του (εναρκτήριου και καταληκτικού συνάμα) ritornello, όπου – κατά τρόπον απολύτως αναμενόμενο – δεσπόζει η γραμμή του κόρνου, αναπτύσσεται ακόμη περισσότερο στα δύο φωνητικά τμήματα των εξωτερικών ενοτήτων, εκ των οποίων μάλιστα το δεύτερο και σημαντικά εκτενέστερο δίνει ιδιαίτερη έμφαση στον σολιστικό διάλογο της φωνής με το κόρνο. Αντιθέτως, στην μεσαία ενότητα της άριας, η μελωδική γραμμή του κόντρα-τενόρου “συνοδοιπορεί” πλέον με εκείνη των πρώτων βιολιών, κατά την αδιάλειπτα μετατροπική της περιήγηση σε συγγενικές ελάσσονες αλλά και μείζονες τονικές περιοχές.

Η μάχη μεταξύ των στρατευμάτων του Πτολεμαίου και της Κλεοπάτρας στην έναρξη της δεύτερης σκηνής της τρίτης πράξεως συνοδεύεται από μιαν ευσύνοπτη ορχηστρική sinfonia, η οποία ουσιαστικά συνίσταται σε ένα σφοδρότατο και άκρως ενεργητικό μέρος, διμερούς “μονοθεματικής” κατασκευής.

Μαγεμένος από την θελκτική ομορφιά της Κλεοπάτρας, ο Ιούλιος Καίσαρας αναλογίζεται με την άριά του “Se in fiorito ameno prato” (στην δεύτερη πράξη του έργου) την ηδύτητα της φύσεως και του έρωτα. Ορμώμενος λοιπόν από την εικόνα του μικρού πουλιού που τραγουδά χαρούμενο μέσα σε ονειρική πλάση, ο Händel παρεμβάλλει στους ήπιους ποιμενικούς τόνους του εναρκτήριου ritornello της ορχήστρας μιαν απομίμηση κελαηδίσματος, παιγμένη από ένα σολιστικό βιολί δίχως καμμία συνοδεία. Το γεγονός αυτό, όμως, δίνει κατόπιν και το έναυσμα, ώστε στα δύο φωνητικά τμήματα των εξωτερικών ενοτήτων της θαυμάσιας αυτής aria da capo σε Σολ-μείζονα οι φωνές του κόντρα-τενόρου και του βιολιού να εξυφάνουν μιμητικά ανάλογες μελωδικές φιγούρες σε μεγάλη έκταση, θέτοντας έτσι στο περιθώριο τις βραχύτατες τυπικές παρεμβάσεις του ορχηστρικού συνόλου στο ενδιάμεσο αλλά και στο καταληκτικό ritornello. Εντούτοις, η διατήρηση της συνύφανσης της γραμμής του σολιστικού βιολιού με την φωνή του πρωταγωνιστή καθ’ όλην την πορεία της μεσαίας ενότητος δεν εξυπηρετεί πλέον την ηχητική αναπαράσταση του ποιητικού κειμένου αλλά μόνο την αμιγώς μουσική πλευρά της άριας, όπως άλλωστε και η συμβατική επικράτηση του ελάσσονος τρόπου στο ίδιο πλαίσιο.

Τελείως διαφορετικής διαθέσεως είναι η άρια του Ιουλίου Καίσαρα “Empio, dirò, tu sei”, με την οποία διώχνει οργισμένος, στην πρώτη πράξη της όπερας, τους αιγυπτίους απεσταλμένους που κομίζουν ως δώρο του Πτολεμαίου το κεφάλι του αντιπάλου του Καίσαρα, του Πομπήιου. Στην συγκεκριμένη aria da capo σε ντο-ελάσσονα και συνοδευόμενος μονάχα από το σύνολο των βιολιών σε ταυτοφωνία καθώς και από τα όργανα του basso continuo, ο ρωμαίος ηγέτης κατακεραυνώνει τον Πτολεμαίο για την ανοσιότητα και την ωμότητά του, με μια σειρά ορμητικών φωνητικών περασμάτων που αποδίδουν σχεδόν ρεαλιστικά το ξέσπασμα του θυμού του. Ανάλογο υλικό παρουσιάζεται φυσικά και στα τέσσερα ritornelli των εξωτερικών ενοτήτων, τα οποία εδώ εναλλάσσονται με τρία φωνητικά τμήματα, ενώ κατόπιν, στην μεσαία ενότητα της άριας, προστίθενται άλλα δύο παρεμφερή φωνητικά τμήματα, που διατηρούν στο ακέραιο τον παράφορο βασικό τόνο (αλλά και την κυριαρχία του ελάσσονος τρόπου) της συναρπαστικής αυτής συνθέσεως.

06.01.2009


© Ιωάννης Φούλιας