Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Edvard
Grieg (1843-1907): Κοντσέρτο για πιάνο σε
λα-ελάσσονα, opus 16
Στα έργα του σπουδαιότερου νορβηγού συνθέτη του 19ου αιώνος, του Edvard Grieg, συγκαταλέγονται ως επί το πλείστον σύντομα κομμάτια χαρακτήρος για πιάνο ή ορχήστρα καθώς και αρκετά τραγούδια που διακρίνονται για την πλούσια μελωδική τους έμπνευση και για το έντονο “εθνικό” τους χρώμα. Αλλά και μεταξύ των λιγοστών εκτενέστερων συνθέσεών του, το νεανικό και μοναδικό του Κοντσέρτο για πιάνο, opus 16, έχει κατακτήσει περίοπτη θέση στο σχετικό ρεπερτόριο – πράγμα περίεργο ίσως, αν λάβει κανείς υπ’ όψιν του την συνολική εργογραφία του Grieg, αλλά απολύτως δικαιολογημένο από την ποιότητα του ξεχωριστού αυτού έργου. Η σύνθεση του κοντσέρτου έλαβε χώραν εν πρώτοις κατά την παραμονή του δημιουργού του στην Δανία το 1868, αλλά έκτοτε ακολούθησαν πολλές ακόμη αναθεωρήσεις της παρτιτούρας που εκτείνονται χρονικά μέχρι και το τελευταίο έτος της ζωής του Grieg. Ένα άλλο παράδοξο της ιστορίας του έργου αυτού αφορά στην πρώτη του εκτέλεση, η οποία πραγματοποιήθηκε στις 3 Απριλίου 1869 στην Κοπεγχάγη απόντος του συνθέτη, εξαιτίας ανειλημμένων επαγγελματικών υποχρεώσεών του στην πατρίδα του! Σολίστ σε αυτήν την περίσταση ήταν ο περίφημος νορβηγός πιανίστας Edmund Neupert, ο οποίος αργότερα έγινε αποδέκτης και της αφιερώσεως της δεύτερης έκδοσης του κοντσέρτου.
Η εμφανέστερη ομοιότητα του κοντσέρτου του Grieg με το αντίστοιχο Κοντσέρτο για πιάνο, opus 54, του Robert Schumann, πέραν της κοινότοπης παρατήρησης ότι αμφότερα τα έργα είναι γραμμένα στην ίδια τονικότητα, εντοπίζεται στην έναρξη του πρώτου μέρους (Allegro molto moderato), όπου ένα δυναμικό εισαγωγικό πέρασμα του σολίστα προτάσσεται της εκθέσεως του κυρίου θέματος μιας τυπικότατης μορφής σονάτας. Τόσο το κύριο θέμα, που παρουσιάζεται στην λα-ελάσσονα πρώτα από την ορχήστρα και έπειτα από το πιάνο, όσο και το πλάγιο θέμα που ακολουθεί αργότερα στην Ντο-μείζονα, χαρακτηρίζονται από βαθύ λυρισμό και εμφανή μελαγχολική είτε νοσταλγική διάθεση, σε αντίθεση με το σπινθηροβόλο μεταβατικό τμήμα που μεσολαβεί ανάμεσά τους αλλά και με την απόληξη του πλαγίου θέματος, η οποία οδηγεί με την πληθωρική συγχορδιακή της γραφή σε μιαν ορχηστρική κορύφωση που οριοθετεί με σαφήνεια την έναρξη της επεξεργασίας επί τη βάσει του μοτίβου του εισαγωγικού περάσματος. Με την επανείσοδο του σολίστα, η περαιτέρω μετατροπική πορεία της κεντρικής αυτής ενότητος βασίζεται αποκλειστικά σε συστατικά στοιχεία του κυρίου θέματος, ενώ δύο ανακλήσεις του εισαγωγικού μοτίβου προεξοφλούν αργότερα την έναρξη μιας κανονιστικής επανεκθέσεως (στο πλαίσιο της οποίας το πλάγιο θέμα μεταφέρεται στην ομώνυμη Λα-μείζονα). Μια νέα σύντομη ορχηστρική παρέμβαση προετοιμάζει κατόπιν την σολιστική καντέντσα (στην οποία το κύριο θέμα αναπτύσσεται ξανά και παραλλάσσεται κατά τρόπον εμφανώς πιο δεξιοτεχνικό), ενώ στην coda η εμφάνιση μιας νέας ιδέας συνδέεται αδιάλειπτα με μιαν ανάπλαση του ορμητικού εισαγωγικού περάσματος που έρχεται εδώ να ολοκληρώσει κυκλικά το πρώτο μέρος του κοντσέρτου.
Το μεσαίο μέρος του έργου, ένα Adagio σε Ρε-ύφεση-μείζονα, θα μπορούσε να είναι ένα από τα πολλά αυτόνομα κομμάτια χαρακτήρος που έγραψε ο Grieg. Η βασική μελωδική ιδέα, γαλήνια και με θαυμαστή εναρμόνιση, παρουσιάζεται κατ’ αρχάς ολόκληρη από την ορχήστρα, ενώ στο τέλος του μέρους επαναλαμβάνεται με πολύ περισσότερο δυναμισμό, χάρη στην προβεβλημένη συμμετοχή του πιάνου. Ενδιάμεσα, η είσοδος του σολίστα συμπίπτει με την έναρξη μιας αντιθετικής δομικής ενότητος, στην οποία ένα λυρικό παράλλαγμα του εισαγωγικού μοτίβου του προηγούμενου μέρους εξυφαίνεται μετατροπικά, έως ότου μερικές ανακλήσεις της έναρξης της βασικής μελωδικής ιδέας οδηγήσουν ομαλά στην πλήρη επαναφορά της ιδίας.
Έπειτα από μια βραχύτατη παύση, το τρίτο μέρος (Allegro moderato molto e marcato) κάνει την εμφάνισή του με μια δεξιοτεχνική σολιστική χειρονομία και επικεντρώνεται στην παρουσίαση ενός χορευτικού κυρίου θέματος στην λα-ελάσσονα, με χαρακτηριστικούς δυναμικούς τονισμούς και μια πολύ έντονη καταληκτική κορύφωση από την ορχήστρα. Παρά την επαρκή του προετοιμασία, αυτό που επιχειρεί να εκληφθεί, λίγο αργότερα, ως πλάγιο θέμα στην Ντο-μείζονα σύντομα εκφυλίζεται σε ένα ζωηρό μετατροπικό πέρασμα προς μια συνοπτική τονική επαναφορά του κυρίου θέματος. Το κεντρικό επεισόδιο της σύνθετης μορφής ρόντο-σονάτας, στις προδιαγραφές της οποίας βασίζεται το τελικό αυτό μέρος, αφιερώνεται στο ξεδίπλωμα μιας τρυφερής μελωδίας στην Φα-μείζονα, που από το φλάουτο μεταφέρεται έξοχα καλλωπισμένη στο μέρος του πιάνου. Όμως η “παρένθεση” αυτή δεν αργεί να παραχωρήσει την θέση της σε μιαν αυτούσια επανέκθεση, όπου η πλάγια θεματική περιοχή ξεκινά πλέον από την ομώνυμη Λα-μείζονα και καταλήγει σε ένα λαμπρό δεξιοτεχνικό σολιστικό πέρασμα. Ο μείζων τρόπος εδραιώνεται, εξ άλλου, οριστικά στην coda του μέρους, τόσο με ένα σβέλτο παράλλαγμα του κυρίου θέματος, όσο και με την αποθεωτική ανάκληση της ξεχωριστής μελωδικής ιδέας του κεντρικού επεισοδίου.
14.07.2008
© Ιωάννης Φούλιας