Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Henryk Górecki (γεν. 1933): Συμφωνία αρ. 3, opus 36 («Των λυπημένων
τραγουδιών», για υψίφωνο και ορχήστρα)
Ο πολωνός συνθέτης Henryk Górecki υπήρξε ένας από τους πολυάριθμους νέους δημιουργούς της γενιάς του που στο ξεκίνημα της σταδιοδρομίας τους ενστερνίστηκαν τα ιδεώδη και τις τεχνικές της μουσικής πρωτοπορίας των δεκαετιών του 1950 και του 1960. Από τα μέσα της δεκαετίας του 1970, εντούτοις, πραγματοποίησε μια πλήρη υφολογική μεταστροφή προς έναν θρησκευτικού τύπου μινιμαλισμό, ο οποίος εντάσσεται στο αντιδραστικό αλλά και ιδιαίτερα δημοφιλές κίνημα της “νέας απλότητος”. Ένα από τα πρώτα αλλά και από τα πλέον χαρακτηριστικά δείγματα γραφής του Górecki κατά τις προδιαγραφές της νέας αυτής τεχνοτροπίας είναι η Τρίτη συμφωνία του, opus 36, η επονομαζόμενη και ως «Συμφωνία των λυπημένων τραγουδιών». Το εν λόγω έργο υπήρξε παραγγελία της Ραδιοφωνίας της Νοτιοδυτικής Γερμανίας του Baden-Baden, γράφηκε τους τρεις τελευταίους μήνες του 1976 και εκτελέσθηκε για πρώτη φορά στις 4 Απριλίου 1977 στο φεστιβάλ σύγχρονης μουσικής της γαλλικής πόλεως Royan, αποσπώντας μονάχα δεικτικά σχόλια για την απλοϊκότητα της μουσικής και την – δίχως νόημα – παρατεταμένη διάρκειά της. Έτσι, παρέμεινε ουσιαστικά στην αφάνεια μέχρι το 1993, όταν οι ιθύνοντες του βρετανικού μουσικού ραδιοφωνικού σταθμού Classic FM αποφάσισαν να προωθήσουν έντονα μια νέα ηχογράφηση της συμφωνίας αυτής που είχε προσφάτως τεθεί σε κυκλοφορία από την δισκογραφική εταιρεία Elektra· τότε, λοιπόν, συνέβη κάτι το πρωτοφανές για τα δεδομένα της “κλασσικής” μουσικής: ο δίσκος αυτός πούλησε 700.000 αντίτυπα μέσα σε δύο μόλις χρόνια, παρέμεινε επί πολλές εβδομάδες στις πρώτες θέσεις των charts της βρετανικής μουσικής βιομηχανίας και τελικά υπερέβη το ένα εκατομμύριο σε πωλήσεις! Παρ’ όλα αυτά, ο καταναλωτικός αυτός οίστρος, ναι μεν, απέδειξε την αποτελεσματικότητα των σύγχρονων μεθόδων προώθησης ενός οιουδήποτε προϊόντος, όμως δεν είχε την αναμενόμενη επίδραση και επί του κοινού των συναυλιών, ούτε – πολύ περισσότερο – συνέβαλε σε μια γενικότερη αναζωπύρωση του ενδιαφέροντος για το υπόλοιπο συνθετικό έργο του Górecki.
Η «Συμφωνία των λυπημένων τραγουδιών» είναι γραμμένη για σοπράνο και ορχηστρικό σύνολο, αποτελείται δε από τρία φωνητικά μέρη πολύ αργής χρονικής αγωγής που συνιστούν μελοποιήσεις ισάριθμων και πολύ διαφορετικών μεταξύ τους πολωνικών κειμένων, τα οποία ωστόσο πραγματεύονται ένα κοινό θέμα: τον θρήνο μιας μάνας για την τραγική απώλεια του παιδιού της. Και τα τρία μέρη διακατέχονται από στατικότητα και υποβάλλουν μιαν αίσθηση μυστικισμού, χάρη στις σύμφωνες τροπικές συνηχήσεις, την απουσία σημαντικών υφολογικών είτε απότομων δυναμικών αντιθέσεων αλλά και την ομοιόμορφη ενορχήστρωσή τους, η οποία στηρίζεται κυρίως στα έγχορδα, παραιτείται εντελώς του “αιχμηρού” ηχοχρώματος των όμποε και των τρομπετών και περιορίζει την συνεισφορά της άρπας και του πιάνου σε διακριτικά στίγματα ήχου· η μουσική ξεδιπλώνεται πολύ αργά, ενώ οι μελωδικές φράσεις της σοπράνο παραπέμπουν στην απλότητα παιδικών τραγουδιών, αντιμετωπίζοντας όμως τελείως ουδέτερα το μελοποιημένο κείμενο. Στο πρώτο μέρος, Lento (sostenuto tranquillo ma cantabile), ένα σχοινοτενές ελεγειακό θέμα αναδύεται αργά, υπό μορφήν κανόνος σε κύκλο πεμπτών, ο οποίος διανέμεται σε δέκα πάρτες εγχόρδων (αλλά πάντως όχι σε περισσότερες από οκτώ διαφορετικές φωνές), από την βαθύτερη περιοχή των κοντραμπάσσων μέχρι την υψηλότερη των βιολιών. Αφού λοιπόν φθάσει σε ένα σημείο κάλυψης ολόκληρου του διαθέσιμου ηχητικού φάσματος και παράλληλης δυναμικής επίτασης, η μουσική αλλάζει πορεία, μειώνοντας σταδιακά τόσο το πλήθος των διαφορετικών φωνών, όσο και την έντασή της, για να καταλήξει έπειτα από αρκετή ώρα σε ταυτοφωνία στο μέσον του συνολικού ηχητικού φάσματος. Με την είσοδο και των υπολοίπων οργάνων, η φωνή της σοπράνο εκθέτει σε σχετικά μικρή έκταση έναν θρήνο της Παναγίας προς τον Εσταυρωμένο, ο οποίος προέρχεται από πολωνικό μοναστήρι και χρονολογείται από το δεύτερο ήμισυ του 15ου αιώνος, ενώ από εκεί και ύστερα τα έγχορδα επιστρέφουν στον αρχικό τους κανόνα, αλλά αντιστρέφουν την αρχική διαδικασία, ξεκινώντας δηλαδή από ένα μέγιστο σημείο έντασης και αξιοποίησης όλου του διαθέσιμου ηχητικού φάσματος, για να καταλήξουν σταδιακά στην σκοτεινή γραμμή των κοντραμπάσσων.
Το ακόλουθο Lento e largo (tranquillissimo, cantabilissimo, dolcissimo, legatissimo) – Molto lento, παρά τις εξεζητημένες ερμηνευτικές ενδείξεις του, βασίζεται σε μια συγκινητική επιγραφή-προσευχή της δεκαοκτάχρονης Helena Wanda Błażusiakówna που βρέθηκε χαραγμένη σε τοίχο κελιού φυλακής της Μυστικής Κρατικής Αστυνομίας του ναζιστικού καθεστώτος (Gestapo) στην πολωνική πόλη Zakopane και είναι ίσως το πιο επιτυχημένο (αλλά και το συντομότερο σε διάρκεια) μέρος του έργου. Τα δύο εναρκτήρια ορχηστρικά “συμβάντα” αντιδιαστέλλουν συμβολικά μιαν αναπόληση της παιδικότητας και της χαμένης ελευθερίας με το έρεβος του κελιού που περιβάλλει την παραμυθία του μελοποιημένου κειμένου. Υπό την διαρκή συνοδεία μουντών και αργόσυρτων συγχορδιών, οι σύντομες και απέριττες μελωδικές φράσεις της σοπράνο διαμορφώνουν μιαν ευρύτερη αψιδωτή πορεία, προτού επικεντρωθούν σε μια σχετικά υψηλή περιοχή για την μονότονη εκφώνηση της προσευχής, που μοιάζει να συνεχίζεται επ’ άπειρον από την ορχήστρα.
Για το τρίτο μέρος, Lento (cantabile semplice) – Lento e largo – Molto lento – Largo ben tenuto, ο Górecki επέλεξε να μελοποιήσει ένα λαϊκό τραγούδι της ιδιαίτερης πατρίδος του, της Σιλεσίας, καθιστώντας μάλιστα το ύφος της φωνητικής γραμμής της σοπράνο αρκετά δημοτικοφανές. Οι τρεις πρώτες στροφές του τραγουδιού είναι γραμμένες στον φυσικό ελάσσονα τρόπο, ενώ η τέταρτη στρέφεται προς την ομώνυμη Λα-μείζονα· παράλληλα, η ομοφωνική συνοδεία των εγχόρδων επεκτείνεται βαθμιαία προς υψηλότερες ηχητικές περιοχές, προκειμένου να επενδύσει με ένα πιο φωτεινό υπόβαθρο τις εκκλήσεις της χαροκαμένης μάνας προς τα πουλάκια και τα άνθη του Θεού. Εντούτοις, το τραγούδι της ολοκληρώνεται με μια συνοπτική επαναφορά της πρώτης στροφής και του γεμάτου απόγνωση (αλλά και μοιραία αναπάντητου) ερωτήματός της προς αυτούς που φόνευσαν τον γιο της, ενώ η ορχήστρα έρχεται κατόπιν να προσθέσει ως ύστατη παρηγορητική χειρονομία μια γαλήνια καταδυόμενη συγχορδία της Λα-μείζονος.
26.07.2008
© Ιωάννης Φούλιας