Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Luigi Boccherini (1743-1805): Κοντσέρτο για βιολοντσέλλο αρ. 9, σε Σι-ύφεση-μείζονα, G. 482

Ο Boccherini υπήρξε παράλληλα ένας από τους μεγαλύτερους δεξιοτέχνες του βιολοντσέλλου καθώς και ένας ιδιαίτερα αξιόλογος και παραγωγικός συνθέτης του 18ου αιώνος. Δεν αποτελεί έκπληξη, λοιπόν, το γεγονός ότι τα περισσότερα από τα κοντσέρτα του – και συγκεκριμένα δώδεκα – είναι αφιερωμένα στο τσέλλο, προβάλλοντας μάλιστα πολλαπλές δεξιοτεχνικές απαιτήσεις από τον σολίστα, όπως την εκτέλεση γρήγορων περασμάτων και συνηχήσεων, αλλά και την πλήρη (όσο και συχνή) εκμετάλλευση της υψηλότερης ηχητικής περιοχής του οργάνου. Σύμφωνα με όλες τις ενδείξεις, πάντως, όλα τα κοντσέρτα του για τσέλλο είναι έργα νεανικά, γραμμένα κατά την δεκαετία του 1760 στην Ιταλία, αφού φαίνεται ότι ο Boccherini εγκατέλειψε την ενασχόλησή του με το συγκεκριμένο είδος μετά την εγκατάστασή του στην Μαδρίτη το 1769.

      Το κοντσέρτο σε Σι-ύφεση-μείζονα υποτίθεται πως είναι το πλέον διαδεδομένο έργο του Boccherini σε αυτό το είδος. Στην πραγματικότητα, όμως, η δημοφιλής εκδοχή που ο τσελλίστας Friedrich Grützmacher δημοσίευσε το 1895 είναι τελείως νόθα, αφού συνδυάζει το πρώτο μέρος του αυθεντικού κοντσέρτου G. 482 αφ’ ενός μεν με το αργό μέρος ενός άλλου κοντσέρτου για τσέλλο και αφ’ ετέρου με ένα γρήγορο μέρος σονάτας για βιολοντσέλλο του Boccherini, κατάλληλα διασκευασμένο για την περίσταση! Ευτυχώς, στις μέρες μας η αυθεντική εκδοχή τείνει πλέον να εκτοπίσει την ρομαντικής αισθητικής “σουΐτα υπό μορφήν κοντσέρτου” του Grützmacher, επιτρέποντας την επανεκτίμηση του πολύ ενδιαφέροντος αυτού έργου του ιταλού δημιουργού. Η λιτή ενορχήστρωση του εν λόγω κοντσέρτου, πέραν του σώματος των εγχόρδων, προβλέπει επίσης την σύμπραξη δύο κόρνων προς ενίσχυση των αμιγώς ορχηστρικών τμημάτων στα εξωτερικά μέρη του έργου.

      Το πρώτο μέρος (Allegro moderato) είναι συμβατό με τις προδιαγραφές της – τυπικά προκλασσικής – διμερούς μορφής σονάτας κοντσέρτου. Στο εναρκτήριο ritornello της ορχήστρας διατυπώνεται εν συντομία το κύριο θέμα, παρακάτω γίνεται νύξη και μίας εκ των πλαγίων θεματικών ιδεών, αλλά ως επί το πλείστον παρουσιάζεται υλικό που ελάχιστα αξιοποιείται στην περαιτέρω πορεία του κομματιού. Η είσοδος του σολίστα πραγματοποιείται με δύο επάλληλα δεξιοτεχνικά αναπτύγματα του κυρίου θέματος, που ακολουθούνται από ένα μεταβατικό τμήμα ανάλογων τεχνικών απαιτήσεων. Δύο περισσότερο εκφραστικές ιδέες κάνουν την εμφάνισή τους στο πλαίσιο της πλαγίας θεματικής ομάδος της εκθέσεως, η οποία κατά τα λοιπά παρέχει και αυτή πολύ χώρο στην ανάπτυξη νέων γοργών περασμάτων και αρπισμών. Η δυναμική παρέμβαση της ορχήστρας με την περάτωση της εκθέσεως στοιχειοθετεί ένα ενδιάμεσο μετατροπικό ritornello, το οποίο μεσολαβεί ανάμεσα στις δύο σολιστικές ενότητες ανακαλώντας μοτίβα του εναρκτήριου ritornello. Πράγματι, ο σολίστας επανέρχεται κατόπιν με μία παράθεση του κυρίου θέματος, αλλά γρήγορα στρέφεται προς νέες δεξιοτεχνικές χειρονομίες εδραιώνοντας παράλληλα την περιοχή της σχετικής ελάσσονος· από εκεί, μια αλυσιδωτή αρμονική πορεία και μια στάση επί της δεσπόζουσας θα οδηγήσουν τελικά στην ελαφρώς τροποποιημένη επανέκθεση ολόκληρης της πλαγίας θεματικής ομάδος στην αρχική τονικότητα, η οποία ακολουθείται από σύντομη ορχηστρική προετοιμασία της αυτοσχέδιας σολιστικής καντέντσας. Τέλος, τμήμα του ενδιάμεσου ritornello ανοίγει την ορχηστρική κατακλείδα, η οποία ολοκληρώνεται με νέα προσήκουσα ανάπλαση γνώριμων μοτίβων.

      Το Andante grazioso στην Μι-ύφεση-μείζονα συνιστά μια αρκετά ιδιότυπη εφαρμογή της τριμερούς μορφής σονάτας κοντσέρτου. Κατ’ αρχάς, εντυπωσιάζουν τόσο η έκταση του εναρκτήριου ritornello όσο και η επανάληψη της σολιστικής εκθέσεως. Έπειτα, το γαλήνιο κύριο θέμα ποτέ δεν επαναδιατυπώνεται με την πληρότητα της αρχικής ορχηστρικής του εμφάνισης: στην έκθεση (όσο και στην έναρξη της επεξεργασίας, σε μεταφορά στην δεσπόζουσα) εκφέρεται αποσπασματικά από τα έγχορδα της ορχήστρας συνοδεύοντας την πλουσιότερη μελωδική εξύφανση του σολιστικού οργάνου, στην δε επανέκθεση παρουσιάζεται μεν από το τσέλλο (για πρώτη και τελευταία φορά), αλλά διακόπτεται μάλλον εσπευσμένα. Από την άλλη πλευρά, το πλάγιο θέμα της εκθέσεως εξαλείφεται από την συνεπτυγμένη επανέκθεση, που αρκείται στην τονική επαναφορά μόνο της σολιστικής καταληκτικής ιδέας. Η εξέλιξη της επεξεργασίας βασίζεται σε προεκτάσεις του κυρίου θέματος, ενώ η ορχηστρική κατακλείδα του εναρκτήριου ritornello επανεμφανίζεται μόνο μετά την ολοκλήρωση της σολιστικής καντέντσας, ως καταληκτικό ritornello.

      Παρά τον χαρακτηρισμό του ως Rondo, το τελικό Allegro δεν εντάσσεται, στην πραγματικότητα, σε κανένα μορφολογικό πρότυπο της κλασσικής περιόδου, συνιστώντας έτσι μια πρωτότυπη δομική κατασκευή, γεμάτη ανεκπλήρωτες προσδοκίες και εκπλήξεις. Η χαριτωμένη κύρια ιδέα (α) εκτίθεται πρώτα από την ορχήστρα και κατόπιν παραλλάσσεται δύο φορές από τον σολίστα, ενώ η παρεμβολή ενός σύντομου αντιθετικού τμήματος (β), ελαφρώς χορευτικού χαρακτήρος, και μια επαναφορά της αρχικής ιδέας ολοκληρώνουν αυτό που εν πρώτοις δίνει την εντύπωση του “κυρίου θέματος” ενός ρόντο. Μία νέα ιδέα (γ), μάλλον κωμικού χαρακτήρος, στρέφεται από την τονική προς την δεσπόζουσα και η εμφαντική παρέμβαση της ορχήστρας σε αυτό το σημείο υποδηλώνει την περάτωση ενός “μεταβατικού τμήματος” προς ένα “πλάγιο θέμα”. Αντ’ αυτού, όμως, το τσέλλο επιδίδεται στην συνέχεια σε μια μετατροπική αλυσίδα αρπισμών, η οποία τελικά οδηγεί στην τονικότητα της σχετικής ελάσσονος για την παρουσίαση ενός νέου θέματος (δ), αρχικά γεμάτου ένταση και κατόπιν λυρικού και στοχαστικού. Το “επεισόδιο” αυτό ολοκληρώνεται με μια παράφορη παρέμβαση της ορχήστρας, ενώ αμέσως μετά επανεκτίθεται δίχως καμμία τονική διαμεσολάβηση η υποτιθέμενη “μεταβατική ιδέα” (γ) και αυτή με την σειρά της οδηγεί σε μια αντεστραμμένη επαναφορά των δύο τμημάτων του “κυρίου θέματος” (β και α). Τελείως αναπάντεχα, εξ άλλου, ο συνθέτης επανεκθέτει ακολούθως και το “επεισοδιακό θέμα” (δ) σε μεταφορά στην αρχική τονικότητα, προτού επιτρέψει στον σολίστα να αυτοσχεδιάσει μια καντέντσα και στην ορχήστρα να τον “επευφημήσει” με μια συνοπτική αναφορά στην αρχική ιδέα και επιπρόσθετες καταληκτικές χειρονομίες (coda).

26.08.2007


© Ιωάννης Φούλιας