Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
César Franck (1822-1890):
Συμφωνία σε ρε-ελάσσονα
Ο βέλγος συνθέτης César Franck σταδιοδρόμησε με επιτυχία από τα μέσα του 19ου αιώνος στο Παρίσι ως δεξιοτέχνης πιανίστας και οργανίστας, ενώ αργότερα μετεξελίχθηκε σε έναν από τους περιφημότερους καθηγητές σύνθεσης του καιρού του. Σχεδόν όλα τα σημαντικά του έργα γράφηκαν κατά την τελευταία δεκαετία της ζωής του και φημίζονται τόσο για τον αρμονικό τους πλούτο, όσο και για την στιβαρότητα της κατασκευής τους. Η Συμφωνία σε ρε-ελάσσονα, ειδικότερα, αποτελεί την τελευταία ορχηστρική του δημιουργία, αφού ο Franck καταπιάσθηκε με την σύνθεση των τριών μερών της από το 1886 έως τις 22 Αυγούστου 1888. Όταν πάντως η παρτιτούρα ολοκληρώθηκε και αφιερώθηκε στον μαθητή του συνθέτη Henri Duparc, αντιμετωπίσθηκε με ιδιαίτερη επιφυλακτικότητα από τους συντηρητικούς παρισινούς μουσικούς κύκλους, εξαιτίας της παρέκκλισής της από την καθιερωμένη τετραμερή δομή της κλασσικορομαντικής συμφωνίας, των εμφανών γερμανικών της καταβολών, αλλά και της “νεωτεριστικής” κυκλικότητας της μορφής της. Έτσι, η πρώτη της εκτέλεση στις 17 Φεβρουαρίου 1889 στο Ωδείο του Παρισιού έγινε δεκτή με επιδεικτική ψυχρότητα από το γαλλικό κοινό και προκάλεσε έντονες – αν και απολύτως αναμενόμενες, βάσει του γενικότερου πολιτικού (αντιγερμανικού) κλίματος – αντιδράσεις από τους κριτικούς. Παρ’ όλα αυτά, οι αρετές του έργου δεν άργησαν να αναγνωρισθούν με νηφαλιότητα στο εξωτερικό και να καταστήσουν το αριστούργημα αυτό του Franck μία από τις σπουδαιότερες και δημοφιλέστερες γαλλικές συμφωνίες του συναυλιακού ρεπερτορίου.
Το πρώτο μέρος της συμφωνίας (Lento – Allegro non troppo) ανοίγει θέτοντας ένα “ρητορικό” ερώτημα, με ένα βασικό μοτίβο από το οποίο αναδύεται αργά μια ολοκληρωμένη φράση στην ρε-ελάσσονα, που συνοδεύεται και από μυστηριώδεις χρωματικές αρμονίες. Μια παρεμφερής δεύτερη φράση διευρύνει κατόπιν περαιτέρω την ευφάνταστη αρμονική πορεία ενός τμήματος, το οποίο εν πρώτοις δίνει μεν την εντύπωση μιας αργής εισαγωγής, όμως στην πραγματικότητα αποτελεί το εναρκτήριο μέλος ενός δισυπόστατου κυρίου θέματος, το οποίο στην συνέχεια ανακαλεί εκ νέου και αναπτύσσει αλυσιδωτά το βασικό του μοτίβο, δημιουργώντας έτσι μια δραματική, σχεδόν εφιαλτική κλιμάκωση, που βρίσκει σύντομα το επιστέγασμά της σε μια σφοδρή και απειλητική μεταμόρφωση του ιδίου μοτιβικού υλικού! Παραδόξως, ολόκληρο το θεματικό αυτό σύμπλεγμα επαναλαμβάνεται σε μεταφορά στην φα-ελάσσονα, προτού η έκθεση της μορφής σονάτας στραφεί προς την Φα-μείζονα για την παρουσίαση μιας ηπιότερης πλάγιας θεματικής ιδέας (με σαφείς πάντως αναφορές στο δεδομένο μοτιβικό απόθεμα), οι μετέπειτα αρμονικές περιπλανήσεις της οποίας καταλήγουν θριαμβικά σε μιαν εξωστρεφή καταληκτική ιδέα, επίσης στην Φα-μείζονα, και σε μια σειρά κατευναστικών προεκτάσεών της. Έτσι, η ενότητα της επεξεργασίας ανοίγει αμέσως μετά εξακολουθώντας να αναστοχάζεται ήρεμα την καταληκτική αυτή ιδέα, έως ότου η δαιμονική φύση του κυρίου θέματος επανέλθει στο προσκήνιο με νέες ενεργητικές αλυσιδοποιήσεις και μεταπλάσεις των μοτιβικών του συστατικών. Προσωρινή διέξοδο από αυτήν την γεμάτη ένταση εξέλιξη έρχεται να προσφέρει ξανά η υπόμνηση της καταληκτικής ιδέας, η οποία τώρα εναλλάσσεται συστηματικά με το εναρκτήριο μοτίβο και τελικά ενώνεται με αυτό, στο πλαίσιο μίας ακόμη παράφορης κλιμάκωσης που οδηγεί πλέον στο αποκορύφωμα του “δράματος”: την κραταιά επανέκθεση της έναρξης του κυρίου θέματος υπό μορφήν κανόνος. Αλλά και το γοργό δεύτερο σκέλος του κυρίου θέματος εμπλουτίζεται ακολούθως με ορμητικές φιγούρες και υπόκειται σε περαιτέρω ανάπτυξη, πριν από την αυτούσια επαναφορά στην Ρε-μείζονα όλων των πλαγίων και καταληκτικών περιεχομένων της εκθέσεως. Παρ’ όλα αυτά, το μέρος ολοκληρώνεται με μια συγκλονιστική coda, η οποία ανακτά όλη την δραματικότητα του κυρίου θέματος με την εξύφανση του ύστατου μοτίβου του και τελικά απαντά στο αρχικό ερώτημα κατά τρόπον θετικό, λαμπρό και λυτρωτικό.
Το Allegretto σε σι-ύφεση-ελάσσονα συνιστά έναν ενδιαφέροντα συνδυασμό αργού μέρους και scherzo. Τα έγχορδα (συμπεριλαμβανομένης της άρπας) διαμορφώνουν κατ’ αρχάς ένα απέριττο υπόβαθρο, πάνω στο οποίο το αγγλικό κόρνο εισάγει κατόπιν την χαρακτηριστικά μελαγχολική μελωδία του, που συνεχίζεται από ένα κόρνο, ένα κλαρινέττο και ένα φλάουτο. Το πρώτο “τρίο”, αντιθέτως, ανοίγει κατά τρόπον αιθέριο, με πρωτοβουλία των εγχόρδων, στην Σι-ύφεση-μείζονα, στην οποία και καταλήγει, αφού προηγουμένως εξυφανθεί γνωρίζοντας πλούσιες αρμονικές εμπειρίες. Το αρχικό θέμα επιχειρεί έπειτα να επαναληφθεί, όμως σύντομα διακόπτεται από ένα νέο ανήσυχο μοτίβο που, αφού εναλλαχθεί μερικές φορές με φευγαλέες “αναμνήσεις” από το πρώτο “τρίο”, αξιοποιείται τελικά ως πρότυπο για μια πλήρη, “σκιώδη” και σαφώς πιο ενεργητική παραλλαγή του βασικού θέματος στην σολ-ελάσσονα· η ίδια φιγούρα συνοδεύει επίσης διακριτικά το μελωδικό ξεδίπλωμα του κάπως πιο ανάλαφρου δεύτερου “τρίο” στην Μι-ύφεση-μείζονα, ενώ αργότερα επανέρχεται στο προσκήνιο, συνταιριάζεται δειλά-δειλά με την αρχική μελωδία του αγγλικού κόρνου και τελικά αποκαθιστά από κοινού με αυτήν την τονικότητα της σι-ύφεση-ελάσσονος. Μολαταύτα, το μεσαίο αυτό μέρος δεν ολοκληρώνεται με την ελεγειακή διάθεση του βασικού του θέματος, αφού – στο πλαίσιο μιας επιπρόσθετης coda – η εναλλαγή αντιπροσωπευτικών αποσπασμάτων του πρώτου και του δεύτερου “τρίο” οδηγεί σε μιαν ύστατη ανάπλαση των καταληκτικών φράσεων του πρώτου εξ αυτών στην γαλήνια Σι-ύφεση-μείζονα.
Με το τελικό Allegro non troppo το έργο συμπληρώνεται κατά τρόπον κυκλικό και ηρωικό. Η κύρια θεματική ιδέα στην Ρε-μείζονα εξυφαίνεται επί μακρόν με ανέμελη διάθεση, ενώ το πλάγιο θέμα εισάγεται παρακάτω στην Σι-μείζονα από τα χάλκινα πνευστά και τα έγχορδα εναλλάξ, δίνοντας έτσι την εντύπωση ενός εναρμονισμένου χορικού που εκτελείται από εκκλησιαστικό όργανο με τακτικές εναλλαγές μανουαλιών και ρετζίστρων. Όμως η έκθεση αυτής της μορφής σονάτας καταλήγει αναπάντεχα στην σι-ελάσσονα, με δύο αναφορές στα προηγούμενα μέρη της συμφωνίας: η πρώτη από αυτές είναι μια σκοτεινή και μακρινή ανάμνηση του κυρίου θεματικού υλικού του πρώτου μέρους που εδώ αναπτύσσεται κατά τρόπον καινοφανή από τα έγχορδα, ενώ η δεύτερη ανακαλεί ολόκληρη την βασική μελωδία του αγγλικού κόρνου από το δεύτερο μέρος. Από εκεί και ύστερα, πάντως, η σονάτα εξελίσσεται και πάλι όπως περίπου αναμενόταν, αναπτύσσοντας δηλαδή υπό νέες αρμονικές φωτοσκιάσεις το κύριο θέμα της και οδηγώντας το σε κλιμάκωση, που δικαιώνεται πλήρως με την λαμπρή επαναφορά του εν είδει χορικού πλαγίου θέματος από ολόκληρη την ορχήστρα. Η επεξεργασία συνεχίζεται, εξ άλλου, με την διεξοδική ανάπτυξη και των μοτιβικών στοιχείων που προέρχονται από το πρώτο μέρος και μάλιστα διαμορφώνοντας άλλη μια σταδιακή επίταση, που κορυφώνεται τραγικά και τελικά επιλύεται με την δυναμική επανέκθεση του κυρίου θέματος στην Ρε-μείζονα! Για λόγους θεματικής οικονομίας, εντούτοις, το υπόλοιπο υλικό της εκθέσεως που έχει ήδη παρατεθεί εντός της επεξεργασίας τώρα παρακάμπτεται ολότελα, με αποτέλεσμα η συνοπτική αυτή επανέκθεση να αρκείται στην επαναφορά μονάχα του βασικού θέματος του δεύτερου μέρους του έργου στην ομώνυμη ρε-ελάσσονα, σε πλήρη δυναμική ένταση και ενορχήστρωση. Κατά συνέπειαν, ο μείζων τρόπος απομένει να αποκατασταθεί στην coda, η οποία σύντομα ανακαλεί το καταληκτικό θέμα του πρώτου μέρους σε μιαν ηπιότατη εκδοχή, στην συνέχεια το εναλλάσσει με το απόλυτα “εξαγνισμένο” εναρκτήριο μοτίβο της συμφωνίας και εν τέλει με την κύρια ιδέα του τρίτου αυτού μέρους που, έχοντας πλέον τον τελευταίο λόγο, οδηγεί εκ του ασφαλούς σε ένα μεγαλοπρεπές κλείσιμο.
16.08.2008
© Ιωάννης Φούλιας