Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Αντίοχος Ευαγγελάτος (1903/1904-1981): Συμφωνία αρ. 1, σε Ντο-μείζονα

Ο κεφαλλονίτης συνθέτης, αρχιμουσικός και παιδαγωγός Αντίοχος Ευαγγελάτος, ένας από τους διαπρεπέστερους εκπροσώπους της Ελληνικής Εθνικής Μουσικής Σχολής, ξεκίνησε τις μουσικές του σπουδές στο Ωδείο Αθηνών στις αρχές της δεκαετίας του 1920, αλλά τις συνέχισε και τις περάτωσε στο εξωτερικό και συγκεκριμένα στην Λειψία, την Βιέννη και την Βασιλεία. Από την περίοδο αυτή προέρχεται η πρώτη του συμφωνία, η οποία γράφηκε το 1929, μετά την αποφοίτησή του από το Ωδείο της Λειψίας, και παίχθηκε με επιτυχία για πρώτη φορά στην Αθήνα το επόμενο κιόλας έτος, υπό την διεύθυνση του Δημήτρη Μητρόπουλου. Ιδιαίτερη εντύπωση σε αυτό το νεανικό έργο προξενεί αναμφίβολα το γεγονός ότι ο Ευαγγελάτος έχει ήδη διαμορφώσει τα βασικά γνωρίσματα της συνθετικής του τεχνοτροπίας, όπως πιστοποιεί ο περίτεχνος αντιστικτικός χειρισμός των ελληνότροπων μελωδικών και ρυθμικών στοιχείων που διατρέχουν και τα τρία μέρη της συμφωνίας.

Το λαϊκότροπο αρρενωπό κύριο θέμα του εναρκτήριου Allegro moderato εισάγεται κατ’ αρχάς από τα κόρνα και τις τρομπέτες σε τρόπο του λα, μάλλον, παρά του Ντο, και αμέσως μετά επαναλαμβάνεται σε μεταφορά στην ντο-δίεση, με περισσότερη κίνηση στην συνοδεία του και πλουσιώτερη ενορχήστρωση. Από εκεί και ύστερα όμως, η ρευστοποίηση του υλικού του στην ακόλουθη μετάβαση – που ξεκινά με ήρεμη διάθεση, αλλά εξελίσσεται ραγδαία προς μια πρώτη επιβλητική ορχηστρική κλιμάκωση – ανοίγει πλέον τον δρόμο για την εμφάνιση και ενός πλαγίου θέματος ποιμενικού χαρακτήρος, το οποίο αρχικά εξυφαίνεται με ηπιότητα στα πνευστά σε “ελάσσονα” τρόπο από σολ και λα, ενώ αργότερα εμπλουτίζεται με νέα ηχοχρώματα αλλά και μιμητικές παρεμβάσεις συνοδευτικών φωνών, οδεύοντας έτσι προς την εξόχως δυναμική περάτωσή του. Η ενότητα της επεξεργασίας επικεντρώνεται κατόπιν στα περιεχόμενα του κυρίου θέματος και δη στην κεφαλή του, η οποία, έπειτα από την διακριτική της ανάκληση στο σημείο αυτό, αρχίζει να αναπτύσσεται κατά τρόπον αντιστικτικό, αξιοποιώντας και την δυνατότητα της ρυθμικής της σμίκρυνσης· στην συνέχεια δε, ένα χρωματικό παράλλαγμά της προσδίδει ιδιαίτερη τραγικότητα στην αναπτυξιακή αυτή πορεία, ενώ νέα παράγωγα του κυρίου θέματος διαμορφώνουν ένα ελεγειακό “επεισόδιο”, προτού ολόκληρη η θεματική αυτή ιδέα ανασυσταθεί με σφοδρότητα και οδηγήσει σε μιαν ακόμη πιο εντυπωσιακή κορύφωση. Ο πένθιμος απόηχος αυτής της δραματικής εξέλιξης αφήνει πάντως το στίγμα του και στην ζοφερή επανέκθεση του κυρίου θέματος με τονική αφετηρία από την σολ-δίεση, υποχωρώντας μόνο κατά την μετέπειτα ορχηστρική του ανάπλαση σε μεταφορά στην ρε αλλά και κατά την άμεση και εμφαντικότερη πλέον επαναφορά του πλαγίου θέματος στην λα. Τελικά, με την προέκταση των πτωτικών φιγούρων του πλαγίου θέματος καθώς και με ένα ηχηρό παράλλαγμα της κεφαλής του σε τρόπο από σολ συγκροτείται μια σύντομη coda, η οποία μόλις την ύστατη στιγμή στρέφεται προς μιαν αστραφτερή – αν και μάλλον απρόσμενη – καταληκτική συγχορδία της Ντο-μείζονος.

Το αργό μέρος της συμφωνίας, ένα τριμερές Adagio, βασίζεται καθ’ ολοκληρίαν σε μία και μοναδική μελωδία, βυζαντινού χαρακτήρος κατά τον συνθέτη, η οποία αξιοποιείται με δύο διαφορετικούς τρόπους: στις μεν εξωτερικές ενότητες χρησιμεύει ως θέμα για την ανάπτυξη αλλά και την σταδιακή αποδόμηση ενός τετράφωνου κανόνος στα έγχορδα σε τρόπο από ρε, ενώ στο εσωτερικό του μέρους μεταμορφώνεται σε χορικό, που παρουσιάζεται με λαμπρότητα και υπό την συνοδεία ενός πληθωρικού πολυφωνικού πλέγματος πρώτα σε τρόπο από σι και έπειτα (σε μεταφορά) από σολ. Παράλληλα όμως, την εκπληκτική μακροδομική συνοχή του αψιδωτού αυτού σχεδιασμού υπογραμμίζει και ένας αδιάλειπτος σκοτεινός ισοκράτης των κοντραμπάσσων και των τυμπάνων επί του θεμελιώδους ρε.

Το τελικό Allegro είναι ένα παρατακτικής λογικής ρόντο που βρίθει δημοτικοφανών μελωδικών σκοπών σε μέτρο 7/8. Το βασικό του θέμα σε ντο-“ελάσσονα” είναι τριμερές και παρουσιάζεται εναλλάξ από τα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά κατά τρόπον σφριγηλό και ήπιο, ενώ στο ακόλουθο πρώτο επεισόδιο τα ξύλινα εισάγουν δύο νέους χορευτικούς σκοπούς, στην Σι-ύφεση-μείζονα και την ρε-ελάσσονα, που αναπτύσσονται για λίγο από τα έγχορδα και τα κόρνα και τελικά επανεμφανίζονται με πλουσιότερη ενορχήστρωση. Την αυτούσια πρώτη επαναφορά του βασικού θέματος διαδέχεται κατόπιν ένα δεύτερο επεισόδιο, στο οποίο ένα ανάπτυγμα του εναρκτήριου μοτίβου του πρώτου επεισοδίου περιβάλλει τώρα μια καινοφανή λαϊκότροπη μελωδική εξύφανση με επιπρόσθετα αραβουργήματα στα βιολιά· παραδόξως δε, της τελικής (και συνοπτικής) επαναφοράς του βασικού θέματος προηγείται η (διπλή) ανάκληση αμφοτέρων των ιδεών του πρώτου επεισοδίου στην Σι-μείζονα και την ρε-δίεση-ελάσσονα, αντιστοίχως, ενώ στην σύντομη coda του μέρους αυτού είναι και πάλι το εναρκτήριο μοτίβο του πρώτου επεισοδίου που αναδεικνύεται θριαμβικά στην Ντο-μείζονα.

16.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας