Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

George Enescu (1881-1955): Ρουμάνικη ραψωδία αρ. 1 σε Λα-μείζονα, opus 11 αρ. 1

Ο ρουμάνος συνθέτης George Enescu όχι μόνο είναι σύγχρονος του Μανώλη Καλομοίρη, αλλά επιπλέον η θέση και η προσφορά του στον τόπο καταγωγής του παρουσιάζει πολλές αναλογίες με εκείνη του ιδρυτή της Ελληνικής Εθνικής Σχολής Μουσικής. Παρ’ όλα αυτά, ο Enescu εγκατέλειψε σχετικά γρήγορα την χρήση φολκλορικού υλικού στα έργα του καθώς και την γενικότερη αισθητική των “εθνικών σχολών”, ενώ σε μεγάλη ηλικία δεν έκρυβε πλέον την δυσαρέσκειά του για το γεγονός ότι η διεθνής του φήμη ως συνθέτη βασιζόταν σχεδόν αποκλειστικά στις ραψωδίες της νιότης του… Πράγματι, οι εξαιρετικά δημοφιλείς Δύο ρουμάνικες ραψωδίες για ορχήστρα του Enescu είναι έργα του 1901, αν και εκτελέσθηκαν για πρώτη φορά μόλις τον Φεβρουάριο του 1908 στο Παρίσι (υπό την διεύθυνση του συνθέτη) και εκδόθηκαν εκεί τον επόμενο χρόνο υπό τον αριθμό opus 11.

Όπως διαφαίνεται ειδικότερα στην Πρώτη ρουμάνικη ραψωδία σε Λα-μείζονα, πρότυπο για τον νεαρό Enescu αποτέλεσε ασφαλώς ο Liszt, οι Ουγγρικές ραψωδίες του οποίου ποτέ δεν έχασαν την απήχησή τους στο μουσικόφιλο κοινό. Ως εκ τούτου, το θεματικό υλικό, το οποίο ο Enescu παραθέτει με ελάχιστη περαιτέρω ανάπτυξη, οργανώνεται σε δύο μεγάλες ενότητες, μία σε αργή και μία σε γρήγορη χρονική αγωγή, ενώ παράλληλα οι τονικές αποκλίσεις από την βασική τονικότητα της Λα-μείζονος είναι περιορισμένες και έτσι το ενδιαφέρον μετατίθεται πρωτίστως στον ενορχηστρωτικό παράγοντα. Από τις θεματικές ιδέες της πρώτης ενότητος, η πρώτη έχει χαρακτήρα συγκρατημένο και παρουσιάζεται με πολλές ενδιάμεσες τομές, η δεύτερη ανακαλεί κάτι από την ατμόσφαιρα του βιεννέζικου βαλς, ενώ η τρίτη περιλαμβάνει ψήγματα τροπικότητας και αρκετές μετατροπίες. Με επιτάχυνση της ρυθμικής συνοδείας πραγματοποιείται κατόπιν η μετάβαση στην δεύτερη ενότητα, όπου εναλλάσσονται νέες ιδέες, ευέλικτες και ζωηρές, με άλλες περισσότερο στατικές αλλά και έντονα ρυθμικές, και κάνουν επίσης την εμφάνισή τους στοιχεία εμβατηρίου και λαϊκών χορών· λίγο πριν το τέλος, εξ άλλου, ο ρυθμικός παλμός καταλαγιάζει προς στιγμήν, δημιουργώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο εντυπωσιακή αντίθεση προς τον “οργιαστικό” επίλογο της ραψωδίας.

08.03.2003


© Ιωάννης Φούλιας