Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Antonín Dvořák (1841-1904): Σλαβικοί χοροί (δεύτερη σειρά), opus 72

Οι Σλαβικοί χοροί του Antonín Dvořák συγκαταλέγονται διαχρονικά στα δημοφιλέστερα έργα του τσέχου αυτού συνθέτη, ενώ η σημασία τους υπήρξε καθοριστική τόσο για την σταδιοδρομία του ιδίου, όσο και για την ανάπτυξη των εθνικών μουσικών σχολών κατά τα τέλη του 19ου αιώνος και τις αρχές του 20ού. Η πρώτη σειρά χορών γράφηκε κατά παραγγελία του εκδότη Fritz Simrock στις αρχές και στα μέσα του 1878, δηλαδή σε μιαν εποχή κατά την οποίαν ο Dvořák είχε μόλις αρχίσει να γίνεται ευρύτερα γνωστός χάρη στην προσωπική μεσολάβηση του Johannes Brahms· διόλου τυχαία, άλλωστε, οι πρώτοι οκτώ Σλαβικοί χοροί (opus 46), που εκδόθηκαν εντός του 1878, τόσο στην αυθεντική τους εκδοχή για πιάνο – τέσσερα χέρια, όσο και στην ορχηστρική τους μεταγραφή, έλαβαν ως αφετηρία τους τούς (γραμμένους έως το 1868) δέκα πρώτους Ουγγρικούς χορούς του Brahms και γνώρισαν πάραυτα την ίδια εντυπωσιακή επιτυχία με εκείνους. Έτσι, όταν το 1880 ο Simrock εξέδωσε και τους υπόλοιπους ένδεκα Ουγγρικούς χορούς του Brahms, δεν παρέλειψε να προτείνει και στον Dvořák να ετοιμάσει μια δεύτερη σειρά Σλαβικών χορών – πράγμα που τελικά έγινε, αν και με αρκετή καθυστέρηση, το καλοκαίρι του 1886 και τον χειμώνα του 1886-1887 (όσον αφορά την πιανιστική και την ορχηστρική εκδοχή, αντίστοιχα), με αποτέλεσμα οι οκτώ χοροί του opus 72 να δημοσιευθούν το 1887 και να γίνουν δεκτοί από το φιλόμουσο ευρωπαϊκό κοινό με όχι μικρότερο ενθουσιασμό απ’ ό,τι προηγουμένως το πρώτο μέρος της ίδιας συλλογής.

Για τον Dvořák, οι Σλαβικοί χοροί απετέλεσαν το εφαλτήριο μιας λαμπρής διεθνούς σταδιοδρομίας, κάνοντάς τον πασίγνωστο – αλλά και διασφαλίζοντάς του τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους – μέσα σε ελάχιστο χρονικό διάστημα. Παράλληλα, όμως, οι χοροί αυτοί συνέβαλαν πολύ πιο αποφασιστικά από τους χορούς του Brahms και στην ενίσχυση των εθνικών μουσικών ρευμάτων της εποχής, αφού ο Dvořák δεν αρκέσθηκε στην χρήση αυθεντικών λαϊκών σκοπών όπως ο Brahms (ο οποίος ουσιαστικά διασκεύασε στους Ουγγρικούς χορούς του χαρακτηριστικές μελωδίες από το ρεπερτόριο των τσιγγάνων της κεντρικής Ευρώπης, προσθέτοντας ελάχιστες νέες δικές του), αλλά συνέθεσε πρωτότυπα έργα πάνω σε διάφορους παραδοσιακούς χορευτικούς ρυθμούς, παρέχοντας κατ’ αυτόν τον τρόπο ένα άκρως επιτυχημένο πρότυπο για την μετέπειτα ανάπτυξη της λαϊκότροπης “εθνικής” μουσικής σύνθεσης σε πολλές άλλες χώρες της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης. Επιπροσθέτως, με την δεύτερη ιδίως σειρά των Σλαβικών χορών του, ο Dvořák πραγματοποίησε ένα “υπερεθνικό” άνοιγμα σε λαϊκές παραδόσεις που εκτείνονται πολύ πέραν του δικού του εθνικού χώρου – της Βοημίας και της Μοραβίας – και, πιο συγκεκριμένα, από την Σλοβακία μέχρι την Πολωνία και από την Ουκρανία μέχρι την βαλκανική χερσόνησο. Παρ’ όλα αυτά, ο συνθέτης δεν δηλώνει ευθέως τους τίτλους των επιμέρους χορών στο έργο του, θέλοντας ίσως να δώσει με αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη έμφαση στην κοινή “σλαβική” τους προέλευση παρά στην διαφορετικότητα του ιδιαίτερου τοπικού τους “χρώματος”.

Οι οκτώ Σλαβικοί χοροί της δεύτερης σειράς φέρουν διπλή αρίθμηση, σε συνέχιση των ισάριθμων κομματιών της πρώτης σειράς αλλά και ανεξάρτητα από αυτά. Ο πρώτος χορός (ή υπ’ αρ. 9, σε Σι-μείζονα), ειδικότερα, βασίζεται στον ρυθμό του Odzemek, ενός σλοβάκικου ποιμενικού χορού, και αντιπαραθέτει στον ανέμελο, λαμπρό και πανηγυρικό τόνο των εξωτερικών του ενοτήτων ένα ηπιότερο, ιδιαίτερα λυρικό και αναστοχαστικό “τρίο”. Ο διασημότερος, όμως, από τους χορούς αυτής της σειράς είναι αναμφίβολα ο “παλαιός” (Starodávny, στα σλοβάκικα) που ακολουθεί (αρ. 10, σε μι-ελάσσονα): ο χαρακτήρας της αλησμόνητης βασικής του ιδέας παραπέμπει στην μελαγχολία μιας Dumka – συγχρόνως όμως και σε μια πολύ “προσωπική” όψη του μουσικού ιδιώματος του Brahms – που βρίσκει “παρηγοριά” σε ένα αιθέριο καταληκτικό προσάρτημα, ενώ το ενδιάμεσο “τρίο” είναι μετριοπαθούς, συγκρατημένης διαθέσεως. Από την άλλη πλευρά, ο τρίτος χορός (αρ. 11, σε Φα-μείζονα) είναι μια γοργή και σφριγηλή Skočná, ήτοι ένας τσέχικος πηδηχτός χορός, στο πλαίσιο του οποίου η αρχική χαριτωμένη και παιγνιώδης ιδέα παραχωρεί την θέση της σε μιαν ονειρώδη δεύτερη και αυτή με την σειρά της σε μια χιουμοριστική και τελικά οργιαστική τρίτη, η οποία μάλιστα έχει και τον τελευταίο λόγο στην coda που διαδέχεται την συνοπτική επαναφορά των εναρκτήριων περιεχομένων. Στην ουκρανική Dumka αναφέρεται ο αμέσως επόμενος χορός (αρ. 12, σε Ρε-ύφεση-μείζονα), με τον εσωστρεφή (αλλά πάντως όχι ιδιαίτερα βαρύ) χαρακτήρα του επικεφαλής μελωδικού “στοχασμού”, τον εύθραυστο λυρισμό του “τρίο” καθώς και την συνολική εκλέπτυνση της αρμονικής του γλώσσας. Τσέχικης καταγωγής είναι η δισυπόστατη Špacírka, ένας αργός βαδιστός και εν συνεχεία γρήγορος κυκλικός χορός· στην παρούσα έντεχνη αναδημιουργία του Dvořák (αρ. 13, σε σι-ύφεση-ελάσσονα) το εν λόγω “δίπτυχο” ανακαλείται δύο φορές, οξύνοντας στο έπακρο τις αντιθέσεις ανάμεσα στα πένθιμα αλλά και ηρωικά αργά τμήματα που προηγούνται και στα γεμάτα ζωντάνια και ευθυμία γοργά τμήματα που έπονται. Ο δεύτερος “παλαιός” χορός της συλλογής (Starodávný, στα τσέχικα – αρ. 14, σε Σι-ύφεση-μείζονα) διαθέτει όλα τα διακριτά χαρακτηριστικά μιας πολωναίζας (σε ρυθμικό και δομικό επίπεδο) και επιπλέον ευφάνταστο πλούτο παραλλαγμάτων της βασικής του ιδέας και γλαφυρή ενορχήστρωση σε όλη την έκταση της τριμερούς κατασκευής του. Τουναντίον, ο αμέσως επόμενος χορός (αρ. 15, σε Ντο-μείζονα) είναι ο πλέον δυναμικός και εξωστρεφής όλης της σειράς: βασίζεται στον σερβοκροατικό Kolo, έναν κυκλικό χορό των Βαλκανίων (όπως ακριβώς δηλώνει και η ονομασία του) και αναπτύσσει με παράφορη ορμητικότητα ένα κεντρικό μοτίβο στις εξωτερικές δομικές του ενότητες, δίχως ωστόσο να χάνει ολότελα τον ζωηρό του παλμό και στο σαφώς πιο ελεγειακού χαρακτήρος εσωτερικό του. Η περίφημη αυτή συλλογή των Σλαβικών χορών του Dvořák ολοκληρώνεται με μια γαλήνια και νοσταλγική – σε γενικές γραμμές – Sousedská (αρ. 16, σε Λα-ύφεση-μείζονα), ήτοι έναν τσέχικο τύπο μενουέττου, παρόμοιο με το αυστριακό Ländler, που εν προκειμένω διαρθρώνεται ως πενταμερές ρόντο και σε αρκετά σημεία του καθιστά απροκάλυπτη την γόνιμη επίδραση που άσκησε το ώριμο ύφος του Brahms στο έργο του σπουδαίου τσέχου ομοτέχνου του.

03.05.2009


© Ιωάννης Φούλιας