Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Antonín Dvořák (1841-1904): Κοντσέρτο για βιολί σε λα-ελάσσονα, opus 53

Παρά την σχετικά περιορισμένη ενασχόληση του τσέχου συνθέτη Antonín Dvořák με το είδος του κοντσέρτου, δύο έργα του αυτής της κατηγορίας – πρωτίστως εκείνο για βιολοντσέλλο, αλλά δευτερευόντως και το αντίστοιχο για βιολί – έχουν κερδίσει την εκτίμηση των ερμηνευτών και του κοινού και κατ’ επέκταση σημαντική θέση στο σχετικό ρεπερτόριο της ρομαντικής περιόδου. Το Κοντσέρτο για βιολί σε λα-ελάσσονα, opus 53, γράφηκε για τον περίφημο δεξιοτέχνη του οργάνου αυτού Joseph Joachim. Ο συνθέτης έστειλε δίχως καθυστέρηση την ολοκληρωμένη παρτιτούρα του έργου του τον Νοέμβριο του 1879 στον Joachim με αφιέρωση προς αυτόν, όμως η αντίδραση του τελευταίου δεν ήταν και τόσο θερμή: ο συντηρητικός βιολονίστας δεν εκτίμησε καθόλου τις δομικές καινοτομίες ιδίως του πρώτου μέρους (την αντισυμβατική σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ των σολιστικών και των ορχηστρικών τμημάτων, την περικεκομμένη επανέκθεση, αλλά και την άμεση σύνδεσή του με το επόμενο μέρος) και αξίωσε να γίνουν κάποιες τροποποιήσεις. Ο Dvořák, λοιπόν, λαμβάνοντας υπ’ όψιν του ορισμένες από τις παρατηρήσεις αυτές, προέβη όντως σε αναθεώρηση του έργου του το καλοκαίρι του 1880 και ξανάστειλε την παρτιτούρα στον Joachim, για να εισπράξει όμως αυτήν την φορά μια παρατεταμένη σιωπή, η οποία διεκόπη μόλις έπειτα από δύο χρόνια, με μια επιστολή του Joachim, στην οποία γινόταν εκ νέου λόγος για αδυναμίες ως προς την ενορχήστρωση αλλά και την γραφή του σολιστικού μέρους του έργου. Τελικά – και παρά τις νέες αυτές επιφυλάξεις-προφάσεις του Joachim (ο οποίος, αν και αποδέχθηκε την αφιέρωση, ουδέποτε καταδέχθηκε να ερμηνεύσει το εν λόγω έργο) – το Κοντσέρτο για βιολί του Dvořák όχι μόνον εκδόθηκε το 1883, αλλά και παρουσιάσθηκε σε πρώτη εκτέλεση στην Πράγα, στις 14 Οκτωβρίου, με σολίστα τον Τσέχο František Ondříček.

Η δισυπόστατη βασική θεματική ιδέα του πρώτου μέρους (Allegro ma non troppo) εισάγεται με έντονες αντιπαραθέσεις της ορχήστρας και του σολιστικού οργάνου, οι οποίες αναδεικνύουν γλαφυρά τόσο την σφοδρή όσο και την λυρική-ελεγειακή της πλευρά. Παρακάτω, η ορχήστρα ανταπαντά με ένα πληθωρικό πέρασμα, που και αυτό όμως οδηγείται σε μια πολύ πιο εσωτερικευμένη αλυσιδωτή μελωδική εξύφανση, ενώ η επανεμφάνιση του βιολιού δίνει κατόπιν το έναυσμα για μια πρώτη, ιδιαίτερα δραματική ανάπτυξη του αρχικού θέματος, η οποία όμως χάνει στην πορεία την ενέργειά της και παραχωρεί με την σειρά της την θέση της σε νέο μελωδικό υλικό, σαφώς ηπιότερου χαρακτήρος. Ως εκ τούτου, η τυπική “σολιστική” έκθεση της μορφής σονάτας εισέρχεται στο προσκήνιο με αξιοπαρατήρητη καθυστέρηση και – πρωτίστως – δίχως να καθίσταται πλέον ιδιαίτερα εμφανής, αφού στο πλαίσιο του παραδοσιακού “εναρκτήριου ritornello” ο σολίστας έχει ήδη συνδιαλεχθεί – και μάλιστα επί μακρόν και πλήρως ισότιμα – με την ορχήστρα. Παρ’ όλα αυτά, το κύριο θέμα επανεισάγεται από το βιολί στο σημείο αυτό (στην λα-ελάσσονα) και εξυφαίνεται ελεύθερα, ενώ με περαιτέρω αναφορές στο προγενέστερο υλικό η έκθεση στρέφεται προς την Ντο-μείζονα, όπου κάνει την εμφάνισή του ένα ανάλαφρο νέο (πλάγιο) θέμα, φολκλορικού χαρακτήρος και με εμφανείς επιρροές από την τεχνοτροπία του Brahms. Δίχως ωστόσο να επικυρώσει πτωτικά την νέα αυτή τονικότητα, ο Dvořák επανέρχεται στο μοτιβικό υλικό του κυρίου θέματος, συνδέοντας αδιάλειπτα την έκθεση με την ενότητα της επεξεργασίας, η οποία στην σύντομη διάρκειά της επικεντρώνεται επίσης στην ανάπτυξη των αρχικών μοτιβικών στοιχείων, δημιουργώντας παράλληλα μια κλιμάκωση προς την εντυπωσιακά δυναμική έναρξη της επανεκθέσεως που ακολουθεί. Η τελευταία αυτή ενότητα παραμένει εντούτοις ημιτελής, αφού εδώ νέες εξυφάνσεις του κυρίου θέματος παρακάμπτουν εντελώς τις υπόλοιπες (δευτερεύουσες) θεματικές ιδέες του μέρους και τελικά μετεξελίσσονται απρόσμενα σε ένα γαλήνιο συνδετικό-μετατροπικό πέρασμα (για βιολί και ξύλινα πνευστά) προς το επόμενο μέρος.

Στο Adagio ma non troppo σε Φα-μείζονα προέχει η λυρική εξύφανση της πλατιάς μελωδικής γραμμής του βιολιού που, συνοδευόμενη κυρίως από τα πνευστά, παρεκκλίνει προς αρκετές άλλες αρμονικές περιοχές, δίχως όμως να θέτει σε αμφισβήτηση την βασική τονικότητα, όπως αντιθέτως συμβαίνει εξ αρχής και με ιδιαίτερη έμφαση στην μεσαία δομική ενότητα του αργού αυτού μέρους, όπου ιδέες ανήσυχες και δραματικές εναλλάσσονται με τους γαλήνιους και ενίοτε αιθέριους “στοχασμούς” του σολίστα. Η μετέπειτα επαναφορά της πρώτης δομικής ενότητος εκκινεί παραδόξως από την Λα-ύφεση-μείζονα και μάλιστα αργεί χαρακτηριστικά να επαναπροσεγγίσει την αρχική τονικότητα (γεγονός πάντως που τονίζεται ιδιαίτερα με μια πληθωρική παρέμβαση της ορχήστρας), ενώ στην coda ανακαλούνται εκ νέου θεματικές ιδέες από το εσωτερικό του μέρους που οδηγούν σε ένα πολύ ήρεμο κλείσιμο.

Το Finale: allegro giocoso, ma non troppo είναι γραμμένο σε μορφή ρόντο-σονάτας και βρίθει φολκλορικών ιδεών. Το εύθυμο κύριο θέμα σε Λα-μείζονα, για παράδειγμα, που αντιπαραθέτει κατ’ επανάληψη στον λεπταίσθητο ήχο του σολίστα αυτόν της πλήρους ορχήστρας, εκμεταλλεύεται καθ’ όλην την διάρκειά του τα ιδιαίτερα ρυθμικά χαρακτηριστικά του βοημικού χορού φουριάντ, όπως άλλωστε και η πρώτη από τις μεταβατικές ιδέες που ακολουθούν και οδηγούν με πολύ ενέργεια σε ένα χαριτωμένο και χιουμοριστικό πλάγιο θέμα στην Μι-μείζονα. Έπειτα από την ενορχηστρωτικά παρηλλαγμένη πρώτη επαναφορά του κυρίου θέματος, προσέτι, ο συνθέτης εισάγει στο κεντρικό επεισόδιο μια μελαγχολική ντούμκα σε ρε-ελάσσονα, το υλικό της οποίας υποβάλλει κατόπιν σε διεξοδική ανάπτυξη, επιτείνοντας συγχρόνως τόσο την χρονική αγωγή όσο και την δυναμική ένταση. Η δεύτερη επαναφορά του κυρίου θέματος εμπλουτίζεται με νέες συνοδευτικές φιγούρες, ενώ η αρκετά τυπική εξέλιξη της υπόλοιπης επανεκθέσεως επιτρέπει την τονική επίλυση όχι μόνον του πλαγίου θέματος αλλά – και πριν από αυτό – μιας πολύ ζωηρής ιδέας, η οποία στην έκθεση είχε σαφώς μεταβατική λειτουργία εξαιτίας της μετατροπικής της φύσεως! Μία ακόμη, συνοπτική επαναφορά του κυρίου θέματος ανοίγει στην συνέχεια την coda, στο πλαίσιο της οποίας ανακαλείται παρηλλαγμένη στην Λα-μείζονα και η κεντρική ντούμκα, πριν τις ύστατες δεξιοτεχνικές χειρονομίες του σολίστα και την ενθουσιώδη καταληκτική αναδρομή στο αρχικό θέμα από ολόκληρη την ορχήστρα.

29.07.2008


© Ιωάννης Φούλιας