Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Δημήτρης Δραγατάκης (1914-2001): Κοντσέρτο δωματίου, για κλαρινέττο και ορχήστρα εγχόρδων

Η περίπτωση του έλληνα μουσουργού Δημήτρη Δραγατάκη δεν είναι ιδιαίτερα συνηθισμένη, δεδομένης της πολύ όψιμης ενασχολήσεώς του με την μουσική σύνθεση από τα μέσα της δεκαετίας του 1950 και οπωσδήποτε μετά το τεσσαρακοστό έτος της ηλικίας του. Αξιοπρόσεκτο επίσης είναι το γεγονός ότι διεμόρφωσε σχετικά γρήγορα – και καλλιέργησε έκτοτε συστηματικά – ένα έντονα προσωπικό νεωτεριστικό ιδίωμα, πλουτίζοντας το ρεπερτόριο της ελληνικής έντεχνης μουσικής με περισσότερα από 130 έργα διαφόρων ειδών. Για ορισμένα μάλιστα εξ αυτών, καθώς και για το σύνολο της πολύπτυχης δημιουργικής του προσφοράς, που τον κατατάσσει στους κορυφαίους έλληνες συνθέτες του δευτέρου ημίσεως του 20ού αιώνος, απέσπασε κατά καιρούς σημαντικά βραβεία και τιμητικές διακρίσεις.

      Το Κοντσέρτο δωματίου, για κλαρινέττο και ορχήστρα εγχόρδων, γράφηκε το 1962 και υπήρξε το πρώτο έργο του Δραγατάκη στο είδος του κοντσέρτου. Στα τέλη του ιδίου έτους ή στις αρχές του 1963 ηχογραφήθηκε και μεταδόθηκε ραδιοφωνικά, με σολίστα τον Χαράλαμπο Φαραντάτο (στον οποίον και έχει αφιερωθεί το έργο, σύμφωνα τουλάχιστον με ένα χειρόγραφο σχεδίασμα του συνθέτη που ολοκληρώθηκε τον Ιούλιο του 1962) και διευθυντή ορχήστρας τον Αντίοχο Ευαγγελάτο. Εντούτοις, η πρώτη συναυλιακή παρουσίαση του Κοντσέρτου δωματίου πραγματοποιήθηκε μόλις στις 12 Μαρτίου 1981 στην Αθήνα, από τον κλαρινεττίστα Νίκο Γκίνο και την Μικρή Ορχήστρα Εγχόρδων υπό τον Τάτση Αποστολίδη.* Παρά το περιορισμένο εύρος του ορχηστρικού συνόλου και το ελεύθερο ατονικό του ιδίωμα, το έργο ανακαλεί τις προδιαγραφές του κλασσικού κοντσέρτου, τόσο ως προς τον αριθμό και την διάταξη των μερών του, όσο και ως προς την δομική τους υπόσταση. Ως εκ τούτου, το εναρκτήριο Allegro deciso βασίζεται αδρομερώς στην μορφή της σονάτας κοντσέρτου, ξεκινώντας φυσικά με ένα ritornello των εγχόρδων, στο πλαίσιο του οποίου συνοψίζονται τα βασικότερα από τα μοτίβα που πρόκειται να αναπτυχθούν περαιτέρω κατά την εξέλιξη του γοργού αυτού μέρους. Πράγματι, με την είσοδό του, το κλαρινέττο διατυπώνει κατ’ αρχάς ένα κύριο θέμα, που διατηρεί τον λυρισμό του – παρά τις ενίοτε βίαιες παρεμβάσεις της ορχήστρας – και εξυφαίνει ελεύθερα το υλικό του, έως ότου φθάσει σε ένα πιο εσωστρεφές και αρκετά μυστηριώδες (εξαιτίας ιδίως των έμμονα επαναλαμβανόμενων φθόγγων των βιολιών) πλάγιο θέμα, το οποίο όμως σύντομα παραχωρεί και αυτό την θέση του σε μιαν εμφανώς δεξιοτεχνικότερη καταληκτική περιοχή. Το δεύτερο ritornello λειτουργεί κατόπιν περισσότερο ως αφετηριακό σημείο της ενότητος της επεξεργασίας, όπου ο σολίστας δεν αργεί να θέσει στο περιθώριο τον ρόλο των εγχόρδων με την αδιάλειπτη μελωδική του πορεία, που κορυφώνεται αλλά και “εγκλωβίζεται” εν τέλει στην υψηλή ηχητική περιοχή του οργάνου. Λύση σε αυτό το “αδιέξοδο” έρχεται πάντως να προσφέρει άμεσα – και δη με τον πλέον κατηγορηματικό και δυναμικό τρόπο – το ορχηστρικό σύνολο στο τρίτο ritornello, προτού παραχωρήσει εκ νέου από εκεί και ύστερα τον πρώτο λόγο στο κλαρινέττο για την ενδελεχή θεματική ανάπλαση (παρά “επανέκθεση”) του προγενέστερου υλικού που ακολουθεί και η οποία επιστεγάζεται με μιαν ορμητική, εν γένει, καταληκτική και ισότιμη σύμπραξη του σολίστα με τα έγχορδα.

Το εκφραστικότατο μεσαίο μέρος του κοντσέρτου υποβάλλει εξ αρχής την αιθέρια ατμόσφαιρα ενός “νυκτερινού”, με το έμμονο συνοδευτικό του θρόισμα που χρησιμεύει ως σταθερό υπόβαθρο για την ανάπτυξη ενός λυρικού διαλόγου ανάμεσα στο κλαρινέττο και σε μία ή δύο από τις γραμμές των εγχόρδων στις εκτενείς εξωτερικές ενότητες (Sostenuto) της τριμερούς μακροδομής. Η γαλήνια διάθεση του μέρους τούτου διαταράσσεται μονάχα κατά την βραχύτατη ενδιάμεση αντιθετική του ενότητα (Animato), με τα φευγαλέα περάσματα και τους ενεργητικούς “στροβιλισμούς” του σολιστικού οργάνου πάνω από τις σπασμωδικές εξάρσεις ή τις μετέπειτα τελείως “αποξενωμένες” ηχητικές επιφάνειες των εγχόρδων. Πολύ πιο “γήινο”, τουναντίον, αποδεικνύεται το πνευματώδες ορχηστρικό κύριο θέμα του τελικού Allegretto, το οποίο, από κοινού με την χιουμοριστική ιδέα που εισάγεται στην συνέχεια από το κλαρινέττο, συγκροτεί την επωδό μιας μεικτής μορφής σονάτας-ρόντο. Μεταπλάσεις του επωδικού αυτού υλικού διαμορφώνουν επίσης όλα τα υπόλοιπα θεματικά στοιχεία της ενότητος της εκθέσεως, ήτοι την ιδιαίτερα εύθυμη και ανάλαφρη μετάβαση, την χαριτωμένη αλλά και την “καταιγιστική” πλευρά του πλαγίου θέματος, καθώς και ένα σύντομο σολιστικό συνδετικό πέρασμα προς την σχεδόν υπαινικτική πρώτη επαναφορά του (επωδικού) ορχηστρικού κυρίου θέματος. Η κεντρική επεξεργασία, παρακάτω, εστιάζει εξίσου σε αντιπροσωπευτικά μοτίβα του πλαγίου και του κυρίου θέματος, τα οποία αναπτύσσονται απανωτά από το κλαρινέττο και από τα έγχορδα, έως ότου σημάνει η ώρα τόσο για την (ευσύνοπτη) επανέκθεση του ορχηστρικού και του σολιστικού κυρίου θέματος, όσο και για μιαν ολότελα αναδομημένη αναδρομή στα πλάγια θεματικά περιεχόμενα. Ορισμένα χαρακτηριστικά μοτίβα της μεταβάσεως, εντούτοις, κάνουν την επανεμφάνισή τους μόνο στο εσωτερικό της εκτενούς coda του μέρους, παράλληλα με επιπρόσθετες αναφορές σε κύρια και πλάγια θεματικά στοιχεία που οδηγούν τελικά σε ένα σφριγηλό και αποφασιστικό κλείσιμο.

 

* Ευχαριστώ θερμά τον Ιωάννη Σαμπροβαλάκη για την ευγενή παραχώρηση αυτών των εξαιρετικά δυσεύρετων και πολύτιμων ιστορικών πληροφοριών καθώς και του απαραίτητου εποπτικού υλικού για την μελέτη του έργου.

09.01.2009


© Ιωάννης Φούλιας