Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Claude Debussy (1862-1918): Ραψωδία για άλτο σαξόφωνο και ορχήστρα & Ραψωδία για κλαρινέττο και ορχήστρα

Στην εργογραφία του γάλλου “ιμπρεσσιονιστή” συνθέτη Claude Debussy συναντάμε δύο ραψωδίες για σόλο όργανο και πιάνο ή ορχήστρα που παρουσιάζουν αρκετές ομοιότητες μεταξύ τους. Η πρώτη από αυτές, για άλτο σαξόφωνο, υπήρξε παραγγελία της αμερικανίδας εκτελέστριας του σχετικώς νέου αυτού οργάνου Elise Hall, η οποία απευθύνθηκε γενικότερα σε αρκετούς συνθέτες της εποχής της, προκειμένου να εμπλουτισθεί γρήγορα το εξαιρετικά περιορισμένο συναυλιακό ρεπερτόριο που είχε μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνος στην διάθεσή της. Όμως ο Debussy, αν και αποδέχθηκε το σχετικό αίτημα της Hall το 1901, δεν ήταν σε θέση να το εκπληρώσει πριν το 1908, όταν ολοκλήρωσε ένα μάλλον σύντομο έργο, την Ραψωδία για άλτο σαξόφωνο και πιάνο, το οποίο μάλιστα ουδέποτε καταδέχθηκε έκτοτε να ενορχηστρώσει ο ίδιος – η ορχηστρική εκδοχή της παρτιτούρας υλοποιήθηκε μόλις το 1919, λίγο μετά τον θάνατο του συνθέτη, από τον φίλο του Jean Roger-Ducasse.

Από την άλλη πλευρά, η ραψωδία για κλαρινέττο οφείλει την δημιουργία της πρωτίστως στην ανάδειξη του Debussy σε μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου του Ωδείου του Παρισιού το 1909 και στην υποχρέωση που ανέλαβε στο πλαίσιο των νέων του αρμοδιοτήτων να γράψει δύο κομμάτια για τον διαγωνισμό κλαρινέττου του Ωδείου που θα διεξαγόταν τον αμέσως επόμενο χρόνο. Έτσι, τον Δεκέμβριο του 1909 άρχισε να συνθέτει μια “Πρώτη” ραψωδία για κλαρινέττο και πιάνο, την οποία έφερε εγκαίρως εις πέρας τον Ιανουάριο του 1910, δίχως παρ’ όλα αυτά να δικαιώσει στην συνέχεια το εναρκτήριο σκέλος του τίτλου της (η δεύτερη συνθετική συνεισφορά του Debussy για τον προαναφερθέντα διαγωνισμό ήταν ένα Μικρό κομμάτι για κλαρινέττο και πιάνο που δόθηκε στους υποψηφίους για να παιχθεί “εκ πρώτης όψεως”). Τελικά, η ραψωδία αυτή έκανε καλή εντύπωση ως υποχρεωτικό κομμάτι στον διαγωνισμό, ενώ στις 16 Ιανουαρίου του 1911 παρουσιάσθηκε και σε πρώτη δημόσια εκτέλεση από τον κλαρινεττίστα Prosper Mimart, στον οποίο και αφιερώθηκε. Το καλοκαίρι του ιδίου έτους, προσέτι, ο Debussy ενορχήστρωσε το μέρος του πιάνου, ίσως για να συμπεριλάβει το έργο αυτό σε κάποια από τις συναυλίες που έδωσε στα τέλη του 1911 στην Ρωσία, αν και η πρώτη τεκμηριωμένη εκτέλεση της ορχηστρικής αυτής εκδοχής υπήρξε “μεταθανάτια”, καθώς πραγματοποιήθηκε στις 3 Μαΐου 1919 στο Παρίσι.

Αμφότερες οι ραψωδίες – για άλτο σαξόφωνο και για κλαρινέττο – ακολουθούν κοινή συνθετική λογική, παρά τις επιμέρους διαφορές τους. Η ορχήστρα (ή το πιάνο) ξεκινά και στις δύο αυτές περιπτώσεις με απαλές και κάπως μυστηριώδεις εισαγωγικές χειρονομίες, ενώ το εκάστοτε σολιστικό όργανο κάνει σύντομα την είσοδό του με ηδυπαθείς μελισματικές φιγούρες, προτού εκθέσει μιαν αργή λυρική μελωδική ιδέα, η οποία από εκεί και ύστερα επανέρχεται αρκετές ακόμη φορές στο προσκήνιο, εξυφαινόμενη πάντοτε κατά τρόπον διαφορετικό και εναλλασσόμενη με πιο ζωηρά “επεισόδια” ή αιχμηρά περάσματα. Με μικρότερη καθυστέρηση στην ραψωδία για σαξόφωνο και με σαφώς μεγαλύτερη σε εκείνη για κλαρινέττο, κάνει κάποια στιγμή την εμφάνισή της και μια δεύτερη βασική ιδέα: στην πρώτη περίπτωση, ειδικότερα, πρόκειται για μια χορευτικής διαθέσεως ιδέα με έντονα εξωτικό και – πιο συγκεκριμένα – ανατολίτικο χρώμα (γεγονός που εξηγείται και από την αρχική πρόθεση του Debussy να προσδιορίσει την ραψωδία του για άλτο σαξόφωνο ως “αραβική”), ενώ στην δεύτερη περίπτωση το κλαρινέττο εισάγει ένα σπινθηροβόλο και χιουμοριστικό θεματικό στοιχείο. Ακόμη πάντως και μετά την προσθήκη αυτής της εξέχουσας νέας ιδέας στο υπόλοιπο θεματικό υλικό, αμφότερες οι ραψωδίες εξακολουθούν να αναπτύσσονται στην βάση αλλεπάλληλων εναλλαγών διαθέσεων και περιεχομένων, έως ότου, λίγο πριν την ολοκλήρωσή τους, επικρατήσει μεγαλύτερη ενεργητικότητα – τόσο στο σολιστικό, όσο και στο ορχηστρικό (ή πιανιστικό) μέρος – και η ζωηρότερη δεύτερη βασική ιδέα οδηγήσει σε μιαν εξωστρεφή (εν μέρει όμως και αναστοχαστική) κατάληξη.

30.09.2008


© Ιωάννης Φούλιας