Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Fryderyk Chopin (1810-1849): Σονάτα για πιάνο αρ. 3 σε σι-ελάσσονα, opus 58

Η τρίτη και τελευταία σονάτα για πιάνο του Chopin γράφηκε κατά την διάρκεια του καλοκαιριού του 1844 και εκδόθηκε για πρώτη φορά το επόμενο έτος, με αφιέρωση στην κόμισσα Emilie de Perthuis. Είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια και εν πολλοίς η πιο επιτυχημένη από τις τρεις, αφού η πρώτη σονάτα σε ντο-ελάσσονα, opus 4, εμπεριέχει πολλές νεανικές ατέλειες (γραμμένη μόλις στα 1827-1828), ενώ η δημοφιλέστερη δεύτερη σονάτα σε σι-ύφεση-ελάσσονα, opus 35 (του 1839), αδυνατεί να συνθέσει σε ένα συνεκτικό όλον τα τελείως ετερόκλητα “μέρη” της – ιδίως το “πένθιμο εμβατήριο” με το εξαιρετικά αδύναμο finale! Παρ’ όλα αυτά, εγγενείς στην ρομαντική σονάτα αδυναμίες κάνουν την εμφάνισή τους και στο opus 58, πρωτίστως με την μορφή κλειστών και σχεδόν αυτόνομων τμημάτων που απρόθυμα, θα έλεγε κανείς, καλούνται να αναλάβουν λειτουργικό ρόλο στο πλαίσιο μιας “αποστεωμένης” μορφής του κλασσικού παρελθόντος.

Εύκολα μπορούμε να ανιχνεύσουμε τα προβλήματα αυτά στο πρώτο μέρος της τρίτης σονάτας, Allegro maestoso, το οποίο μάλιστα συνιστά ένα από τα μεγαλύτερα σε έκταση πιανιστικά κομμάτια του Chopin! Η έκθεση ανοίγει με ένα κύριο θέμα στην σι-ελάσσονα, το οποίο δομείται πολύ συμμετρικά ως δεκαεξάμετρη πρόταση, με πλούσιες ηχητικά συγχορδίες και βαριά υφή· η σύντομη ανάπτυξη της αρχικής φιγούρας δεκάτων-έκτων καταλήγει λοιπόν σε μιαν απατηλή πτώση, η οποία μάλιστα συμπίπτει με την έναρξη της μεταβάσεως. Το νέο αυτό τμήμα όχι μόνο δεν εμπεριέχει την παραμικρή αναφορά στο θέμα που μόλις προηγήθηκε, αλλά και διασπάται το ίδιο σε πολλά μικρότερα τεμάχια, τα οποία δίνουν εν τέλει την εντύπωση επιμέρους σπουδών πάνω σε διάφορες ρυθμικές φιγούρες και σχήματα· παράλληλα, η αρμονική κινητικότητα των πρώτων μέτρων της μετάβασης γρήγορα καταλαγιάζει στην ρε-ελάσσονα, στοιχείο που επίσης ενισχύει την στατικότητα αυτού του μεταβατικού τμήματος και καθιστά ιδιαίτερα αισθητή την ασυμβατότητα ανάμεσα στην αξιοποίηση του επιλεγμένου υλικού και στις επιταγές της μορφής σονάτας! Ο μόνος στόχος που επιτυγχάνεται τελικά από αυτήν την εξωγενώς διευρυμένη μετάβαση είναι η προετοιμασία της ακόμη πιο ευρείας πλάγιας θεματικής ομάδος στην σχετική Ρε-μείζονα, όπου παρατακτικώς κάνουν την εμφάνισή τους ετερογενή υφολογικά στοιχεία νυχτερινού, σπουδής και “φαντασίας” (με αρπισμούς που αποκρυσταλλώνονται σε συγχορδίες). Στην ακόλουθη μακροδομική ενότητα, ο συνθέτης αναπτύσσει κατ’ αρχάς εν συντομία το ρυθμικό μοτίβο της κατακλείδας της εκθέσεως και στην συνέχεια προσθέτει σε αυτό και το μοτιβικό υλικό του κυρίου θέματος, ακολουθώντας μια πραγματικά εντυπωσιακή αρμονική πορεία. Η σταδιακή αυτή κλιμάκωση δεν δικαιώνεται ωστόσο, αφού η πρώτη πλάγια θεματική ιδέα (με χαρακτήρα ήπιου νυχτερινού) επιβάλλεται από ένα σημείο και έπειτα, με δύο αποσπασματικές παραθέσεις στην Ρε-ύφεση- και την Μι-ύφεση-μείζονα. Στον βαθμό, τώρα, που η μορφή σονάτας έχει εν προκειμένω σχεδιασθεί ως διμερής, η έναρξη και η κατάληξη της μετάβασης που ακολουθούν οδηγούν κατ’ ευθείαν στην Σι-μείζονα για την επανέκθεση μόνο της λυρικής πλάγιας θεματικής ομάδος. Με επουσιώδεις αλλαγές και μια μικρή προέκταση στο τέλος της κατακλείδας, εξ άλλου, το πρώτο μέρος της σονάτας ολοκληρώνεται κατά τρόπον εξόχως ενεργητικό.

Το Scherzo: molto vivace στην Μι-ύφεση-μείζονα είναι πολύ πιο επιτυχημένο από συνθετικής επόψεως, χάρη ακριβώς και στην μικρή του διάρκεια. Παρά την δομική του τριμέρεια, δίνει την εντύπωση ενός “moto perpetuo”, με μεγάλο απόθεμα ενέργειας, που ωστόσο εκδηλώνεται πλήρως μόνο στο δυναμικό ξέσπασμα της κατάληξής του! Παρόμοια υφολογική συνοχή χαρακτηρίζει επίσης το πολύ ήρεμο τρίο στην Σι-μείζονα, αφού μόνο από αρμονικής πλευράς μπορεί εδώ να διακριθεί ένα μεσαίο δομικό τμήμα με περισσότερη κίνηση. Η ύφανση του τρίο, εξ άλλου, συνίσταται σε τρία διαφορετικά επίπεδα: στην κύρια μελωδία εν είδει χορικού άσματος, σε μία ή δύο εσωτερικές φωνές με γοργότερη βηματική κίνηση καθώς και σε ισοκράτες στην γραμμή του μπάσσου. Η τελική επαναφορά του scherzo είναι αυτούσια.

Το αργό μέρος (Largo), στην τονικότητα της Σι-μείζονος, ανοίγει με μια δραματική χειρονομία πολύ απειλητικού χαρακτήρος, αλλά κατά τα λοιπά κινείται στο πλαίσιο ενός εξαιρετικά ήπιου κομματιού χαρακτήρος. Η πρώτη ενότητα συνιστά ουσιαστικά μιαν αργή άρια φωνητικής τεχνοτροπίας, η οποία υποστηρίζεται από (αλλά και εμπεριέχει ή ίδια) παρεστιγμένο ρυθμό. Σε αντίθεση με την συμβατική τριμερή δόμηση της πρώτης, η δεύτερη ενότητα, που χαρακτηρίζεται από την σχεδόν αδιάκοπη ροή ογδόων καθώς και από υπέροχους αρπισμούς, αποτελείται από αρκετές εναλλαγές δομικών τμημάτων στην Μι-μείζονα και την σολ-δίεση-ελάσσονα, καθώς και από ένα τμήμα αναπτυξιακού χαρακτήρος με ενδιαφέρουσα μετατροπική πορεία. Μετά την τελευταία παράθεση του τμήματος στην Μι-μείζονα, επανέρχεται μόνο το πρώτο τμήμα της αρχικής ενότητος με μικρή προέκταση, ενόσω μάλιστα ο ρυθμός της συνοδείας εξομαλύνεται πλέον, μεταβαλλόμενος σε τρίηχα ογδόων. Στην coda, τέλος, μοτιβικά στοιχεία των εξωτερικών ενοτήτων ανακαλούνται στην κύρια μελωδική γραμμή και συνδυάζονται με τους αρπισμούς της μεσαίας ενότητος, οδηγώντας σε ένα προοδευτικό σβήσιμο του ήχου.

Το τελικό μέρος της σονάτας (Finale: presto non tanto) διαθέτει επίσης μια σύντομη εισαγωγή, πλην όμως ο βαρύς χαρακτήρας της δικαιώνεται στην συνέχεια, αρχής γενομένης από το κύριο θέμα στην σι-ελάσσονα, σε μέτρο έξι-ογδόων και χαρακτήρα ταραντέλλας, που σε συνεχή ροή ογδόων και υπό μορφήν προτάσεως παρουσιάζεται αρχικά στην μεσαία ηχητική περιοχή του πιάνου και έπειτα (χωρίς πολλές τροποποιήσεις) μεταφέρεται άμεσα δύο οκτάβες υψηλότερα. Από την πλευρά της, μια αντιθετική δεύτερη ενότητα στην Σι-μείζονα εναλλάσσει ρυθμικούς σχηματισμούς ογδόων με εντυπωσιακά περάσματα δεκάτων-έκτων, τα οποία τελικά επιβάλλονται εν είδει δεξιοτεχνικής σπουδής. Η περαιτέρω εξέλιξη του μέρους ακολουθεί τις προδιαγραφές μιας πενταμερούς παρατακτικής μακροδομικής διάρθρωσης (τύπου Α Β Α΄ Β΄ Α΄΄): το κύριο θέμα επανέρχεται κατ’ αρχάς στην μι-ελάσσονα, με ρυθμική επιτάχυνση στην συνοδεία του (τετράηχα ογδόων)· έπεται μια ελάχιστα τροποποιημένη επαναφορά και της δεύτερης ενότητος, που από την Μι-ύφεση-μείζονα προσεγγίζει προς το τέλος της την σι-ελάσσονα, στην οποία κατόπιν πραγματοποιείται η τρίτη επαναφορά του κυρίου θέματος και μάλιστα με περαιτέρω επιτάχυνση στο μέρος της συνοδείας του (δέκατα-έκτα). Το κομμάτι ολοκληρώνεται εντούτοις στην Σι-μείζονα, με μια φανταχτερή coda απαστράπτουσας δεξιοτεχνίας, κατά τις προσταγές της συναυλιακής ζωής της εποχής εκείνης.

28.10.2003


© Ιωάννης Φούλιας