Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Fryderyk Chopin (1810-1849): Βαλς σε Λα-ύφεση-μείζονα, opus 69 αρ. 1, σε λα-ελάσσονα, opus 34 αρ. 2, και σε μι-ελάσσονα, KK IVa / 15

Το βαλς, ένας τρίσημος χορός σε μέτρια έως αρκετά γρήγορη χρονική αγωγή, γνώρισε τεράστια δημοτικότητα από τις αρχές του 19ου αιώνα και εξαπλώθηκε με ταχείς ρυθμούς σε κάθε αίθουσα χορού στην Ευρώπη αλλά και πέραν αυτής. Από τις πολυάριθμες συνθέσεις για πιάνο που κάποτε κυκλοφορούσαν σε χιλιάδες αντίτυπα, ελάχιστες βεβαίως διαθέτουν εγγενή μουσική αξία και ξεφεύγουν από το επίπεδο του χρηστικού, καθημερινού αντικειμένου. Τα 17 βαλς του Chopin, μπορεί να μην είναι συγκρίσιμα με την ποιότητα άλλων έργων του (όπως σε γενικές γραμμές οι μπαλλάντες, τα νυχτερινά, τα scherzi, οι impromptus, τα πρελούδια και ορισμένες πολωναίζες), αλλά σίγουρα συγκαταλέγονται στα υψηλότερα δείγματα γραφής του χορευτικού αυτού είδους.

      Το βαλς σε Λα-ύφεση-μείζονα, opus 69 αρ. 1, γράφηκε το 1835 για την Maria Wodzińska, με την οποία ο συνθέτης είχε αρραβωνιασθεί κρυφά, αλλά δεν κατάφερε τελικά να εξασφαλίσει και την συγκατάθεση του πατέρα της για να την παντρευτεί… Αυτό το μέτριας χρονικής αγωγής βαλς (Tempo di Valse) δεν εκδόθηκε όσο ζούσε ο Chopin, είτε λόγω της επίγνωσης της περιορισμένης καλλιτεχνικής του αξίας, είτε ίσως εξαιτίας της ιδιαίτερης συναισθηματικής αξίας που είχε για τον ίδιο· ο πολωνός συνθέτης και πιανίστας Julian Fontana, ο οποίος είχε αναλάβει την επιμέλεια των μεταθανάτιων εκδόσεων των έργων του Chopin, το δημοσίευσε μόλις το 1855 μαζί με άλλο ένα νεανικό βαλς του ιδίου, προβαίνοντας όμως σε απαράδεκτες απλοποιήσεις οι οποίες αλλοίωσαν ορισμένες καλές εμπνεύσεις που υπήρχαν στο κομμάτι, προκειμένου αυτό να καταστεί πιο προσιτό στους ερασιτέχνες πιανίστες της εποχής! Το κύριο τμήμα του βαλς παραθέτει αρχικά πάνω από ένα χρωματικό κατιόν οκτάμετρο βάσιμο μιαν ευαίσθητη και ευέλικτη μελωδία και συνεχίζεται εν είδει πασσακάλιας με μια μελωδική παραλλαγή της ιδίας· το δεκαεξάμετρο αυτό στην Λα-ύφεση-μείζονα επαναλαμβάνεται αμέσως μετά αυτούσιο, ενώ επανεμφανίζεται επίσης στο μέσον καθώς και στο τέλος του κομματιού. Ενδιάμεσα παρεμβάλλονται δύο επεισόδια, τα οποία εντούτοις ουδέποτε αποδεσμεύονται από το περιβάλλον της αρχικής τονικότητος: το πρώτο από αυτά έχει παιχνιδιάρικο χαρακτήρα, ενώ το δεύτερο χαρακτηρίζεται από χορευτικό παλμό και μετρικές αντιθέσεις (μόνο στην πρωτότυπη εκδοχή της παρτιτούρας).

      Λίγο νωρίτερα, το 1831 συγκεκριμένως, ο Chopin έγραψε ένα ιδιαίτερου χαρακτήρος βαλς σε λα-ελάσσονα, το οποίο όμως εξέδωσε με αρκετή καθυστέρηση, ως opus 34 αρ. 2, το 1838. Η σύνθεση αυτή, εξαιρετικά αργής χρονικής αγωγής για τα δεδομένα του είδους (Lento) και με μια ελεγειακή μελωδία ελαφρώς σλαβικού ύφους, γεμάτη λυρισμό και με σκούρες αρμονικές αποχρώσεις, υπήρξε πολύ προσφιλής στον ίδιο τον δημιουργό της. Η παρατακτική μορφή της, που είναι τυπική για τα περισσότερα βαλς της εποχής του ρομαντισμού, περιλαμβάνει μια αρχική περίοδο δεκαέξι μέτρων, όπου η μελωδία εμφανίζεται στο μέσον της χρησιμοποιούμενης ηχητικής έκτασης, ένα δεύτερο δομικό τμήμα, επίσης στην λα-ελάσσονα, σε διμερή μικροδομή με τροποποιημένες επαναλήψεις και την μελωδία στην υψηλότερη φωνή, καθώς και άλλη μια περίοδο που αρχικά εμφανίζεται στην ομώνυμη Λα-μείζονα και έπειτα προσαρμόζεται στην λα-ελάσσονα! Η αυτούσια επαναφορά του δευτέρου, του τρίτου και έπειτα του πρώτου τμήματος καταντά πληκτική, αλλά τουλάχιστον ακολουθείται από μια προέκταση του πρώτου τμήματος (με την μελωδική γραμμή στο αριστερό χέρι, ως επί το πλείστον) που προσδίδει κάποιο ενδιαφέρον και πάλι, πριν την ύστατη επαναφορά της αρχικής περιόδου.

      Για το βαλς σε μι-ελάσσονα, το οποίο η μουσικολόγος Krystyna Kobylańska ενέταξε στον πλήρη κατάλογο έργων του Chopin με την ένδειξη KK IVa / 15 (δηλαδή στα έργα τα οποία εξεδόθησαν μετά θάνατον χωρίς αριθμό opus), δεν είναι γνωστές πολλές λεπτομέρειες: γράφηκε το 1830, προτού ο συνθέτης εγκατασταθεί στο Παρίσι, και είδε το φως της δημοσιότητος μόλις το 1868. Σε αντίθεση με τα δύο προαναφερόμενα, το βαλς αυτό είναι πολύ γρήγορο (Vivace) και αρκετά δεξιοτεχνικό στην γραφή του. Ξεκινά με μια σύντομη εισαγωγή, όπου αναπτύσσεται η συγχορδία της τονικής σε μεγάλη έκταση, και συνεχίζεται με μια πολύ ενεργητική πρώτη ενότητα, η οποία χαρακτηρίζεται κυρίως από τις αντιθέσεις ανάμεσα στην ελαφρά θλίψη και την εξισορρόπηση της κίνησης στα εξωτερικά της τμήματα και στην σφοδρότητα του μεσαίου της τμήματος, που περιλαμβάνει χρωματική κατιούσα πορεία σε μπάσσο και μελωδία καθώς και μια έντεχνα παρηλλαγμένη επανάληψη με γοργή κίνηση που απλώνεται σε μεγάλο ηχητικό εύρος. Η δεύτερη ενότητα, παρομοίως, εναλλάσσει μια ήσυχη δεκαεξάμετρη περίοδο στην Μι-μείζονα με ένα ενδιάμεσο τμήμα, όπου εξαιρετικά βίαιες συγχορδίες και περάσματα ογδόων στην χαμηλή περιοχή του πιάνου καταλαγιάζουν σταδιακά στην σολ-δίεση-ελάσσονα. Η επαναφορά της πρώτης ενότητος είναι ελλιπής: το πρώτο τμήμα διακόπτεται με μιαν απατηλή πτώση, η οποία στην συνέχεια χρησιμεύει ως αφορμή για την εκτύλιξη ενός δραματικά οξυμένου περάσματος, με ταχύτατη κίνηση ογδόων στο δεξί χέρι και χρωματική ανιούσα κίνηση στο μπάσσο, που καταλήγει σε αποφασιστικές εναλλαγές των συγχορδιών της δεσπόζουσας και της τονικής, διαμορφώνοντας έτσι ένα πολύ δυναμικό κλείσιμο.

28.10.2003


© Ιωάννης Φούλιας