Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Fryderyk Chopin (1810-1849): Νυχτερινό σε Ρε-ύφεση-μείζονα, opus 27 αρ. 2, και Νυχτερινό σε ντο-ελάσσονα, opus 48 αρ. 1

Ο 18ος αιώνας γνώριζε το νυχτερινό (Notturno) ως είδος ψυχαγωγικής μουσικής, συνήθως για ενόργανα σύνολα μουσικής δωματίου, ενίοτε όμως και ως φωνητική σύνθεση. Στις αρχές του 19ου αιώνα, ωστόσο, το είδος καλλιεργείται πλέον πρωτίστως στον χώρο της μουσικής για πιάνο, ως “κομμάτι χαρακτήρος” υπό τον γαλλικό τίτλο Nocturne. Τα 18 νυχτερινά του John Field γνώρισαν σημαντική επιτυχία που – όπως ήταν αναμενόμενο – ώθησε πολλούς ακόμη πιανίστες-συνθέτες να γράψουν παρόμοιας αισθητικής κομμάτια. Έτσι, η σύνθεση νυχτερινών για πιάνο γρήγορα έγινε της μόδας· παρ’ όλα αυτά, η συμβολή του Chopin στο εν λόγω είδος (21 κομμάτια) ξεχώρισε μεταξύ των ομοτέχνων του και – καθόλου άδικα, όπως θα φανεί παρακάτω – διατήρησε έκτοτε μια σταθερή θέση στο πιανιστικό συναυλιακό ρεπερτόριο.

Η σύνθεση του νυχτερινού σε Ρε-ύφεση-μείζονα, opus 27 αρ. 2, έλαβε χώραν κάποια στιγμή μεταξύ των ετών 1833 και 1836, οπότε και δημοσιεύθηκε για πρώτη φορά. Το κομμάτι αυτό συνιστά ένα από τα αντιπροσωπευτικότερα του είδους του: γραμμένο σε αργή χρονική αγωγή (Lento sostenuto), σε τονικότητα με πολλές υφέσεις (ένα τεχνικό χαρακτηριστικό της λυρικής πλευράς του ρομαντισμού) και υπό την συνεχή συνοδεία αρπισμών στο αριστερό χέρι, αναπτύσσει καθ’ όλην την διάρκειά του τρυφερές μελωδικές γραμμές, χωρίς ιδιαίτερες δυναμικές εξάρσεις. Η δομική του οργάνωση βασίζεται στην τριπλή εναλλαγή της εναρκτήριας ευγενικής μελωδίας στην Ρε-ύφεση-μείζονα (που χαρακτηρίζεται από θαυμαστή ισορροπία ρυθμικής κίνησης και σταδιακής επέκτασης στο διαθέσιμο ηχητικό φάσμα) με μια μετατροπική διωδία σε παράλληλη κίνηση γεμάτη παράπονο, η οποία δημιουργεί επιπλέον ορισμένες δραματικές, πλην όμως καλά προετοιμασμένες εντάσεις που βρίσκουν κατόπιν την λύση τους με την εκάστοτε επανεμφάνιση της αρχικής μελωδίας. Η δυναμική συμπύκνωση της πρώτης επαναφοράς της διωδίας υποχρεώνει μάλιστα την τρίτη και τελική εμφάνιση της αρχικής μελωδίας να ξεκινήσει από fortissimo (ενώ τις δύο προηγούμενες φορές ξεκινούσε από pianissimo) και σύντομα να διαφοροποιήσει εντελώς την πορεία και τα περιεχόμενά της, οδηγώντας στην τελευταία (συνοπτική) παρουσίαση της διωδίας. Η coda, εξ άλλου, επεκτείνει την καταληκτική αρμονία σε βαθύτατα ονειρική έκφραση, ενώ προς το τέλος της αναπτύσσεται σύντομος διάλογος ανάμεσα σε δύο φωνές, πριν το σταδιακό σβήσιμο του ήχου.

Στην περίπτωση του νυχτερινού σε ντο-ελάσσονα, opus 48 αρ. 1, γραμμένου και δημοσιευμένου το 1841, συναντάμε ένα πραγματικό αριστούργημα, ένα δείγμα ωριμότατης πιανιστικής γραφής και συνθετικής σκέψεως. Η πρώτη ενότητα (Lento) δίνει την εντύπωση πένθιμου εμβατηρίου: η μελωδία δημιουργεί μιαν αποπνικτικά καταθλιπτική διάθεση, ενώ η συνοδεία της, παρά την πυκνότητα του αρμονικού της πλούτου, είναι εξαιρετικά βαρύθυμη. Προοδευτικά βεβαίως, σε ένα μεσαίο – αντιθετικό ως προς την αρμονική του διάσταση – τμήμα καθώς και στην εξόχως παρηλλαγμένη επαναφορά του αρχικού τμήματος, η μελωδική κίνηση ανακτά μια κάποια ενέργεια, δίχως ωστόσο να μπορεί να αποτινάξει από πάνω της το βάρος μιας γνήσια συγκινητικής ελεγείας. Η δεύτερη ενότητα του κομματιού (Poco più lento) αφιερώνεται στον αντίθετο τρόπο (στην ομώνυμη Ντο-μείζονα): οι γαλήνιες συγχορδίες της παραπέμπουν ευθέως σε επιτύμβια equali χάλκινων πνευστών, που παρά την επέκτασή τους στην άνω οκτάβα συντηρούν το εξ αρχής επιβαλλόμενο χαμηλό επίπεδο δυναμικής. Η τυπική μικρή τριμερής δομή ολοκληρώνεται εντούτοις αναπάντεχα με την εμφάνιση ανήσυχων περασμάτων τριήχων δεκάτων-έκτων σε ταυτοφωνία, τα οποία ακολούθως επικρατούν πλήρως στην παρηλλαγμένη επανάληψη των δύο τελευταίων μικροδομικών τμημάτων της ενότητος αυτής, οδηγώντας σε μια συγκλονιστική δυναμική κλιμάκωση (fortissimo), όπου ο ώριμος Chopin συναντά κατ’ ουσίαν το σφριγηλό ύφος του Liszt! Τέτοια γεγονότα δεν αφήνουν ασφαλώς ανεπιρρέαστη την μετέπειτα πλήρη επαναφορά της πρώτης ενότητος στην ντο-ελάσσονα (Doppio movimento, agitato): παρά την διατήρηση της πρωτότυπης μελωδικής γραμμής, η συνοδεία προσλαμβάνει πλέον πολύ πιο ενεργητική κίνηση (τρίηχα ογδόων), καλύπτει σημαντικό ηχητικό εύρος και οδηγεί σε δυναμικές κορυφώσεις· το ήπιο πένθος μεταμορφώνεται ως εκ τούτου σε σπαρακτικό θρήνο, το ύφος του οποίου όμως – και αυτό είναι το σημαντικότερο – δεν ξεπέφτει στο επίπεδο της συγκινησιακής ευτέλειας των ησσόνων εκπροσώπων και των επιγόνων του ρομαντισμού… Η τελική αποκλιμάκωση της έντασης μέχρι το ανεπαίσθητο pianissimo των καταληκτικών συγχορδιών συντελείται κατά τρόπον εκπληκτικό μέσα στην στενότητα χώρου της βραχύτατης coda, όπου το έντονο πάθος παραχωρεί την θέση του σε μια μελωδική αναπόληση δίχως συνοδεία, σαν μια τελευταία αχτίδα φωτός που απλώνεται διστακτικά, προτού πυκνό σκοτάδι καλύψει το τοπίο.

28.10.2003


© Ιωάννης Φούλιας