Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Alfredo Casella (1883-1947):
Ιταλία, ραψωδία για ορχήστρα, opus 11
Ο ιταλός συνθέτης, πιανίστας και αρχιμουσικός Alfredo Casella πραγματοποίησε τις μουσικές του σπουδές αλλά και τα πρώτα βήματα της σταδιοδρομίας του στο Παρίσι, όπου είχε την δυνατότητα να γνωρίσει τον ιμπρεσσιονισμό του Debussy και του de Falla, τον ύστερο ρομαντισμό του R. Strauss και του Mahler, καθώς και το νεωτεριστικό ύφος δημιουργών όπως οι Στραβίνσκι, Ravel και Busoni, και να αφομοιώσει ποικίλες από τις επιρροές αυτές στις δικές του νεανικές συνθέσεις. Σε αυτές συγκαταλέγεται και η ορχηστρική ραψωδία Ιταλία, opus 11, ένα έργο που γράφηκε μέσα σε μισό μόλις μήνα, κατά τις θερινές διακοπές του Casella στην πατρίδα του το 1909, και με το οποίο ο ίδιος έθεσε στον εαυτό του το ενδιαφέρον πρόβλημα της δημιουργίας “εθνικής μουσικής” σε σύγχρονο ιδίωμα. Το αποτέλεσμα σίγουρα ανταποκρινόταν στις προσδοκίες του, δεδομένου του ότι, έπειτα από μια σειρά ανεπιτυχών αποπειρών προώθησης του έργου σε διάφορους γαλλικούς μουσικούς εκδοτικούς οίκους, ο συνθέτης δεν δίστασε να απευθυνθεί ακόμη και στον Mahler, ο οποίος πράγματι, αφού μελέτησε την παρτιτούρα, μεσολάβησε δίχως χρονοτριβή στον βιεννέζικο εκδοτικό οίκο Universal για την έκδοσή της. Αλλά και ο Casella δεν άργησε να εκδηλώσει την ευγνωμοσύνη του προς το ίνδαλμά του, διευθύνοντας για πρώτη φορά στην Γαλλία την Δεύτερη συμφωνία του Mahler, ενώ στις 23 Απριλίου του 1910 ήταν επιπλέον σε θέση να ηγηθεί και της παρθενικής εκτέλεσης της Ιταλίας, σε μια συναυλία με έργα του που δόθηκε στο Παρίσι και άφησε καλές εντυπώσεις τόσο στο κοινό, όσο και στους κριτικούς. Παρ’ όλα αυτά, μέχρι το 1924 το έργο δεν είχε ακουσθεί ακόμη εντός των ιταλικών συνόρων…
Προκειμένου να προσδώσει εθνικό χαρακτήρα στην ορχηστρική του ραψωδία, ο Casella βασίσθηκε αποκλειστικά σε “λαϊκές” μελωδίες της Σικελίας και της Νάπολης, τις οποίες επεξεργάσθηκε σε ένα σύγχρονο υστερορομαντικό αλλά και εσκεμμένα αντι-ιμπρεσσιονιστικό ύφος. Η Ιταλία ανοίγει με μια βαριά και τραχιά ελεγειακή μελωδική ιδέα, η οποία κατόπιν αρχίζει να αναπτύσσεται με μεγαλύτερη ένταση και ορμή, αλλά τελικά βυθίζεται στα ερεβώδη ορχηστρικά χρώματα του μαλερικού ηχητικού σύμπαντος. Ωστόσο, μια μελαγχολική αναπόληση της ιδίας οδηγεί λίγο αργότερα σε μια δεύτερη ηχητική εικόνα, όπου μακρινές καμπάνες σηματοδοτούν τον ερχομό της γαλήνιας νύκτας και το αγγλικό κόρνο εκφέρει σολιστικά μια νέα, ειδυλλιακή τροπική μελωδία πάνω από ένα εξόχως στατικό αρμονικό υπόβαθρο. Η επόμενη θεματική ιδέα του έργου προετοιμάζεται με μάλλον ιμπρεσσιονιστικές χειρονομίες, αλλά επιβάλλει δια μιας την φολκλορική της ευθυμία, με το που παρουσιάζεται από ένα φαγγόττο και παραλλάσσεται με τις χαριτωμένες παρεμβάσεις και άλλων πνευστών οργάνων. Όταν όμως αυτή εξαφανισθεί, μια ζοφερή ανάμνηση της εναρκτήριας ιδέας από ένα κλαρινέττο μοιάζει να προβάλλει σθεναρή αντίσταση στην διαφαινόμενη επικράτηση μιας πιο εξωστρεφούς διαθέσεως, η οποία παρ’ όλα αυτά είναι όντως αναπότρεπτη και εκδηλώνεται με την παράθεση της πασίγνωστης ναπολιτάνικης καντσονέττας “Funiculì, Funiculà” – ενός λαϊκότροπου τραγουδιού που συνέθεσε ο Luigi Denza το 1880 και το οποίο έξι χρόνια αργότερα ήταν ήδη τόσο διαδεδομένο, που ο Richard Strauss το ενσωμάτωσε στην προγραμματική του συμφωνία Από την Ιταλία (opus 16), νομίζοντας ότι είναι παραδοσιακό! Στο έργο του Casella, η ανάλαφρη αυτή μελωδία εκτίθεται αρχικά με ηπιότητα, αλλά αμέσως μετά επαναλαμβάνεται με πληθωρική ενορχήστρωση και σε δυναμική έξαρση· ακολούθως δε, το υλικό της παραλλάσσεται και εξυφαίνεται περαιτέρω με αρκετές υφολογικές μεταβολές, μέχρι την τελική ορχηστρική της αποθέωση που απολήγει σε ένα θριαμβικό παραλήρημα.
14.10.2008
© Ιωάννης Φούλιας