Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων
Dietrich
Buxtehude (1637-1707): Πασσακάλια σε ρε-ελάσσονα, BuxWV 161
Η μορφή της πασσακάλιας στον Buxtehude προϋποθέτει την απαράλλακτη και συνεχή παράθεση του θέματος στο μπάσσο, γεγονός που θα μπορούσε να επιφέρει μια κάποια μονοτονία· εντούτοις, στο ώριμο αυτό έργο (γραμμένο οπωσδήποτε μετά το 1690) δημιουργείται μια απολύτως συμμετρική κατασκευή, με 4 επί 7 παραθέσεις του τετραμέτρου επιμόνου βασίμου σε διαφορετικές τονικότητες, που συντηρούν αμείωτο το ενδιαφέρον του ακροατή. Η ανοικτή αρμονική δομή του θέματος (με έναρξη από την τονική και πτώση στην δεσπόζουσα) δημιουργεί μια συνέχεια στην ροή των υπερκείμενων παραλλαγών, η οποία ουσιαστικά διακόπτεται μόνο στις σύντομες μετατροπικές μεταβάσεις που διακρίνουν μεταξύ τους τις τέσσερεις κύριες ενότητες. Στην πρώτη από αυτές, στην τονική ρε-ελάσσονα, η τετράφωνη ομοφωνική γραφή εμπλουτίζεται σταδιακά με μιμήσεις μεταξύ των φωνών και τελικά εξελίσσεται κατά τρόπον μάλλον αντιστικτικό· παράλληλα, η προοδευτική επιτάχυνση του ρυθμού οδηγεί εκ του ασφαλούς στην επικράτηση μιας συνεχούς ροής ογδόων, με αποτέλεσμα η πρώτη αυτή ενότητα του έργου να καθίσταται ολοένα και πιο ενεργητική στην εξέλιξή της. Μετά την πρώτη μετατροπική μετάβαση, η δεύτερη ενότητα στην σχετική Φα-μείζονα εξελίσσεται αντιστρόφως ανάλογα της προηγούμενης σε υφολογικό επίπεδο (η αντιστικτική ύφανση βαθμιαία παραχωρεί την θέση της στην ομοφωνική), αλλά ως προς την ρυθμική της ροή ακολουθεί επίσης μια πορεία σταδιακής πύκνωσης που καταλήγει σε έμμονη εναλλαγή ογδόων στην υψηλότερη φωνή, η οποία δίνει ουσιαστικά την εντύπωση μιας αργής τρίλλιας. Μετά την παρεμβολή του δεύτερου μετατροπικού περάσματος προς την ελάσσονα δεσπόζουσα (λα-ελάσσονα), η τρίτη πλέον ενότητα “δραματοποιεί” την εξέλιξη της πασσακάλιας: επιβλητικές συγχορδίες, διακοπτόμενες από παύσεις, συνδυάζονται ακολούθως με γρήγορα περάσματα, ενώ στο τέλος επικρατεί μια ηχητική επιφάνεια “σπασμένων συγχορδιών”, με αγωνιώδεις παύσεις στην άνω φωνή. Αντιθέτως, η τελευταία ενότητα (που επιστρέφει στην ρε-ελάσσονα μέσω της μείζονος δεσπόζουσάς της) παρέχει μια σύνοψη των δύο πρώτων, με την εναλλαγή μεταξύ τμημάτων ομαλής ροής τετάρτων σε αντιστικτικό περιβάλλον και τμημάτων με ισοκράτες σε ρυθμό ογδόων που αναζωογονούν μιαν ακολουθία στάσιμων κατά τα λοιπά αρμονικών συνηχήσεων· η τριπλή εμφάνιση ενός χαρακτηριστικού κατιόντος περάσματος δεκάτων-έκτων σηματοδοτεί τελικά την προσέγγιση της οριστικής κατάληξης του εμπνευσμένου αυτού έργου.
22.09.2003
© Ιωάννης Φούλιας