Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Dietrich Buxtehude (1637-1707): Σακόν σε ντο-ελάσσονα, BuxWV 159

Η σακόν και η πασσακάλια είναι είδη παραλλαγών της εποχής του μπαρόκ. Οι δύο αυτοί όροι χρησιμοποιούνται κατά κανόνα δίχως ουσιαστική διάκριση για να περιγράψουν μια σειρά παραλλαγών, το θέμα των οποίων συνίσταται σε ένα σύντομο, κατ’ ουσίαν στοιχειώδες “επίμονο” βάσιμο, εκτάσεως 4 ή 8 μέτρων συνήθως, που παρουσιάζεται αρχικά από την βαθύτερη φωνή, με ή χωρίς εναρμόνιση. Κατά την εκτύλιξη των παραλλαγών, το στοιχειώδες αυτό θέμα μπορεί βέβαια να μεταφερθεί και σε άλλες φωνές εν είδει cantus firmus, να παραλλαχθεί ή ακόμη και να υποκατασταθεί από την αρμονική του πορεία και δομή· επιπλέον, υφίσταται η δυνατότητα μετατροπίας σε γειτονικές τονικότητες, αν και προς το τέλος ενός τέτοιου κομματιού θεωρείται δεδομένη η επιστροφή στην αρχική τονικότητα καθώς και η οριστική επανατοποθέτηση του θέματος στην γραμμή του μπάσσου. Το μέγεθος κάθε παραλλαγής καθορίζεται συνήθως από το αρχικό θέμα και δεν μεταβάλλεται· επίσης, είναι δυνατή η παρεμβολή ορισμένων μεταβατικών τμημάτων, ως επί το πλείστον για τις ανάγκες του συνολικού μετατροπικού σχεδιασμού. Από εκεί και ύστερα, η φαντασία κάθε δημιουργού ορίζει την συνολική έκταση του έργου, τα περιεχόμενα εκάστης παραλλαγής, αλλά και την ακριβή εξέλιξη των υφολογικών διαφοροποιήσεων, πυκνώσεων και αραιώσεων στο πλαίσιο του εκάστοτε μακροδομικού σχεδιασμού, που μπορεί επίσης να περιλαμβάνει ζεύγη παρεμφερών παραλλαγών είτε καταφανείς ομοιότητες μεταξύ απομεμακρυσμένων παραλλαγών.

Ο Buxtehude συνέθεσε δύο σακόν και μία πασσακάλια για όργανο, έργα τα οποία συγκαταλέγονται στα αριστουργήματα του εν λόγω είδους. Ο ίδιος δημιουργός φαίνεται μάλιστα πως χρησιμοποιεί τους δύο προαναφερόμενους όρους διακρίνοντας σαφώς ανάμεσα στην πασσακάλια, στην οποία το θέμα παρουσιάζεται αποκλειστικά στα ποδόπληκτρα, χωρίς την παραμικρή μεταβολή, ενώ προοδευτικά ο συνολικός σχεδιασμός ακολουθεί μια κυκλική διαδοχή τονικοτήτων, και στην μη-μετατροπική σακόν, όπου το θέμα μετατίθεται συχνά σε άλλες φωνές και είναι εν γένει επιδέξιμο τροποποιήσεων.

Η σύνθεση της σακόν σε ντο-ελάσσονα, BuxWV 159, τοποθετείται οπωσδήποτε μετά το 1683· δεδομένης μάλιστα της έλλειψης γραπτής παράδοσης και διάδοσης του έργου αυτού πριν το 1690, η σακόν αυτή εντάσσεται με ασφάλεια στην ώριμη δημιουργία του Buxtehude. Το θέμα της είναι τετράμετρο, με πορεία από την τονική προς την δεσπόζουσα· ήδη όμως στην πρώτη εμφάνιση-παραλλαγή του θέματος, η γραμμή του μπάσσου συνδυάζεται με τρεις επιπλέον φωνές σε ομοφωνική ύφανση, ενώ η δεύτερη παραλλαγή συνιστά ουσιαστικά μιαν επανάληψη της πρώτης. Στις παραλλαγές υπ’ αριθμόν 3-7 τίθεται στο επίκεντρο ένας παρεστιγμένος ρυθμικός παλμός, ο οποίος σταδιακά οδηγεί σε κλιμάκωση και αποκλιμάκωση του ηχητικού όγκου. Στην συνέχεια τα ποδόπληκτρα σιγούν, για την παρεμβολή μιας δωδεκάμετρης μεταβατικής ενότητος, στο πλαίσιο της οποίας η αρχική εξέλιξη υπό μορφήν φουγκάτο αντικαθίσταται βαθμιαία από αμιγώς συγχορδιακή υφή, ενόσω η παράλληλη προσέγγιση της σχετικής Μι-ύφεση-μείζονος αναιρείται τελικά από την επανεδραίωση της αρχικής τονικότητος. Πράγματι, στην 8η παραλλαγή το θέμα παρουσιάζεται εκ νέου στην ντο-ελάσσονα, αλλά ελαφρώς παρηλλαγμένο στα μανουάλια, ενώ στις παραλλαγές υπ’ αρ. 9 και 10 το ίδιο εξελίσσεται σε ροή δεκάτων-έκτων. Μόνο στην 11η και την 12η παραλλαγή το θέμα επανακτά τον πρωταρχικό βαρύ χαρακτήρα του με την επιστροφή του στα ποδόπληκτρα, έπονται δε δύο παραλλαγές χωρίς ποδόπληκτρα, όπου βεβαίως το θέμα εξακολουθεί να συνδυάζεται με ποικίλα ρυθμικά μοτίβα. Στην 15η παραλλαγή, εντούτοις, η από μακρόν επιβληθείσα ροή δεκάτων-έκτων διακόπτεται προσωρινά, προκειμένου το θέμα να ακουσθεί για πρώτη φορά παρηλλαγμένο στα ποδόπληκτρα! Από την πλευρά της, η 16η παραλλαγή περιορίζεται στα μανουάλια και προσλαμβάνει εξόχως πολυφωνική υφή. Στο σημείο αυτό παρεμβάλλεται ένα μεταβατικό πεντάμετρο, αντίστοιχο των τελευταίων μέτρων της προηγούμενης μεταβατικής ενότητος, το οποίο κινείται μεν προς την σολ-ελάσσονα, αλλά τελικά η κυριαρχία της αρχικής τονικότητος δεν αίρεται ούτε σε αυτήν την περίπτωση. Οι ακόλουθες παραλλαγές, υπ’ αρ. 17 και 18, αν και είναι ουσιαστικά ταυτόσημες, εμπεριέχουν δύο διαφορετικά στοιχεία που εναλλάσσονται ανά δίμετρο· συνεπώς, η αρχή της παραλλαγής μετατίθεται εδώ στο εσωτερικό δύο “διπλών” – ούτως ειπείν – παραλλαγών. Στις δύο επόμενες παραλλαγές, εξ άλλου, το ενδιαφέρον στρέφεται προς τα ποδόπληκτρα, καθώς το εκεί παρατιθέμενο παρηλλαγμένο θέμα συνοδεύεται από ελάχιστες μόνον συγχορδίες στα μανουάλια. Στο ζεύγος των παραλλαγών 21 και 22, τα μανουάλια αντιπαρατίθενται προς τα ποδόπληκτρα ανά δίμετρο· τουναντίον, στις παραλλαγές υπ’ αρ. 23 και 24, όπου μια φιγούρα σπασμένης συγχορδίας διασταυρώνεται με βηματική κίνηση δεκάτων-έκτων, τα ποδόπληκτρα απέχουν πλήρως, για να επανεμφανισθούν κατόπιν στην 25η και την 26η παραλλαγή, με το θέμα σε ρυθμική τροποποίηση. Οι παραλλαγές υπ’ αρ. 27-30 καταγράφονται σε μέτρο 9/8, πράγμα που σημαίνει ότι σε κάθε χρονική μονάδα του αρχικού μέτρου των 3/4 αντιστοιχεί πλέον ένα τρίηχο ογδόων στην θέση δύο απλών (η τακτική της μετρικής αυτής αλλαγής θυμίζει τις συχνές μεταβολές στις αναλογικές σχέσεις των ρυθμικών αξιών της αναγεννησιακής σημειογραφίας)· περαιτέρω, το πρώτο ζεύγος εκ των προαναφερόμενων παραλλαγών έχει χαρακτήρα τοκκάτας, ενώ το δεύτερο διαθέτει πιο συμπαγή ήχο, χάρη και στην επαναδραστηριοποίηση των ποδοπλήκτρων. Στις παραλλαγές υπ’ αρ. 31 και 32, πάντως, αποκαθίσταται η ροή απλών δεκάτων-έκτων, τα οποία εν προκειμένω συνοδεύονται από μεμονωμένες συγχορδίες στα ασθενή μέρη του μέτρου. Οι δύο τελευταίες παραλλαγές, εξ άλλου, προσεγγίζουν πολύ την ομοφωνική ύφανση και τα περιεχόμενα της αρχικής, ολοκληρώνοντας το έργο κατά τρόπον κυκλικό και σε πλήρη βεβαίως ήχηση· μια τομή ανάμεσά τους, μάλιστα, επιτείνει την προσμονή της τελικής μείζονος συγχορδίας, στην οποία και καταλήγει η ύστατη 34η παραλλαγή. Συνολικά λοιπόν, στην σακόν αυτή διακρίνονται τρεις ομάδες – των 7, 9 και 18 τετράμετρων – παραλλαγών, οι οποίες χωρίζονται μεταξύ τους από δύο σύντομα μεταβατικά τμήματα, εκτάσεως 12 και 5 μέτρων, αντιστοίχως. Το γεγονός δε ότι η τρίτη ομάδα παραλλαγών αποτελείται αποκλειστικώς από ζεύγη με ταυτόσημο περιεχόμενο, υποδεικνύει στον εκτελεστή την ανάγκη τακτικής εναλλαγής των ρετζίστρων (ηχοχρωμάτων), προκειμένου μέσω αυτής να δημιουργηθεί εν πολλοίς η ενδιαφέρουσα ηχητική εντύπωση της ηχούς.

09.03.2002


© Ιωάννης Φούλιας