Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Dietrich Buxtehude (1637-1707): Πρελούδιο σε σολ-ελάσσονα, BuxWV 148

Κατά τα τέλη του 17ου αιώνος, το “πρελούδιο” για ένα πληκτροφόρο (ως επί το πλείστον) όργανο συνδέεται στενά με την τεχνική της φούγκας και αποτελεί πλέον ένα ολοκληρωμένο μουσικό κομμάτι. Η εξέλιξη αυτή ανάγεται βέβαια στην πρακτική της περιστασιακής αξιοποιήσεως μιμητικών στοιχείων στο είδος του πρελουδίου ήδη από τις αρχές του ιδίου αιώνος. Χαρακτηριστικά δείγματα γραφής αυτού του τύπου συναντάμε στα ομότιτλα έργα για όργανο του Dietrich Buxtehude, όπου ένα “πρελούδιο” συνίσταται εν προκειμένω αφ’ ενός μεν σε ελεύθερες ενότητες, υφολογικώς πολύ διαφοροποιημένες μεταξύ τους (π.χ. χαρακτήρος ρετσιτατίβου, με “πρελουδισμούς” ή εντελώς ομοφωνικής υφής) και κατά κανόνα μετατροπικές (στοιχείο που τους προσδίδει έναν “επεισοδιακό” ρόλο ως προς τις παρεμβαλλόμενες φούγκες), και αφ’ ετέρου σε σύντομες φούγκες, δηλαδή τμήματα αντιστικτικής υφάνσεως (αν και σε τεχνοτροπία φουγκάτο μάλλον, παρά πλήρως ανεπτυγμένης φούγκας). Η συνήθης πενταμερής δομική διάταξη των έργων αυτών περιλαμβάνει ένα εισαγωγικό τμήμα (συνήθως σύντομο, σε ύφος μιμητικό ή τουναντίον πολύ ομοφωνικό), το οποίο οδηγεί σε μια πρώτη φούγκα, έπειτα μεσολαβεί ένα ρετσιτατίβο ή μετάβαση ομοφωνικού χαρακτήρος προς μια δεύτερη φούγκα, ενώ στο τέλος κάνει την εμφάνισή του ένα διακριτό καταληκτικό τμήμα. Εναλλακτικά, ο αριθμός των φουγκοειδών τμημάτων μπορεί να ανέλθει στα τρία, γεγονός που συνεπάγεται και περισσότερες ενδιάμεσες ενότητες.

Παρά την μεγάλη δυσκολία χρονολόγησής του, το Πρελούδιο σε σολ-ελάσσονα, BuxWV 148, φαίνεται πως έχει γραφεί μάλλον λίγο πριν ή γύρω στα 1675. Το εισαγωγικό του τμήμα είναι αρκετά εκτεταμένο και διαιρείται σε τρεις υποενότητες: η πρώτη εξ αυτών, σε ύφος αυτοσχεδιαστικό, επιτυγχάνει την επιβολή της τονικότητος και οδηγεί σε πτώση στην δεσπόζουσα, η δεύτερη, ένα σύντομο allegro σε τεχνοτροπία φουγκάτο, χαρακτηρίζεται από τις πυκνές μιμήσεις ενός χρωματικού θέματος, ενώ η τρίτη και τελευταία αποτελείται από ένα δεξιοτεχνικό πέρασμα που καταλήγει σε πτώση στην (μειζονοποιημένη) τονική. Η ακόλουθη πρώτη φούγκα βασίζεται σε ένα χαρακτηριστικό θέμα με επαναλαμβανόμενες νότες· αναπτυσσόμενη σε τετράφωνη γραφή, παραμένει στο πλαίσιο της σολ-ελάσσονος, μέχρι την τελευταία είσοδο του θέματος επί της υποδεσπόζουσας στην γραμμή του μπάσσου που οδηγεί σε μια μισή πτώση. Η ενδιάμεση μετάβαση είναι εξαιρετικά σύντομη, ομοφωνικής υφής και ολοκληρώνεται με μια πτώση στην τονική. Η δεύτερη φούγκα, που ακολουθεί άμεσα, χαρακτηρίζεται κατ’ αρχήν από την αλλαγή του μέτρου (που από δίσημο γίνεται τώρα τρίσημο), ενώ το θέμα της προέρχεται από την εναρκτήρια μελωδική φιγούρα του εισαγωγικού τμήματος και συνίσταται σε μιαν ήρεμη κατιούσα κίνηση (γεγονός που δημιουργεί έντονη αντίθεση προς το θέμα της πρώτης φούγκας)· η γραφή, πάντως, παραμένει και σε αυτήν την περίπτωση τετράφωνη. Έπειτα δε από μισή πτώση, ακολουθούν stretti και ρευστοποίηση του θέματος σε ελεύθερη ροή τετάρτων, μέχρι την ολοκλήρωση της φούγκας με μια πτώση επί της δεσπόζουσας και πάλι. Το καταληκτικό τμήμα του έργου παρουσιάζεται υπό μορφήν σακόν (ή πασσακάλιας), το θέμα της οποίας προέρχεται από την προηγούμενη ανάπτυξη του θέματος της δεύτερης φούγκας. Αυτό το απλό βάσιμο αντιπαρατίθεται τώρα στην πλούσια αντιστικτική κίνηση των υψηλότερων φωνών, παρουσιαζόμενο εναλλάξ στα ποδόπληκτρα και στα μανουάλια του οργάνου: αρχικά αναπτύσσονται 5 παραλλαγές στην σολ-ελάσσονα, έπονται δε 8 στην σχετική Σι-ύφεση-μείζονα, ενώ μόλις στα τρία τελευταία μέτρα της παρτιτούρας πραγματοποιείται η τελική στροφή προς την σολ-ελάσσονα και η επικυρωτική τέλεια πτώση σε αυτήν (έστω και στην μείζονα πλέον εκδοχή της).

09.03.2002


© Ιωάννης Φούλιας