Αρχική σελίδα / Επιλογή κειμένων

Dietrich Buxtehude (1637-1707): Πρελούδιο σε μι-ελάσσονα, BuxWV 142

Ανάμεσα στα έργα για όργανο του Buxtehude δεσπόζουν τα μεγάλης εκτάσεως και πνοής πρελούδια, στα οποία δύο ή τρεις φούγκες περιβάλλονται από τμήματα σε τεχνοτροπία “φαντασίας”, διαμορφώνοντας έτσι ένα σύνολο πλούσιο σε εναλλαγές κάθε είδους: μοτιβικο-θεματικές, υφολογικές, χρονικής αγωγής, ηχητικότητας, χαρακτήρος. Το πρελούδιο σε μι-ελάσσονα, BuxWV 142, γράφηκε κατά πάσαν πιθανότητα στα μέσα της δεκαετίας του 1680 και συνιστά ένα από τα εκτενέστερα και σημαντικότερα του μεγάλου αυτού οργανίστα του 17ου αιώνος. Το εισαγωγικό του τμήμα διέπεται από σχετικά ομαλή και συνεχή ρυθμική ροή, καθ’ ότι η εναρκτήρια φιγούρα δεκάτων-έκτων εξυφαίνεται ως επί το πλείστον μιμητικά σε τρεις φωνές, ενόσω η γραμμή του μπάσσου στα ποδόπληκτρα υποστηρίζει με πολύ πιο αργή κίνηση την πλούσια αρμονική επέκταση της συγχορδίας της τονικής. Κάτι από τον χαρακτήρα του “πρελουδίου” αυτού μεταλαμπαδεύεται στην ακόλουθη πρώτη φούγκα, το διατονικό θέμα της οποίας καταλήγει με αρκετή ρυθμική ενέργεια σε ένα πιο στατικό, ανιόν χρωματικό πέρασμα. Δεν είναι τυχαίο ότι, ακόμη και μετά την τυπική έκθεσή του στις τέσσερεις φωνές, το θέμα αυτό σπανίως απουσιάζει από την μη-μετατροπική και πολύ ομοιογενή εξέλιξη μιας φούγκας, η οποία βρίσκει το επιστέγασμά της σε έναν σύντομο αλλά βαθύτατα εκφραστικό ισοκράτη επί της δεσπόζουσας.

Στο σημείο αυτό, ο Buxtehude εστιάζει στην κατιούσα χρωματική κίνηση της μελωδίας, προαναγγέλλοντας ουσιαστικά το παθητικό περιεχόμενο του θέματος της δεύτερης φούγκας του έργου του, η οποία παραδόξως συνδέεται άμεσα με την προηγούμενη, δίχως την μεσολάβηση κάποιου περάσματος σε ελεύθερο ύφος. Απεναντίας, η γραφή καθίσταται τώρα ακόμη πιο “αυστηρή”, με τις φωνές να εισάγονται σε stretto, δηλαδή προτού καν ολοκληρωθεί η εκάστοτε προηγούμενη παράθεση του χρωματικού θέματος! Στην πορεία, το θέμα αυτό βρίσκει ως αντίθεμά του αρχικά μια ανιούσα και ρυθμικά αντίστοιχη μελωδική κίνηση, ενώ λίγο αργότερα, με την εμφάνιση μιας γοργότερης αντιθεματικής φιγούρας ογδόων, οι περαιτέρω παραθέσεις του θέματος γίνονται πλέον τόσο σε ευθεία κίνηση όσο και σε αναστροφή. Ως ύστατο, εξ άλλου, μέσο διατήρησης αλλά και επίτασης του ενδιαφέροντος των ακροατών του στην διάρκεια μιας ιδιαίτερα εκτεταμένης (για τα δεδομένα της εποχής) φούγκας, ο οργανίστας-συνθέτης πραγματοποιεί ακόμη και μια σύντομη “απόδραση” στην σχετική Σολ-μείζονα, προκειμένου να καταστήσει με αυτόν τον τρόπο απόλυτα ζοφερή την μετέπειτα τελική επανεδραίωση της αρχικής τονικότητος. Παρ’ όλα αυτά, η μι-ελάσσονα δεν επικυρώνεται πτωτικά, διότι η κατάληξη της δεύτερης φούγκας συγχωνεύεται με ένα ελεύθερο μετατροπικό πέρασμα, το οποίο δίνει εν πολλοίς την αίσθηση ενός πληθωρικού ενόργανου recitativo.

Σύντομα όμως και αυτό παραχωρεί την θέση του στην τρίτη και τελευταία φούγκα, η οποία διακρίνεται αισθητά από τις δύο προηγούμενες, χάρη στον γοργό ρυθμικό παλμό της gigue αλλά και στο ολότελα διατονικό θέμα της, που – τουλάχιστον στην αρχή – μοιάζει απρόθυμο να αποχωρήσει από το προσκήνιο έστω και για λίγο. Να όμως που από ένα σημείο και έπειτα το χορευτικό στοιχείο υπερισχύει απόλυτα της αντιστικτικής τεχνικής: το θέμα διασπάται στα μοτιβικά του συστατικά και εξυφαίνεται πλέον ελεύθερα, σε μια ομοφωνική εξέλιξη που προβάλλει πρωτίστως την αντιφωνική σχέση της γραμμής του μπάσσου προς τις υπόλοιπες και οδηγεί ορμητικά σε μιαν εμπλουτισμένη ρυθμικά και μελωδικά καταληκτική πτωτική χειρονομία.

02.02.2008


© Ιωάννης Φούλιας